Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι παρά τις κυβερνητικές καυχησιολογίες «καθόλου».

Ads

Η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη να υποδεχθεί τις καταιγίδες που έρχονται. Μπορεί μεν  ένα μεγάλο μέρος του χρέους να έχει μεταφερθεί στον μεσομακροχρόνιο ορίζοντα, όμως αυτό δεν έχει απαλλάξει την Ελλάδα από την  παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων -πιθανότατα άνω του 2%- ως το 2060, με αβέβαιο ωστόσο ακόμα το περιεχόμενο του νέου σύμφωνου σταθερότητας. Όπερ μεθερμηνευόμενον σημαίνει ότι δεν υφίσταται πρακτικά δυνατότητα αντικυκλικής πολιτικής.

Έχοντας ως δεδομένο λοιπόν ότι το δημόσιο χρέος ανέρχεται πλέον στα 401,5 δις ευρώ, διευρυμένο κατά 13.5 δις από το 2021 αλλά και ότι σε βάθος 40ετίας η δημοσιονομική πολιτική της χώρας θα είναι αυστηρά περιοριστική, είναι εύκολα αντιληπτό ότι δεν υπάρχει για τη χώρα η δυνατότητα  να αντισταθμίσει τα εσωτερικά ή εξωτερικά σοκ ασκώντας κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική. Συγχρόνως, απουσιάζει επίσης η δυνατότητα  άσκησης νομισματικής πολιτικής, καθώς αυτή ρυθμίζεται από την ΕΚΤ, η οποία αδιαφορεί για τα εν Ελλάδι συμβαίνοντα. Υπενθυμίζεται ότι το 2011, , εν τω μέσω της πιο καταστροφικής ύφεσης της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας, σημειώθηκαν αυξήσεις επιτοκίων, κάτι το οποίο ως επιλογή σηματοδοτεί άλλωστε και την τρέχουσα περιοριστική πολιτική της ΕΚΤ.

Όλο δηλαδή το αντικυκλικό σταθεροποιητικό/αναπτυξιακό οπλοστάσιο της μεταπολεμικής οικονομικής επιστήμης είναι στην πράξη ακυρωμένο για την χώρα μας (με την επιφύλαξη πολύ ακραίων γεγονότων όπως η πανδημία, αλλά και με την προϋπόθεση της «καλής θέλησης» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  και της Γερμανίας).

Ads

Για να μπορέσουμε ως λαός που βρισκόμαστε σε στέρηση ήδη επί 15ετία να αντισταθμίσουμε και να απορροφήσουμε όσα δυσοίωνα αναφέρθηκαν, χρειαζόμαστε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, όχι της τάξης του 2% που προβλέπει η Κομισιόν για την χώρα μας το 2024 (και στην συνέχεια ακόμα χαμηλότερους εν γένει για ένα απροσδιόριστα μεγάλο διάστημα ετών), αλλά μια γενναία εκτίναξη άνω του 4-5% και μάλιστα για σειρά πολλών (10-15) ετών.

Εάν δεν επιτευχθεί αυτό, θα έχουμε αναπτυξιακή κατάρρευση με μαζική μετανάστευση των νεότερων, κυρίως των πιο εξειδικευμένων (brain drain), και επιδείνωση του  δημογραφικού προβλήματος, το οποίο δεν θεραπεύεται με απλή εισαγωγή ανειδίκευτων μεταναστών, χωρίς ορίζοντα ενσωμάτωσής τους.

Η ευρωπαϊκή  οικονομία προσεχώς θα δοκιμασθεί σκληρά, γιατί συνεχίζει να πλέει στα απόνερα των πληθωριστικών της προβλημάτων, της αδυναμίας της ατμομηχανής της (Γερμανία), των ευρύτερων αναπτυξιακών της προβλημάτων (δημογραφικές εξελίξεις, μη ανταγωνιστικέ Ε&Α κτλ.), της επιδείνωσης του πολέμου στην Ουκρανία και των εντάσεων με την Κίνα. Ήδη βρίσκεται σε ύφεση βάσει δύο διαδοχικών τριμήνων αρνητικής ανάπτυξης) και όλων των μεσομακροχρόνιων αρνητικών εκτιμήσεων για το μέλλον της, ενώ οι ΗΠΑ και η Αν. Ασία καιροφυλακτούν για να διαμοιράσουν τα ιμάτιά της. 

Εάν λοιπόν, όπως είναι πιθανόν, ενσκήψουν στο άμεσο διεθνές μας περιβάλλον αρνητικά αναπτυξιακά σοκ, θα μας συμπαρασύρουν αν μη τι άλλο λόγω της εξάρτησής μας από τον τουρισμό, των εξαγωγών μας που απευθύνονται κυρίως στις χώρες της ΕΕ, αλλά και των ευρωπαϊκών ενισχύσεων που μοιραία θα δοκιμαστούν.

Το τρέχον αναπτυξιακό υπόδειγμα, όπως δείχνουν τα πρόσφατα στοιχεία του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου πληρωμών, παράγει ελλείμματα και μάλιστα με εντυπωσιακούς ρυθμούς, τα οποία επιβάλλουν δανεισμό και μάλιστα με τα τρέχοντα ψηλά επιτόκια (το έλλειμμα πλησίασε το 10% του ονομαστικού ΑΕΠ και κινείται σε επίπεδα παραπλήσια με αυτό του διαστήματος μεταξύ 2005-2010, του οποίου τα επαχθή δεινά θα υπομένουμε για πολύ καιρό). 

Τούτο βέβαια δεν πρέπει να εκπλήσσει κανένα, καθώς αποτελεί διαχρονικά την αχίλλειο πτέρνα της οικονομίας μας χωρίς να  έχει επιχειρηθεί συστηματικά η θωράκισή της. Ακόμη και εάν η ΕΕ επέτρεπε εκ νέου τη δημιουργία ελλειμμάτων, θα έπρεπε να είμαστε κάθετα αντίθετοι σε ένα ακόμα γύρο «ανάπτυξης βασισμένης σε δανεικά», εφόσον με την πρώτη αρνητική στροφή της διεθνούς οικονομίας μας οδηγούν σε κρίση και μαζική έξοδο κεφαλαίων και ανθρώπων. Μοιραία συνεπώς, για την αποφυγή των ελλειμμάτων, θα οδηγηθούμε στην δοκιμασμένη συνταγή της μείωσης των εισαγωγών με ενίσχυση ή έστω διατήρηση των εξαγωγών, κάτι που χωρίς αλλαγή αναπτυξιακού προτύπου οδηγεί αναπόδραστα σε ύφεση και λιτότητα για τις λαϊκές τάξεις, την οποία δεν μπορεί πλέον να αντέξει η χώρα μας χωρίς την πρακτική της ερημοποίηση;

Εάν η κυβέρνηση που θα κληθεί στο μέλλον να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα ζητήματα είναι της ΝΔ, βάσει των πεπραγμένων θα επιχειρήσει να μεταφέρει στις λαϊκές τάξεις το βάρος της καταναλωτικής μείωσης, ώστε να διαφυλάξει την πολυτελή και εισαγόμενη κατανάλωση της μεσαιοανώτερης και ανώτερης τάξης, η οποία αποτελεί την μόνιμη και αδιάσειστη βάση της. Η αύξηση των ανισοτήτων σε ένα λαό πολύ ταλαιπωρημένο και κουρασμένο από μια κρίση που διαρκεί 14 χρόνια το πιθανότερο είναι να μην οδηγήσει  στην υλοποίηση της μαοϊκής ρήσης «μεγάλη αναταραχή, ενδιαφέρουσα κατάσταση», αλλά σε παθητική αντίδραση και αποδοχή, με αναζήτηση καλύτερης τύχης στο εξωτερικό και ερημοποίηση  μεγάλων τμημάτων της χώρας. Σε αυτή τη διαφαινόμενη δύσκολη κατάσταση υπάρχουν κάποιες αξιόλογες αντισταθμιστικές δυνάμεις, όπως η ύπαρξη των σημαντικότατων κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ.

Όμως, οι πόροι αυτοί δεν θα αποδειχθούν αρκετοί:

α) αν ξεσπάσει μεγάλη ύφεση (κάτι διόλου απίθανο, καθώς δεν έχει διορθωθεί τίποτα στο διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον που να μπορεί να την αποτρέψει,).Στην περίπτωση αυτή και χωρίς παράλληλα να υπάρξει φιλικά διακείμενη  στροφή της ΕΕ (δηλ. μεγάλη χαλάρωση ή και αντιστροφή των όρων δανεισμού, πλεονασμάτων κτλ.), η χώρα θα βυθισθεί σε νέα μεγάλη κρίση, χωρίς να έχει προλάβει να επανακάμψει από την τελευταία.

Σε τέτοιες συνθήκες, οι επενδύσεις σταματούν ή περιορίζονται αρκετά (ίδετε τα «animal spirits» του Κέυνς), οπότε ακόμα και αν τα ποσά προς επένδυση υπάρχουν (είτε δανεικά που αποτελούν σημαντικό μέρος του Ταμείου Ανάκαμψης, είτε οι δωρεάν επιδοτήσεις), είναι πιθανό να μην αξιοποιηθούν έγκαιρα και πλήρως. Ενδεικτική είναι η κάκιστη εικόνα των επενδύσεων τα τελευταία 15 χρόνια, που έχουν επιφέρει σημαντικές μειώσεις στο επενδυθέν κεφάλαιο της χώρας.

Παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να την εξωραΐσει εμφανίζοντας την μικρή ανάκαμψη των επενδύσεων τα τελευταία δύο χρόνια ως αλλαγή παραδείγματος, τίποτα δεν είναι ανακριβέστερο αυτού. Ποσοτικά, καθώς κινούμαστε σαφέστατα κάτω από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, αλλά ιδίως ποιοτικά, καθώς οι τρέχουσες επενδύσεις είναι εγκλωβισμένες στις γνωστές μορφές τους (τουρισμός, κατοικίες-κατασκευές, αμυντικός εξοπλισμός, εξαγορές ελληνικών επιχειρήσεων από ξένες) και δεν μπορούν να οδηγήσουν την χώρα σε ασφαλή ύδατα.

β)  αν συνεχιστεί η σημερινή κυβερνητική διαχείριση, με το διαμοιρασμό των κονδυλίων χωρίς στρατηγική σε ημέτερους και σε κατευθύνσεις που χωρίς να είναι υποχρεωτικά αναπτυξιακές, αποσκοπούν απλά στην απορρόφηση. Η «έτσι χωρίς πρόγραμμα» διαχείριση των ΜΟΠ, των ΚΠΣ, των ΕΣΠΑ, αλλά και των προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων και του αναπτυξιακού νόμου, με βασικό στόχο την στήριξη ημετέρων και της ολιγαρχίας, έχει καταδείξει για τα τελευταία 40χρόνια πως παρόλα τα σημαντικά κονδύλια που έρευσαν στη χώρα τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά.

Σε όλα αυτά τα δυσοίωνα, είναι σημαντικό να αναζητάμε ακτίνες αισιοδοξίας: Ο πλανήτης μας υφίσταται θεμελιώδεις ανατροπές: η νέα συναίνεση της Ουάσιγκτον, σε λίγα μόνο προσομοιάζει με την παλιά. Η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση φαίνεται να αντικαθίσταται από την αναδιάταξη των αλυσίδων στη βάση φιλικών γεωστρατηγικά περιοχών («φιλική περιφεριοποίηση» -friend shoring).

Ανεξαρτήτως των όποιων λοιπών συνεπειών της, η εξέλιξη αυτή δημιουργεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για την χώρα που ορίζεται στα εξής: στο ποιες επανακάμπτουσες δραστηριότητες και υπό ποιους όρους μπορεί να τις προσελκύσει/διεκδικήσει η χώρα μας, ώστε να ωφεληθούμε και να μην έχουμε να αντιμετωπίσουμε μόνο τις αναπόφευκτα ψηλότερες τιμές που θα συνοδεύουν την περιφερειοποίηση;

Ένα πρόχειρο παράδειγμα: η δραστηριότητα της ναυπήγησης παγκοσμίως, η οποία έχει πρακτικά μεταφερθεί πλήρως στην Αν. Ασία και ιδίως στην Κίνα. Αν όπως είναι αναμενόμενο επηρεασθεί και αυτή από την τάση «φιλικής περιφεριοποίησης», θα είναι σκόπιμο η χώρα να διεκδικήσει ένα σημαντικό κομμάτι της, καθώς διαθέτει πολλά πλεονεκτήματα (ύπαρξη ναυπηγείων και ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, παρελθούσα πείρα και εξαιρετική τεχνογνωσία, «ναυτικότητα», την πρώτη παγκοσμίως ναυτιλία κτλ.).   

Οι όποιες απαντήσεις για να μπει η χώρα σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά πρέπει να αναζητηθούν στην κατάστρωση ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδίου, που να αξιοποιεί όλους τους δυνατούς πόρους αποτελεσματικότερα. Να θυμίσουμε πως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε διατυπώσει την αναπτυξιακή της στρατηγική που μέχρι σχετικά πρόσφατα ήταν στο website του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.

Ένας τέτοιος ολοκληρωμένος αναπτυξιακός προγραμματισμός θα μπορέσει να ωθήσει σε «αναπτυξιακά άλματα», στηριζόμενος σε ανάδυση νέων τεχνολογικά προηγμένων συγκριτικών πλεονεκτημάτων, βελτίωση της παραγωγικότητας των ΜμΕ με την υποβοήθηση της χρηματοδότησής τους, προσαρμογή στις απαιτήσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης κτλ. Παράλληλα θα πρέπει να αναζητηθούν και να υποστηριχθούν κατάλληλες συμμαχίες στην ΕΕ για να επιτευχθούν σημαντικές διευκολύνσεις.

*Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι Οικονομικός γεωγράφος, καθηγητής ΠΑΜΑΚ, Μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ, π. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης