Μετά την εκλογική ήττα -σχεδόν συντριβή- του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές οι προσπάθειες εξήγησης εντόπιζαν με εκπληκτική ομοφωνία, δύο βασικές υστερήσεις: πρώτα το ασαφές μήνυμα που εξέπεμπε προεκλογικά ως αποτέλεσμα της ανικανότητας αξιοποίησης του υψηλού ποσοστού του 2019 και κατόπιν την μη σύνδεση του κόμματος με την κοινωνία.

Ads

Για το πρώτο δεν υπάρχει καμιά διαφωνία. Ίσως θα έπρεπε να διερευνηθεί περισσότερο γιατί υπήρξε αυτή η αντιπαραγωγική συμπεριφορά και γιατί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι σε μια αριστοτεχνικά οργανωμένη επικοινωνιακή πολιτική του αντίπαλου λειτούργησε σαν η σύγκρουση να αφορούσε φοιτητικές εκλογές. Και σε αυτό το σημείο ταιριάζει απολύτως η κριτική ενός πρωτοκλασάτου στελέχους που έγραψε «Η περίοδος της παιδικής χαράς τελειώνει με ένα χαστούκι. Μας έφτυσαν, δεν βρέχει. Το χαστούκι είναι η τελευταία ευκαιρία να σοβαρευτούμε….Η υπόσχεση του Αλέξη Τσίπρα το βράδυ των εκλογών του 2019 για τη μεγάλη προοδευτική παράταξη και μετασχηματισμό του κόμματος, που γέννησε ελπίδα σε χιλιάδες δημοκρατικού κόσμου, ενταφιάστηκε πανηγυρικά σε εσωκομματικές ισορροπίες.»

Για το δεύτερο υπάρχει ένα αποκαλυπτικό παράδειγμα το πως συγκεκριμένα κέντρα υπονόμευσαν την διασύνδεση του ΣΥΡΙΖΑ με ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, μέσα από μια ελιτίστικη, πατερναλιστική και υπεροπτική στάση.

Περιφρονώντας τις ευαισθησίες της κοινωνίας

Ως γνωστόν το 2022 ήταν το επετειακό έτος της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μιας ιστορικής στιγμής που υπήρξε το σημείο μηδέν της συγκρότησης της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, καθώς και η απαρχή εμφάνισης μιας διεκδικητικής Αριστεράς στη μεσοπολεμική Ελλάδα. Το αποτύπωμά της Μικρασιατικής Καταστροφής (με περισσότερα από 800.000 θύματα κατά την περίοδο 1914-1923)  παραμένει έως σήμερα έντονο, παρότι ακόμα αποτελεί ταμπού τόσο για τη Δεξιά -που είναι η πολιτική κληρονόμος των υπαίτιων της Καταστροφής- όσο και της Αριστεράς, που ακόμα φαίνεται να είναι εγκλωβισμένη στα καταστροφικά φιλοκεμαλικά σχήματα και τις δεσμεύσεις που επέβαλε η Κομιντέρν κατά τη δεκαετία του ’20 στο ελλαδικό της παράρτημα.

Ads

Επειδή όμως στη ζωή και στην ιστορία παραλείψεις και αφαιρέσεις δεν μπορούν να μακροημερεύσουν, οι ίδιες οι κοινότητες των προσφύγων μετά τη Μεταπολίτευση, όταν η κοινωνία πέταξε από πάνω της την δεξιά και ακροδεξιά κυριαρχία (1932-1981, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων), επιχείρησε να αποτινάξει και την επιβεβλημένη ιστορική λήθη. Έτσι, εδώ και μια τριακονταετία περίπου εμφανίστηκε ένα δυναμικό Κίνημα Μνήμης, που διεκδικεί την ενσωμάτωση της ιστορίας των προσφυγικών πληθυσμών στη συλλογική μνήμη του σύγχρονου ελληνισμού, μέσα από μια διαφορετική και πληρέστερη ανάγνωση της ιστορικής εμπειρίας.

Εκατοντάδες είναι οι οργανώσεις των προσφύγων σήμερα από Μικρά Ασία και Πόντο, που κατά το επετειακό  έτος του 2022 πραγματοποίησαν εκατοντάδες εκδηλώσεις σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης, σηματοδοτώντας αυτό ακριβώς που η κυβέρνηση της ΝΔ προσπάθησε με κάθε τρόπο να υποβαθμίσει: ότι η προσφυγική μνήμη παραμένει ζωντανή και ενοχλητική και διεκδικεί αυτό που της στέρησε η ελλαδική εξουσία επί επτά ολόκληρες δεκαετίες. ..…

Σε αυτό το πλαίσιο, περί τα 160 μέλη και φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησαν μια παρέμβαση στο Συνέδριο του Απριλίου του 2022 ζητώντας να συμπεριληφθούν κάποιες από τις θέσεις του προσφυγικού Κινήματος Μνήμης στις προγραμματικές δεσμεύσεις.

Η παρέμβαση στο Συνέδριο κατέληγε:

« Η πολιτική προσφυγική Μνήμη κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν το 1922 θα βρεθεί  υπό απαγόρευση. Η πολιτική του ελληνικού κράτους αποσκοπούσε οριστικά στην πλήρη ιδεολογική αφομοίωση των προσφύγων του ’22 και στην απεμπόληση των ιδιαίτερων ιστορικών εμπειριών τους. Η στάση αυτή επιβλήθηκε και στο χώρο της νεοελληνικής ιδεολογίας αλλά και της επίσημης και «ανεπίσημης» ιστοριογραφίας.

Έπρεπε να έρθει η δεκαετία του ΄80, να εμφανιστεί η κοινωνία των πολιτών  ώστε να μπορέσουν οι απόγονοι των προσφύγων να διεκδικήσουν  την ενσωμάτωση και της δικιάς του ιστορικής εμπειρίας στο κοινό αφήγημα. Αυτό το εγχείρημα των ιδεολογικά αποκλεισμένων πληθυσμών από την κυρίαρχη ερμηνεία της ιστορίας προκάλεσε μια γενικευμένη αμηχανία, ακόμα και στην Αριστερά παρότι το Κίνημα της Προσφυγικής Μνήμης προέκυψε από τάσεις της Αριστεράς.

Ακριβώς γι αυτό νομίζουμε ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες ώστε η αντιαπολυταρχική Αριστερά, που ευελπιστούμε να πάρει συγκεκριμένη μορφή με το Συνέδριο, να αποβάλλει κάθε δισταγμό και συντηρητική καθήλωση  και να εκφράσει ανοιχτά και χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη τη συμπαράστασή της στα αιτήματα του προσφυγικού ελληνισμού.

  • Να υιοθετήσει την προσπάθεια για ανακήρυξη ως μνημείων των μαρτυρικών τόπων της προσφυγιάς τους στην Ελλάδα (Μακρόνησος, «Απολυμαντήρια» Αρετσούς, Βίδος-Κέρκυρα κ.ά.).
  • Να υποστηρίξει τη δημιουργία κεντρικών μουσείων για την ιστορική παρουσία τους στις πάλαι ποτέ πατρίδες τους, την τραυματική μεταχείριση που υπέστησαν εκεί από ένα σκληρό εθνικιστικό μιλιταρισμό, καθώς και την απόρριψη και το ρατσισμό που δέχτηκαν να κατά το Μεσοπόλεμο στους χώρους της ελλαδικής τους εγκατάστασης.
  • Να διακηρύξει ότι υιοθετεί ανεπιφύλακτα το συλλογικό αίτημα των προσφυγικών οργανώσεων (ποντιακών και μικρασιατικών) για τη Διεθνή Αναγνώριση της Γενοκτονίας των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων (Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αρμενίων και Ασσυρίων), που πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1914-1923, στο πλαίσιο μιας μιλιταριστικής-εθνικιστικής πολιτικής, η οποία λίγα χρόνια αργότερα θα δώσει (σύμφωνα με τον Stefan Ihrig) την έμπνευση στο ναζισμό για τη συγκεκριμένη «επίλυση» του εθνικού προβλήματος.
  • Να δηλώσει ότι θα αναδείξει με κάθε τρόπο εκείνο το άγνωστο ελληνικό σοβιετικό πείραμα του Μεσοπολέμου και θα αγωνιστεί για τη δικαίωση όσων χάθηκαν κατά την περίοδο των σταλινικών διώξεων του 1937-38.  Και βεβαίως να ξεκαθαρίσει απολύτως την διαφωνία με τις ολοκληρωτικές μορφές που διέστρεψαν τον ουμανιστικό μαρξισμό και οδήγησαν στην γραφειοκρατική κόλαση των γκουλάγκ….»

Η αντιμετώπιση των αιτημάτων αυτών από τους γραφειοκράτες

Το Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δημοσιοποιήθηκε με πολύ μεγάλη καθυστέρηση τον Απρίλιο του 2023.  Το πρόγραμμα σαφώς είχε ενδιαφέρον. Αλλά εκτός από τα παραδοσιακά, τετριμμένα και κλασικά σχήματα, η παρέμβαση αυτή των σχεδόν 160 μελών του ΣΥΡΙΖΑ που προαναφέρθηκε πετάχτηκε κυριολεκτικά στα σκουπίδια. Όσοι έλαβαν μέρος στην πρωτοβουλία αυτή έμειναν πραγματικά έκπληκτοι από τον αμοραλισμό, την κυνικότητα και την ημιμάθεια των υπεύθυνων που συνέταξαν το πρόγραμμα και διαχειρίστηκαν τις προτάσεις που κατατέθηκαν στο Συνέδριο. Η περιφρόνηση των συγκεκριμένων προς τα μέλη και τη βάση είναι δυστυχώς παροιμιώδης και αποκαλυπτική. Ακόμα αναμένεται η απάντηση στην προσωπική ερώτηση σε έναν από αυτούς: «Τώρα πρέπει να τους απαντήσουμε (σ.τ.σ σε όσους υπέγραψαν) γιατί δεν συμπεριλήφθηκαν τα αιτήματα. Οπότε αναγκαστικά θα πρέπει να μας στείλεις το σκεπτικό ώστε να το προωθήσουμε στα μέλη που ενδιαφέρονται.»

Την αβελτηρία της ομάδας που συνέταξε «το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ –Προοδευτική Συμμαχία» την αντιμετώπισε ευτυχώς ικανοποιητικά ο Αλέξης Τσίπρας, ως πρόεδρος του Κόμματος, ο οποίος στην ιστορική προεκλογική του ομιλία στο Μενίδι συμπεριέλαβε όλα αυτά τα αιτήματα ως δεσμεύσεις του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως γράψαμε τότε: «Οι οκτώ δεσμεύσεις του Αλέξη Τσίπρα προς τον ποντιακό ελληνισμό αποτελούν μια πλήρη προσέγγιση των ιστορικών και κοινωνικών ζητημάτων. Με μια έννοια, αποδεικνύει ότι η δικιά μας Αριστερά έχει ξεπεράσει τα ταμπού, τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και τις ιδεοληπτικές καθηλώσεις του παρελθόντος και τολμά να προσεγγίσει τα ζητήματα αυτά εδραιώνοντας μια νέα σχέση ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης με τον ίδιο τον λαό…».

Με την ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας απέδειξε ότι η παρέμβαση των δεκάδων μελών του ΣΥΡΙΖΑ στο 3ο συνέδριο του Απριλίου του 2022 ανταποκρινόταν στις διαδικασίες ωρίμανσης του ηγετικού πυρήνα του κόμματος.

Τα συμπεράσματα λοιπόν από αυτή τη συμπεριφορά της παρέας που της ανατέθηκε η επεξεργασία του Κυβερνητικού Προγράμματος  είναι πολλά. Εκτός από το ότι συνειδητά εμπόδισαν τον ΣΥΡΙΖΑ να γίνει εκφραστής των θέσεων και των προσδοκιών ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, υπονόμευσαν ουσιαστικά και την ίδια την προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ και βεβαίως τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι στη μετά τον Τσίπρα εποχή που βιώνουμε, όποιος ή όποια αναλάβει την διαχείριση της επόμενης μέρας και της ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει πρωτίστως να απαλλαγεί από τα γραφειοκρατικά βαρίδια, να ανοιχθεί περισσότερο προς την κοινωνία και να δείξει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη βάση. Είναι μάλλον μελαγχολικός ο  απολογισμός για το πόσα (δεν) έγιναν σε επίπεδο ξεκαθαρίσματος της φυσιογνωμίας τα τελευταία χρόνια. Σε ένα κείμενο που είχα δημοσιεύσει στην «Αυγή» τον Ιούλιο του 2016, εν όψει του 2ου Συνέδριου του ΣΥΡΙΖΑ, έγραφα τα παρακάτω, που όλα δυστυχώς ισχύουν ως στόχος και σήμερα:

«Βιώνοντας την πραγματικότητα της 20μηνης περίπου διακυβέρνησης του τόπου από την Αριστερά, συνειδητοποιώντας τα προβλήματα που συνάντησε, τις ματαιώσεις που αναγκάστηκε να αποδεχτεί, την προσγείωση εν τέλει σε έναν κόσμο διαφορετικό από το παλιότερο φαντασιακό πρότυπο, συνειδητοποιούμε ότι το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ που έρχεται θα είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Και επιπλέον, θα έχει κομβική σημασία στην ιστορία των προβληματισμών για τη δυνατότητα ύπαρξης μιας κυβερνητικής Αριστεράς.

Η επικαιρότητα του συνεδρίου σχετίζεται με την ανάγκη για αποτίμηση της κυβερνητικής εμπειρίας, με το ξεκαθάρισμα του ιδεολογικού και πολιτικού πεδίου, με την απάντηση στα ερωτήματα για τη σημασία και το περιεχόμενο της Αριστεράς στον 21ο αιώνα και για τα πραγματικά περιθώρια που υπάρχουν στον αληθινό κόσμο των ανθρώπων.

Μέχρι σήμερα, δεν έχει γίνει σε βάθος συζήτηση για το τι σημαίνει Αριστερά σε μια σύγχρονη κοινωνία και το πώς θα μπορούσε να διαχειριστεί πολιτικά συνθήκες κρίσης και οικονομικής κατάρρευσης σ’ έναν ασταθή χώρο που βρίσκεται στο σημείο που τέμνεται η Ανατολική Μεσόγειος και η Εγγύς Ανατολή, όπου ακόμα εκκρεμεί η χάραξη των τελικών συνόρων (Αιγαίο, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη κ.λπ.) και κυριαρχούν εθνικισμοί, αλυτρωτισμοί και φονταμενταλισμοί. Επίσης, ουδέποτε συζητήθηκε το περιεχόμενο που θα μπορούσε να έχει ο μυθικός όρος «επανάσταση» σ’ ένα περιβάλλον ύστερης νεωτερικότητας (ή για κάποιους «μετανεωτερικότητα») και μεταεθνικής πολιτικο-οικονομικής συγκρότησης της Ευρώπης…..»