Ο πατέρας μου ήταν σιδηροδρομικός στο Βόλο στη δεκαετία του 60 και όταν ήμουνα μικρός είχα τη συνήθεια να πηγαίνω στο σταθμό και να βλέπω τους σταθμάρχες. Μου άρεσαν με τη στολή τους και το ωραίο καπέλο τους, ενώ ο σταθμός του Βόλου ήτανε πολύ εντυπωσιακός, όπως και όλοι οι σταθμοί των τραίνων, σε όλη την Ελλάδα. Το γραφείο του σταθμάρχη μου φαινόταν τεράστιο και η προβλήτα και όλα τα γραφεία ήταν γεμάτα κόσμο. Υπήρχαν και άλλοι δυο τρεις βοηθοί του σταθμάρχη, οι κλειδούχοι και οι υπάλληλοι.  Κόσμος ολόκληρος. Χαρούμενος κόσμος.

Ads

Σήμερα όλοι σχεδόν οι σταθμοί των τραίνων σχεδόν έσβησαν και ο σταθμός του Βόλου επίσης έσβησε, δεν έχει υπαλλήλους, είναι έρημος και σκοτεινός. Αλλά, φαντάζομαι και ο σταθμός της Λάρισας δεν θα έχει την παλιά του εικόνα. Δεν έχει πια σταθμάρχες και υπαλλήλους. Έναν έρημο σταθμάρχη έχει μόνον, που κι αυτός είναι τώρα στη φυλακή. Έναν σταθμάρχη που δεν ήταν σταθμάρχης. Που τον βάφτισε έτσι το επιτελικό κράτος του Κυριάκου Μητσοτάκη, το οποίο πήρε από το πουθενά έναν ηλικιωμένο φίλο ενός βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας και τον έβαλε να διευθύνει τα ελληνικά τραίνα, στον συγκοινωνιακό κόμβο της Ελλάδας. Μόνο του.

Αλλά, όπως βλέπουμε, δεν είναι μόνον οι σταθμάρχες που λείπουν. Λείπουν τα πάντα. Ακόμα και τα φανάρια. Και τα τραίνα τρέχουν, έτσι χωρίς πρόγραμμα. Στην τύχη. Βασίλη φεύγω; Φεύγεις. Φεύγεις. Άντε καλή συνέχεια. Τάκη εντάξει; Το γύρισες το κλειδί; Όχι μωρέ. Έρχεται το άλλο το τραίνο. Περίμενε λίγο.

Έτσι πάει το επιτελικό κράτος.  Συνεννοείται με ατάκες κινηματογραφικές.  Λείπουν τα φανάρια, λείπουν τα λάπτοπ, λείπουν οι υπάλληλοι, οι σταθμάρχες και οι κλειδούχοι. Το 2012 έκλεισε η υπηρεσία που ήλεγχε τις γραμμές στη Λάρισα. Την έκλεισε η κυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ. Το 2020 έκλεισε και το δευτεροβάθμιο όργανο του ΟΣΕ στην οδό Καρόλου, που ήλεγχε όλη την κυκλοφορία. Το έκλεισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Πουλήθηκαν δηλαδή όλα μετά το 2010. Απορίας άξιον είναι πως δεν λείπουν μέχρι και οι γραμμές. Οι γραμμές πως και τους ξέφυγαν των επιτελικών και των επιχειρηματιών; Περίεργο.

Ads

Αυτή είναι η κατάσταση. Και τώρα μετράμε θύματα, παιδιά, γονείς και συγγενείς, ολόκληρη τη χώρα δηλαδή.  Οι ποινικές ευθύνες του σταθμάρχη, των επικεφαλείς των οργανισμών και της εταιρείας και του υπουργού, είναι δεδομένες. Αλλά και ο πρωθυπουργός πρέπει να διερευνηθεί, για ποιο ακριβώς λόγο ενέκρινε τις αποφάσεις του υπουργού του. Θα πρέπει να τις αποδώσουμε φυσικά αυτές τις ευθύνες, αφού βεβαίως πρώτα πετάξουμε από πάνω μας αυτήν την  επικίνδυνη κυβέρνηση. Η οποία τρέχει τώρα έντρομη να γλυτώσει – αλλά δεν πρόκειται φυσικά να γλυτώσει – από την οργή του συνόλου πλέον της κοινωνίας.

Άρχισε πρώτα να εξοργίζει τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Μετά τους νοσοκομειακούς. Μετά τους αρρώστους που πέθαιναν χωρίς γιατρούς, κρεβάτια και φάρμακα. Μετά  τους συνταξιούχους που τους φόρτωσε με πρόστιμα. Μετά τους εκπαιδευτικούς  που ζούνε με 800 ευρώ. Εν συνεχεία σειρά πήραν τα θύματα των πυρκαγιών και του χιονιού, τα οποία εφηύραν και το ωραίο και επιτυχημένο σύνθημα. Ακολούθησαν οι παρακολουθούμενοι, οι μαθητές και οι καλλιτέχνες, περίπου ενάμισυ εκατομμύριο δανειολήπτες και τώρα σύμπασα η χώρα, μανάδες, παιδιά και γονείς που κλαίνε πάνω από τα πτώματα. Και οι φίλαθλοι όλης της χώρας που βάζουν τεράστια πανώ στις κερκίδες. Τι να κάνει και η κυβέρνηση; Τίποτα δεν μπορεί πλέον να κάνει. Είναι ήδη τελειωμένη, μαζί με τον πρωθυπουργό της.

Και έμειναν μόνοι τους αυτοί οι πανέξυπνοι και εύστροφοι  δημοσιογράφοι της κυβέρνησης, να λένε πως δυστυχώς, βεβαίως, αλλοίμονο, έχουμε μεν θύματα και νεκρούς, αλλά από την άλλη, σου λένε, και έχουν και δίκιο δηλαδή οι άνθρωποι, ουδέν κακόν αμιγές καλού, θα φτιάξουμε τουλάχιστον, θα αναγκαστούμε δηλαδή να φτιάξουμε, τον σιδηρόδρομο, και λόγω των νεκρών θα γυρίσουμε το χρόνο πίσω  και θα ξαναφέρουμε σταθμάρχες, υπαλλήλους και φανάρια.  Όπως σκοτώθηκαν και τα παιδιά στο δρόμο των Τεμπών και τουλάχιστον φτιάξαμε το δρόμο. Μας έμεινε η οδός.

Έτσι ακριβώς. Πάλι καλά δηλαδή που δεν είπαν ακόμα κάτι και για λιμάνια και για αεροδρόμια. Έτοιμοι είναι να το πούνε κι αυτό.

Πάει η Ελλαδίτσα, που έλεγε κι  η γιαγιά μου.