Η δολοφονία του Άλκη Καμπανού προστίθεται εγκλήματα που δείχνουν ότι η εγκληματικότητα έχει αλλάξει ποιοτικά τα τελευταια χρόνια, ότι αποκτά πιο συλλογικά ή οργανωμένα χαρακτηριστικά ανεξαρτήτως αν μπορούν να υπαχθούν στα κριτήρια του ποινικού κώδικα για τις εγκληματικές οργανώσεις.

Ads

Αυτό αφορά και τα βίαια εγκλήματα και τα άλλα, τα εγκλήματα των «καθώς πρέπει», των επαγγελματιών της οικονομίας και της πολιτικής των στελεχών του κράτους.

Η αντίδραση του κράτους των θεσμών και της κοινωνίας σε όλα αυτά, είναι όπως έχουμε διαπιστώσει σπασμωδική, αποσπασματική, συχνά -ας μου επιτραπεί ο όρος – υστερική και επικεντρώνεται στους εκτελεστές των εγκλημάτων, χωρίς ποτέ να υπεισέρχεται στα αίτια. Περιορίζεται σε «ασκήσεις» για την αυστηροποίηση των ποινών (ακόμα και για θανατική ποινή ακούσαμε από ειδικούς της συμφοράς), επικαλούμενη εξωνομικές συναισθηματικά φορτισμένες αξιολογήσεις ξένες προς το νομικό μας σύστημα. Πολλοί άλλοι επίσης, μεταξύ αυτών και εγκληματολόγοι κάνουν λογοπαίγνια με λογικοφανείς συλλογισμούς που καταλήγουν, να καταδικάζουν κάθε συλλογική κοινωνική αντίδραση σε τέτοια γεγονότα στυγνών βίαιων εγκλημάτων.

Έτσι η καταδίκη των δολοφόνων του Άλκη Καμπανού δεν έρχεται σε μια στιγμή ηρεμίας, όπου ένα τέτοιο έγκλημα αποτελεί εξαίρεση σε μια κοινωνία που κατά τα άλλα είναι ειρηνική.

Ads

Η έκβαση της δίκης πράγματι δεν θα φέρει το αδικοχαμένο παιδί πίσω. Μπορεί όμως να αποτελέσει μια αφορμή περίσκεψης και μίας νέας εκκίνησης στον τομέα της πρόληψης του σοβαρού εγκλήματος -βίαιου και μη- και στον τομέα της ποινικής αντιμετώπισης των δραστών τέτοιων εγκλημάτων: οι (νεαροί σήμερα) δράστες της συγκεκριμένης δολοφονίας θα αποφυλακιστούν μετά από πολλά χρόνια, όταν η ενήλικη ζωή τους θα έχει καταστραφεί πλήρως μέσα στη φυλακή και θα έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο οι δυνατότητες να ενταχθούν σε μια κανονική ζωή, αν στο μεταξύ δεν έχουν εξειδικευθεί στην παρανομία και στην αγριότητα μέσα στις φυλακές. Μας ικανοποιεί αυτό ως κοινωνία; Μπορούμε να υπερηφανευόμαστε;

Στο μεταξύ θα έχουν αποφευχθεί άλλα όμοια εγκλήματα; Διότι το βαθύτερο νόημα της ποινής είναι η πρόληψη δεν είναι η τιμωρία: αυτό έχει λυθεί από τον 19ο αιώνα και θεωρητικά και έχει αποδειχθεί και πρακτικά. Έτσι έρχεται στην κουβέντα μας ένα ζήτημα πολιτικής, με αφορμή και τις νέες τάσεις που εξαγγέλθηκαν από τα αρμόδια υπουργεία δικαιοσύνης και προστασίας του πολίτη.

Συγκεκριμένα, είναι αρκετά χρόνια τώρα που έχει καθιερωθεί από τους πολιτικούς η άκριτη χρήση του όρου «παραβατικότητα»: το ενδιαφέρον είναι ότι κανένας από αυτούς τους αρμόδιους δεν ήταν σχετικός με ζητήματα εγκληματικότητας και αντεγκληματικής πολιτικής και έτσι με τον όρο «παραβατικότητα» ο καθένας εννοεί ότι θέλει στο δημόσιο λόγο, αλλά κυρίως έτσι συγκαλύπτεται το πρόβλημα της εγκληματικότητας της έκτασης και των μεταβολών της. Έτσι ο νέος υπουργός προστασίας του πολίτη ανακοίνωσε, ότι θα επικεντρωθεί στην παραβατικότητα και στη μικρή εγκληματικότητα, γιατί εκεί μάλλον υπάρχει το μεγάλο πρόβλημα της ασφάλειας και της τάξης, που κάνει τους πολίτες να ανησυχούν.

Ενώ ο υπουργός Δικαιοσύνης εκτός από το «ατόπημα» τα στελέχη των τραπεζών, επικεντρώθηκε σε νεοφιλελεύθερες μεταφορές περί δίκαιων ποινών και την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών της Δικαιοσύνης: Δηλαδή, δεν υπάρχει οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, ούτε διαπροσωπική, ούτε ενδοοικογενειακή βία, ούτε βαριά οικονομική εγκληματικότητα.

Έτσι η διάλυση π.χ. της πιάτσας ναρκωτικών στο κέντρο της Αθήνας θα θεωρήσουμε ότι είναι εκδήλωση της παραβατικότητας των εξαρτημένων, ενώ οι χονδρέμποροι της περιοχής θα διατηρήσουν την ασυλία τους, ο έλεγχος των παράνομων αγορών που πλαισιώνουν τον μαζικό τουρισμό (πορνεία, τζόγος, ναρκωτικά, λαθρεμπορία κάθε είδους) θα θεωρήσουμε ότι δεν υπάρχει, τα εγκλήματα σε βάρος των εργαζομένων ανά την Ελλάδα θα εξακολουθούμε να τα θεωρούμε αστικές παραβάσεις. Επίσης, τα συμβόλαια θανάτου, τις υποκλοπές και τις καταχρήσεις της αστυνομίας που δικαστικά έχουν διαπιστωθεί, θα τα θεωρούμε μεμονωμένα περιστατικά, ενώ την ασυλία στα στελέχη των τραπεζών θα την θεωρούμε νόμιμη διάταξη επειδή πράγματι περιβάλλεται από τυπική νομιμότητα και τέλος, τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού θα τη θεωρούμε ως μεμονωμένο περιστατικό, ενώ είναι γνωστά πλήθος όμοιων περιστατικών που ευτυχώς δεν είχαν την ίδια έκβαση.

Η νέα κυβέρνηση δυστυχώς δεν μπορεί πια να κάνει πως δεν βλέπει που πάει το πράγμα με την εγκληματικότητα. Και τούτο επειδή δεν είναι ακριβώς νέα, καθώς είναι συνέχεια της προηγούμενης: έτσι, όπως χρεώνεται την πλήρη αποτυχία στην πανεπιστημιακή αστυνομία (αλήθεια ποιος μίλαγε για ανομία και έκτροπα στα πανεπιστήμια; Και ποιοι τον πίστευαν), έτσι χρεώνεται και την αδυναμία να αντιμετωπίσει τη βαριά εγκληματικότητα και τα σοβαρά εγκλήματα του κράτους.

Η υπόθεση Ινδαρέ, οι καταδίκες των αστυνομικών για τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης, η υπόθεση του κυκλώματος μαστροπείας στον Κολωνό και των βιασμών της 12χρονης, η υπόθεση με την Κιβωτό του Κόσμου, η υπόθεση των εγκληματικών οργανώσεων και της συνεργασίας τους με αξιωματικούς της αστυνομίας (Greek Mafia), οι βιασμοί γυναικών εκτός οικογενειακού περιβάλλοντος (με κορυφαίο γεγονός την υπόθεση Τοπαλούδη), οι δολοφονίες και οι ξυλοδαρμοί εργατών, εκδιδόμενων προσώπων, ανθρώπων με διαφορετικούς σεξουαλικούς προσανατολισμούς, τα κυκλώματα λαθρεμπορίας και οι πληρωμένες δολοφονίες, οι μεγάλες υποθέσεις όπως οι υποκλοπές, το έγκλημα των Τεμπών, τη δράση του τέως βουλευτή Πάτση και άλλες ανάλογες υποθέσεις, όπως και το ναυάγιο της Πύλου, όλα αυτά είναι εγκλήματα με την τυπική έννοια του όρου.

Ποια παραβατικότητα λοιπόν σχεδιάζει να ελέγξει η κυβέρνηση, για ποια δικαιοσύνη μιλάει και τι εννοεί; Μπορεί να αντιμετωπίσει το έγκλημα στα σοβαρά ή θα συνεχίσει το δρόμο της κοινωνικής διάλυσης και της διασποράς φόβου για το έγκλημα και του ποινικού λαϊκισμού μέσω του οποίου κυβερνά ήδη εδώ και χρόνια;

*Η Σοφία Βιδάλη είναι Καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο