Πολλοί φαίνεται να συμφωνούν, σε διακηρυκτικό τουλάχιστον επίπεδο, για την αναγκαιότητα αλλαγής του αναπτυξιακού υποδείγματος. Αυτό που υποστηρίζουμε εμείς είναι πως χρειάζεται μια στρατηγική για «ποιοτική ανάπτυξη», η οποία θα στηρίζεται στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και στην καινοτομική δυνατότητά του, καθώς θα έχει ως στόχο τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, με αύξηση ιδίως της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά και των εξαγωγών, και βέβαια με μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων.

Ads

Χρειάζεται μια διπλή αλλαγή, τόσο σε οικονομικές πολιτικές όσο και σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις  (μεγάλες αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, στη  δικαιοσύνη, στα ζητήματα χρήσεων γης –κτηματολόγιο–, στη  συγκρότηση αναπτυξιακών θεσμών κτλ.). Για να πραγματοποιηθεί, όμως, απαιτείται και μια στρατηγική κοινωνικών συμμαχιών.  Στο σημείωμα αυτό επικεντρωνόμαστε μόνο στο ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών και στη συγκρότηση ενός θεσμού που να μπορεί να παράγει αναπτυξιακή πολιτική.    

Συγκρότηση μιας «δομής» που να παράγει αναπτυξιακή πολιτική

Για να αλλάξει το αναπτυξιακό υπόδειγμα της χώρας απαιτείται σχέδιο, μια συγκροτημένη Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική (ΕΑΣ) που θα προκύψει μέσα από την εκτεταμένη διαβούλευση κράτους, επιστημόνων  και κοινωνικών εταίρων, αλλά και ενισχυμένα κρατικά εργαλεία. 

Ads

Ο στρατηγικός αναπτυξιακός σχεδιασμός σπάνια υπήρξε αντικείμενο δημόσιας συζήτησης και συγκροτημένης αντιπαράθεσης. Λίγο-πολύ οι στρατηγικές και τα εργαλεία είτε εισήχθησαν εξωγενώς είτε συνέχισε η άκριτη εφαρμογή υφιστάμενων και κατεστημένων πολιτικών (path dependency). Η χάραξη μιας ΕΑΣ αποτελεί προνομιακό πεδίο για την εισαγωγή μιας λογικής ολοκληρωμένου σχεδιασμού, που θα βασίζεται σε στέρεα δεδομένα και αναλύσεις, στην ευρύτατη διαβούλευση και διαπραγμάτευση, στον συνεκτικό συντονισμό και την αποτελεσματική υλοποίηση. Όχι μόνο επειδή μπορεί να δώσει την αναγκαία ώθηση στην ανάταξη της οικονομίας της χώρας, αλλά και επειδή μπορεί να συνδέσει την απαραίτητη για την Ελλάδα αναβάθμιση στον σχεδιασμό των δημόσιων πολιτικών με την επιτακτική σήμερα αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος.

Για τον σχεδιασμό, υλοποίηση, αξιολόγηση και επαναχάραξη της ΕΑΣ, χρειάζεται μια «δομή» η οποία θα στελεχωθεί με υψηλής κατάρτισης και συναφούς εμπειρίας δημόσιους υπαλλήλους αλλά και άτομα υψηλών προσόντων – μη μονίμους συνεργάτες, ακαδημαϊκούς, ειδικούς από τον ιδιωτικό τομέα και από την κοινωνία των πολιτών. Το αντικείμενο αυτής της δομής θα είναι από τη φύση του διυπουργικό/διεπιστημονικό. Επομένως, τα στελέχη της θα κληθούν να επεμβαίνουν, να συντονίζουν και να καθοδηγούν ένα πλήθος συχνά οργανωσιακά άσχετων υπηρεσιών για την επιτέλεση των αποστολών τους. Πέραν βεβαίως της τυπικής εκ του νόμου αρμοδιότητας να δίδουν εντολές και να συνεργάζονται με στελέχη του ευρύτερου δημοσίου, είναι εξαιρετικά κρίσιμο να διαθέτουν και την ουσιαστική αρμοδιότητα, κάτι που προϋποθέτει γνώσεις και κύρος. Αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα δημοσιοϋπαλληλική οργανωσιακή κουλτούρα, τουλάχιστον στα αντικείμενα του ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδιασμού.

Η νέα κουλτούρα θα προκύψει μόνο εάν θεσμοποιηθεί κατάλληλα και αν της προσδοθεί πολιτικά το αναγκαίο βάρος και κύρος, καθώς θα πρέπει να διαφέρει ριζικά από τη γνωστή δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία (φορμαλισμός, κομματοκρατία, γεροντοκρατία, αποφυγή ανάληψης ευθυνών, μη αξιολόγηση).

Στην αφετηρία μιας τέτοιας παρέμβασης βρίσκεται η ανάδειξη των μεγάλων κοινωνικών προκλήσεων που αποτελούν τη βάση για μια βιώσιμη πορεία της χώρας στον 21ο αιώνα: Ενίσχυση απασχόλησης – Μείωση ανεργίας, Βελτίωση ανταγωνιστικότητας – Επιχειρηματικό Περιβάλλον, Δημογραφική ανασυγκρότηση και συγκράτηση πληθυσμού, Αντιμετώπιση της φυγής εξειδικευμένου δυναμικού  – αναβάθμιση σχέσεων με απόδημο ελληνισμό, Ενίσχυση της κοινωνικής και περιφερειακής συνοχής, Περιβαλλοντικός ανασχεδιασμός της οικονομίας. Οι προκλήσεις αυτές, φυσικά, είναι το σημείο εκκίνησης για τον προσδιορισμό των αντίστοιχων δημόσιων πολιτικών, επομένως η ίδια η εννοιολόγηση και ο προσδιορισμός τους είναι ήδη ένα διακύβευμα δημόσιας πολιτικής. Οι προκλήσεις αυτές απαιτείται να προκύψουν μέσα από ευρύτερο κοινωνικό διάλογο και πολιτικές συναινέσεις, και να εγκριθούν τελικά από το κοινοβούλιο διαμορφώνοντας έναν χάρτη για το μέλλον. Θα αποτελούν μακροπρόθεσμους στόχους, για την υλοποίηση των οποίων η συναφής επιτελική κυβερνητική δομή θα οργανώνει τις απαραίτητες δημόσιες αποστολές/πολιτικές, θα παρέχει σε τακτά διαστήματα απολογισμό και αντίστοιχα πρωτοβουλίες ανασχεδιασμού κ.ο.κ. Πρόκειται δηλαδή για έναν «καταστατικό χάρτη» αναπτυξιακού προγραμματισμού.

Είναι εξίσου προφανές ότι η ανωτέρω δομή πρέπει να τελεί υπό την άμεση εποπτεία ανώτατου κυβερνητικού αξιωματούχου, κατά προτίμηση του πρωθυπουργού ή αντιπροέδρου της κυβέρνησης. Τα παραδείγματα επιτυχημένης βελτίωσης της θέσης των χωρών στον διεθνή καταμερισμό εργασίας υποδεικνύουν ότι σχεδόν πάντοτε η εν λόγω επιτελική δομή βρίσκεται κοντά ή παρά τω πρωθυπουργό, καθώς και το αντικείμενό της είναι ύψιστης προτεραιότητας και απαιτήσεων.

Τέτοιου είδους εγχειρήματα μόνο υπό τις ανωτέρω  προϋποθέσεις έχουν δυνατότητα να διαρρήξουν τη συνήθη ρουτίνα του κυβερνητικού έργου και να θέσουν τη χώρα σε διαφορετική αναπτυξιακή τροχιά. Καθώς όμως δεν υπόσχονται άμεση επιτυχία, απαιτεί και μια πολιτική ηγεσία με αίσθηση εθνικής ευθύνης, χωρίς περισπασμούς από βραχυχρόνιες πιέσεις. 

Επίσης, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η οργάνωση ενός δομημένου εθνικού και δημοκρατικού διαλόγου γύρω από τα θέματα του στρατηγικού προσανατολισμού της αναπτυξιακής προσπάθειας, ώστε αφενός να δομήσουμε πλεονεκτήματα προς την κατεύθυνση που θέλουμε να αναπτυχθούμε και αφετέρου, επειδή σε τελευταία ανάλυση κάθε αναπτυξιακό σχέδιο σημαίνει επιλογές (κάποιοι κερδίζουν και κάποιοι χάνουν), να διαμορφωθεί ένα απλό και σαφές μήνυμα ώστε να γίνει κτήμα όλων,  συμβάλλοντας και στη σύμπηξη των αναγκαίων κοινωνικών συμμαχιών.

Κοινωνικές συμμαχίες

Oι ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα επιδρούν συνδυαστικά, επομένως δεν είναι δυνατό να διαχωρισθούν και να υποβαθμιστεί η αντιμετώπιση κάποιων προς όφελος άλλων. Το αποτέλεσμα θα είναι λειψό και μη βιώσιμο. Ζητούμενο είναι η ολιστική τους αντιμετώπιση και ο ορίζοντας είναι μεσομακροχρόνιος. Πολιτική τέχνη σημαίνει να χτιστεί ένας σταθερός συσχετισμός παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων που θα μπορέσει να ηγεμονεύσει για διάστημα πολύ μεγαλύτερο από έναν εκλογικό κύκλο, ώστε να υπάρξουν τα αναμενόμενα οφέλη. Ο συσχετισμός αυτός θα προκύψει από τις κοινωνικοοικονομικές εκείνες ομάδες που συμμερίζονται σε μεγάλο βαθμό τη διάγνωση αλλά και τους τρόπους επίλυσης των ευρύτερων κοινωνικών προκλήσεων – δυνάμεις που θα συμφωνούν στην ανάγκη για μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, αναζωογόνηση της ελληνικής περιφέρειας, βελτίωση της ζώνης των κοινών, παραγωγική αναβάθμιση, διακοπή της πορείας απαξίωσης του δημοσίου σε υγεία και παιδεία, επαναφορά του κρατικού ελέγχου σε στρατηγικούς τομείς. 

Σημαντικό ρόλο επίσης σε ένα τέτοιο εγχείρημα θα έχουν οι διανοούμενοι και ακαδημαϊκοί, εάν θελήσουν να προσχωρήσουν σε ένα νέο συλλογικό, βιώσιμο και κοινωνικά δίκαιο  όραμα. Είναι μάλιστα ακόμα περισσότερο σημαντικός ο ρόλος τους σήμερα, που βρισκόμαστε σε μια εποχή μειωμένων προσδοκιών, αυξημένων δυσκολιών και συγκρούσεων. Είναι πλέον καιρός η διανόηση να απεκδυθεί τον μανδύα της ΤΙΝΑ (There Is No Alternative), να υιοθετήσει την άρνηση της άρνησης μέσω μιας μαχητικής στάσης, όπου η εναλλακτική θα είναι και η μόνη δυνατή (There is no TINA).

Ωστόσο, δίπλα και πάνω από τις κοινωνικοοικονομικές τάξεις και ομάδες που θα «συνυπογράψουν» τον νέο καταστατικό παραγωγικό, οικολογικό και κοινωνικό μας χάρτη, καθοριστικό ρόλο καλείται να παίξει η πολιτική ιδίως ηγεσία αλλά και η συνδικαλιστική, επιστημονική κτλ. Οφείλει να κατανοήσει την ιστορική περίοδο που διανοίγεται μπροστά μας και να εργαστεί για την αναγκαία συμμαχία  των δυνάμεων που προαναφέραμε, εδώ και στο εξωτερικό, με στόχο την υπέρβαση των σημερινών αδιεξόδων. Δεν επαρκούν οι συνήθεις διαχειριστές πολιτικοί, που απλά κινούνται κολακευτικά περί τον μέσο ψηφοφόρο και τις αυταπάτες του, συχνά μάλιστα παροξύνοντάς τες. Χρειάζεται ηγεσία με ειλικρίνεια και όραμα, η οποία, στηριγμένη βέβαια στις απαραίτητες συμμαχίες προς επίλυση των ευρύτερων κοινωνικών προκλήσεων, θα μπορέσει να τις μετασχηματίσει σε καθαρό πολιτικό λόγο και αποτελεσματική πράξη.

Οι ευρύτερες προκλήσεις και τα μέτρα που οφείλουμε να πάρουμε για την αντιμετώπισή τους είναι από την φύση τους μεσομακροπρόθεσμα. Συνεπώς, δεν υπάρχουν «εύκολες» λύσεις, λαγοί που βγαίνουν από το καπέλο του ταχυδακτυλουργού πολιτικού, αν και βεβαίως πάντοτε συντρέχουν οι ευκαιρίες για άμεσα μέτρα που «γεφυρώνουν» το βραχυπρόθεσμο με το μακροπρόθεσμο. Το αναπτυξιακό μας δένδρο θα αργήσει να δώσει τους πλήρεις καρπούς του και στο μεσοδιάστημα θα  πρέπει να υπάρξει υπομονή και ιδεολογικό χτίσιμο της ηγεμονίας. Το χτίσιμο της αναγκαίας υπομονής και τα άμεσα ανακουφιστικά βραχυπρόθεσμα μέτρα, είναι ένα πολύ απαιτητικό έργο και εκεί θα λέγαμε έγκειται σημαντικό μέρος  της τέχνης του πολιτικού.

Επειδή η αλλαγή αναπτυξιακού υποδείγματος είναι υπόθεση που αφορά όλη την κοινωνία, και εκ των πραγμάτων είναι μια μακρόπνοη διαδικασία, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη μιας ευρύτερης συνεννόησης που θα προκύψει ως αποτέλεσμα μιας νέας ηγεμονίας ιδεών, οικονομικών και πολιτικο-κοινωνικών δυνάμεων, αυτών που όπως προείπαμε συνυπογράφουν τον ορισμό και την αντιμετώπιση των ευρύτερων κοινωνικώοικονομικών προκλήσεων. Και βεβαίως απαιτείται η προσεκτική οριοθέτηση του αντιπάλου: της ολιγαρχίας (εγχώριας και διεθνούς), της προσοδοθηρίας, της διεθνούς νεοφιλελεύθερης τάξης, ευρύτερα του σπάταλου, ατομικιστικού και επιδεικτικού καταναλωτικού πολιτισμού και των εκπροσώπων του. Καθώς τα προβλήματα και οι (διαρκείς και πολλαπλές)κρίσεις ορθώνονται μπροστά μας, χρειαζόμαστε μια νέα συλλογικότητα, οικολογική, εξισωτική, συνεργατική.    

Κλείνουμε με ένα κάλεσμα προς τις ηγεσίες και τους απλούς πολίτες της χώρας που δεν πείθονται από την κυβερνητική παραμυθία με τα εξαγγελθέντα ημίμετρα, αλλά και δυσφορούν με τη γενικότερη πορεία στήριξης της ολιγαρχίας εδώ και στο εξωτερικό.
Οφείλουμε να σχηματίσουμε ένα μέτωπο που θα επιδιώξει την άμεση διεθνή του διασύνδεση. Και εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.
Και τα τρία μέτωπα, δηλαδή:
α) το εσωτερικό, δομικό μέτωπο της παραγωγικής αναβάθμισης,
β) το μέτωπο για θεσμικές αλλαγές και κοινωνικές συμμαχίες, και
γ) το διεθνές μέτωπο για υπέρβαση του τρέχοντος νεοφιλελεύθερου αδιεξόδου με τις τεράστιες ανισότητες που έχει δημιουργήσει, είναι απολύτως αναγκαία και κανένα δεν είναι επαρκές από μόνο του.

Χρειαζόμαστε ηγεσίες που θα μπορέσουν να εκφράσουν αυτήν την ανάγκη και να την υλοποιήσουν, επιδεικνύοντας εκεί ακριβώς τις ικανότητές τους. Αυτό που δεν χρειαζόμαστε είναι ηγεσίες που «χαϊδεύουν» τα αυτιά υποσχόμενες άμεσες και εύκολες λύσεις, γιατί τέτοιες λύσεις δεν υπάρχουν. Ας ξεφύγουμε από τις «σειρήνες» και ας δώσουμε προσοχή σε φωνές σοβαρές, με προβληματισμό και μακροχρόνιες στοχεύσεις, που δυστυχώς διαχρονικά δεν καταλαμβάνουν τον απαραίτητο χώρο στον δημόσιο διάλογο στην πατρίδα μας.  

  • O Λόης Λαμπριανίδης είναι Οικονομικός γεωγράφος, καθηγητής ΠΑΜΑΚ, Μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ π. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης