Μια μετά την άλλη κλονίζονται δυστυχώς θεμελιώδεις αρχές, όπως η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ο αγώνας για την ειρήνη, πάνω στις οποίες στηρίχθηκε και αναπτύχθηκε από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η Ευρώπη γίνεται περισσότερο φιλοπόλεμη κόντρα στα στρατηγικά της συμφέροντα.

Ads

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία λειτούργησε ως καταλύτης για να ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου και να επιταχυνθεί μια διαδικασία που η Μόσχα απευχόταν και η Ουάσιγκτον ονειρευόταν.

Δεν είναι μόνον η αναμενόμενη ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας, δύο μέχρι πρότινος ουδέτερων χωρών, στο ΝΑΤΟ. Δύο χωρών που κράτησαν για δεκαετίες, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και μετέπειτα, αυτήν την ουδετερότητα, μακριά από τους ανταγωνισμούς των υπερδυνάμεων και την «κούρσα των εξοπλισμών» ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Μια ουδετερότητα που χάρη στους ηγέτες τους, όπως ο Σουηδός Ούλοφ Πάλμε και ο Φινλανδός Ούρχο Κέκονεν, συνέβαλαν αποφασιστικά στη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης.

Ούτε θα ανησυχούσε ως μεμονωμένο γεγονός, αν και σηματοδοτεί μια στροφή 180 μοιρών στην εξωτερική πολιτική του Βερολίνου, η απόφαση του γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς, να αυξήσει δραστικά τις αμυντικές δαπάνες της χώρας του κατά 100 δισεκατομμύρια ευρώ.

Ads

Υπάρχουν κι άλλα μηνύματα που δείχνουν ότι η Ευρώπη αλλάζει προσανατολισμό, ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κλυδωνίζεται ακόμη περισσότερο, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση του αύριο πιθανότατα δεν θα έχει σχέση με αυτό που οραματίστηκαν οι ιδρυτές της.

Για παράδειγμα, εξαιτίας της διακοπής στην παροχή ενέργειας από τη Ρωσία προς την Ευρώπη, που ουσιαστικά επέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στη Γηραιά Ήπειρο, αναδείχθηκε πολύ περισσότερο ό,τι ανέκαθεν ίσχυε στη διεθνή διπλωματική σκακιέρα: η Ευρωπαϊκή Ένωση  επικαλείται το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ασκεί κριτική σε τρίτες χώρες που τα παραβιάζουν με τρόπο επιλεκτικό. Όπως ακριβώς κάνουν και οι ΗΠΑ, με τη διαφορά ότι οι ευρωπαίοι ηγέτες υποστήριζαν τουλάχιστον μέχρι τώρα ότι υπερασπίζονται το κράτος δικαίου χωρίς αστερίσκους και εξαιρέσεις.

Στη Ρωσία -και ορθώς- επιβάλλονται κυρώσεις, εξαιτίας της εισβολής, αλλά η Σαουδική Αραβία που τροφοδοτεί τον μακροχρόνιο πλέον πόλεμο στην Υεμένη χαρακτηρίζεται «αξιόπιστος εταίρος για την ενέργεια» παρότι στην χώρα αυτή παραβιάζονται συστηματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το ίδιο συνέβη με το Κατάρ μέχρι να ξεσπάσει το σκάνδαλο Qatargate. Το ίδιο συμβαίνει με άλλες χώρες της Ανατολής και του Περσικού Κόλπου για τις οποίες τα θεσμικά όργανα της ΕΕ κωφεύουν απλώς και μόνον επειδή πολεμικές βιομηχανίες κρατών-μελών με τις ευλογίες των  κυβερνήσεων πουλούν όπλα.

Η κατάσταση μάλιστα χειροτέρευσε και όχι μόνον εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), που δόθηκε στη δημοσιότητα πριν λίγες μέρες, ενώ σε όλον τον κόσμο η εμπορία και διακίνηση όπλων μειώθηκε, έστω σε μικρό βαθμό (5%) την περίοδο 2018-2022 σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία, στην Ευρώπη συνέβη το αντίθετο.

Είναι γνωστό σε ερευνητές και σε όποιον παρακολουθεί τη διεθνή εμπορία και διακίνηση όπλων, νόμιμη και παράνομη, ότι εδώ και πολλά χρόνια πρώτες στον κατάλογο των χωρών που εξάγουν όπλα μικρού διαμετρήματος και οπλικά συστήματα είναι καταρχάς τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ: Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία, και Κίνα. Και δίπλα σε αυτές η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία. Αυτές οι χώρες, που υποτίθεται ότι έχουν ταχθεί να προασπίζονται την ειρήνη, πραγματοποιούν το 88% των παγκόσμιων εξαγωγών όπλων.

Αξιοσημείωτο είναι ότι πρωταγωνιστής στην παράνομη διακίνηση είναι η Ρωσία, που κατέχει το 10% της παγκόσμιας αγοράς. Δεν είναι τυχαίο ότι μεταξύ των χωρών που κυρίως αντιδρούσαν στην υπογραφή διεθνούς συνθήκης για τον έλεγχο στην εμπορία και τη διακίνηση όπλων μικρού διαμετρήματος συμπεριλαμβάνονται οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι τα έσοδα από τις πωλήσεις όπλων, παρότι το επακριβές ύψος τους δεν είναι γνωστό ‒καθώς Ρωσία και Κίνα αρνούνται να δώσουν ακριβή στοιχεία‒, είναι πολλαπλάσια της οικονομικής βοήθειας που οι ίδιες χώρες παρέχουν στις χώρες προορισμού. Κι αν αυτό το έλλειμμα από το οποίο κερδίζουν πολεμικές βιομηχανίες δεν ενδιαφέρει, ή –και γιατί όχι- ικανοποιεί τους «ιμπεριαλιστές» αμερικανούς ηγέτες, τους «άπληστους» Ρώσους και τους Κινέζους θιασώτες του κρατικού καπιταλισμού, τι κάνουν οι ευρωπαίοι ηγέτες;

Τίποτε. Απλώς εφαρμόζουν τις ίδιες νεο-αποικιοκρατικές πολιτικές που βρίσκονται στον αντίποδα των θεμελιωδών ευρωπαϊκών αξιών. Οι βιομηχανικές χώρες από τη μια προσφέρουν βοήθεια για ν’ αναπτυχθούν οι υποανάπτυκτες χώρες και από την άλλη εκμεταλλεύονται τις πλουτοπαραγωγικές πηγές τους και πουλούν όπλα για να συνεχιστούν οι εμφύλιοι σπαραγμοί.

Από τα νέα στοιχεία που έφεραν στο φως της δημοσιότητας το SIPRI προκύπτει πρώτον, μια αύξηση της τάξης του 14% στις εξαγωγές όπλων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που ήταν αναμενόμενο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι είχα επισημάνει από την αρχή της ρωσικής εισβολής: το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα στις ΗΠΑ, που ελέγχει το 40% της παγκόσμιας εμπορίας και διακίνησης όπλων, επενδύει στις ένοπλες συγκρούσεις και διαμορφώνει την εξωτερική και αμυντική πολιτική, επιβαρύνοντας τις εθνικές οικονομίες τρίτων χωρών.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, υπέρμαχος του πολέμου στο Ιράκ το 2002, είχε τη WestExec, μια εταιρία συμβούλων σε στρατιωτικά θέματα  που συνεργαζόταν στενά με «εργολάβους πολέμου», δηλαδή εταιρίες μισθοφόρων και ο αφροαμερικανός υπουργός Άμυνας, Λόιντ Όστιν, συμμετείχε στα Δ.Σ. δύο μεγάλων εταιριών της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας. Όπως δεν είναι τυχαίο ότι επί θητείας Μπάιντεν οι πωλήσεις όπλων και αμυντικών υπηρεσιών των εκατό μεγαλύτερων πολεμικών βιομηχανιών στον κόσμο, το 2021, αυξήθηκαν κατά 1,9%, παρά τα προβλήματα στην τροφοδοσία κρίσιμων υλικών.

Από την άλλη, η Κίνα, που διοχετεύει όπλα κυρίως σε αφρικανικές χώρες, μείωσε τις εξαγωγές της κατά 23%, διότι, όπως επισήμανε ο Πίτερ Γουέζεμαν του SIPRI, παρουσίασε «μια μειωμένη ικανότητα επενδύσεων».

Το σημαντικότερο, όμως, νέο είναι η κατακόρυφη αύξηση τόσο των εξαγωγών όπλων από ευρωπαϊκές χώρες όσο και των εισαγωγών (47%). Η Ιταλία αύξησε τις εξαγωγές της κατά 45% προς τη Μέση Ανατολή (Κατάρ, Αίγυπτος, Κουβέιτ, Τουρκία) και την Ασία (κυρίως την Ινδία), και η Γαλλία κατά 44%.

Παίρνοντας υπόψη όλα αυτά τα δεδομένα είναι σαφές ότι η Ευρώπη, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, περνά σε μια νέα εποχή. Μια εποχή που πολλοί την  χαρακτηρίζουν ψυχροπολεμική, στην οποία κυριαρχεί η έννοια της ασφάλειας αυτή τη φορά έναντι του αναθεωρητισμού, όπως στο πρόσφατο παρελθόν ήταν έναντι του τζιχαντισμού και παλιότερα του κομμουνισμού made in USSR. Προφανώς χρειάζονται νέα εργαλεία για να διασφαλιστεί η ειρήνη. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονται ευρωπαίοι ηγέτες, από την φον ντερ Λάιεν και τον Σολτς μέχρι τη Μελόνι και τον Μητσοτάκη.

Μόνον που τα εργαλεία στα οποία μας παραπέμπουν είναι όπλα και πάλι όπλα, δηλαδή επιστροφή σε συνταγές του παρελθόντος που μόνον πολέμους και δυστυχία έφεραν. Και το σημαντικότερο είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (παρα)σύρεται σε πολιτικές που παραβιάζουν  θεμελιώδεις αρχές της κόντρα στα στρατηγικά της συμφέροντα. Με απλά λόγια γίνεται φιλοπόλεμη στο όνομα της προστασίας δήθεν των ανοικτών κοινωνιών, της προάσπισης των δημοκρατικών αξιών, κλπ., κλπ.

Είναι μήπως τυχαίο ότι πέρα από τη παροχή όπλων και στρατιωτικής βοήθειας στο Κίεβο και την επιβολή νέων κυρώσεων κατά της Μόσχας, δεν έχει κατατεθεί κανένα σχέδιο ειρήνευσης, δεν γίνεται καμία συζήτηση στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να σταματήσει το μακελειό στην Ουκρανία; Έτσι, όμως, αυξάνεται ο κίνδυνος ενός ολοκληρωτικού πολέμου και ο αγώνας για την ειρήνη γίνεται ακόμη δυσκολότερος.

*Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτορας του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, συγγραφέας του βιβλίου «Η αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή», εκδ. Παπαζήση. Έχει καλύψει ένοπλες συγκρούσεις και κρίσεις σε Λατινική Αμερική, Βαλκάνια, Μέση Ανατολή και Ασία.