Μέρος από τον μονόλογο ενός οικονομικού εγκληματία που πίστευε ότι δεν μπορούσαν να τον πιάσουν, ότι δεν ήταν δυνατόν ν’ ανακαλύψουν τα ίχνη του και ότι ποτέ του δεν θα βρισκόταν στη φυλακή στερούμενος την ελευθερία του και χάνοντας προνόμια, δόξα και χρήμα. Ο μονόλογος ενός ανθρώπου που δεν καταδικάστηκε για τις ιδέες και τις πεποιθήσεις του, αλλά ούτε για την κοινή παραβατική του συμπεριφορά και τον παράνομο τρόπο ζωής.

Ads

Το κρεβάτι είναι σκληρό, το στρώμα σκοροφαγωμένο και τα σίδερα που το στηρίζουν σκουριασμένα. Δεν έχει ελαστικότητα και μου πήρε χρόνο να το συνηθίσω. Δεν έχω άλλη επιλογή. Στο κελί συνηθίζεις ό,τι βρίσκεις και όσα σου δίνουν. Δεν υπάρχουν εναλλακτικές. Το κελί είναι χώρος ζωής και όριο κίνησης. Πέντε βήματα πάνω κι άλλα τόσα κάτω. Ζω σ’ ένα ασφαλές περιβάλλον. Περιβάλλομαι από μια αδιάφορη καθημερινότητα. Το κελί είναι ο χώρος που εμποδίζει τις επιθυμίες να πραγματοποιηθούν. Το μυαλό ταξιδεύει, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα να πραγματώσει τα θέλω του.

Το κρεβάτι κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στο χώρο. Ξαπλώνω και κοιτάζω το ταβάνι. Την οροφή του κελιού. Μου υπενθυμίζει ότι δεν έχω τρόπο διαφυγής. Όταν κείτομαι ανάσκελα, το βλέμμα μου καρφώνεται εκεί. Κρυώνω και κουλουριάζομαι. Μαζεύω τα πόδια σε εμβρυική στάση και καλύπτω το κεφάλι με το σκέπασμα για να μη βλέπω. Σφαλίζω τα μάτια ώσπου να πονάνε, σφίγγω τα δόντια και τις παλάμες γροθιές. Είμαι έτοιμος να πυγμαχήσω με το άγνωστο. Το σκοτεινό, το ερεβώδες.

Δεν υπάρχει κανείς να του μιλήσω, ούτε να μ’ απειλήσει. Είμαι μόνος. Το απόλυτο μαύρο είναι τρομακτικό. Αδυνατώ να το συνηθίσω. Είναι ατέλειωτα τα λεπτά που χρειάζονται μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Αυτά τα λίγα λεπτά -δεν έχω τη δυνατότητα να τα μετρήσω- είναι που μου προκαλούν άγχος. Φαντάζουν σαν ένας ατελείωτος χρόνος μαρτυρίου. Λες και η τιμωρία μου κορυφώνεται τη στιγμή λίγο πριν κοιμηθώ.

Ads

Δεν φοβάμαι για τη ζωή μου. Τέτοιο φόβο δεν μπορώ να τον αισθανθώ. Είμαι υπό προστασία, ζω εγκλωβισμένος. Λένε ότι είμαστε σ’ έναν εγκλεισμό. Εγώ όμως τον πρώτο βιώνω, τον εγκλωβισμό. Δεν είμαι ελεύθερος. Μπορεί ο Γκάντι να είπε ότι ο ελεύθερος άνθρωπος, παραμένει ελεύθερος ακόμα και μέσα στη κελί του, αλλά εγώ δεν είμαι τέτοιος. Δεν είμαι φυλακισμένος για λόγους πολιτικής, ιδεολογίας ή θρησκείας.

Ο εγκλωβισμός μου δεν εξαρτάται από τους τέσσερεις τοίχους που με κρατούν μέσα, αλλά είναι η αδυναμία να σκέφτομαι, να ονειρεύομαι. Αδυνατώ να φτιάχνω εικόνες για το μέλλον. Λες και βρίσκομαι σε μια μεσαιωνική πόλη, όπου ολόγυρά της υπάρχουν ψηλά τείχη• απόρθητα και συγκλονιστικά. Ξέρω ότι αν προσπαθήσω να βγω έξω απ’ αυτά, θα συναντήσω εχθρούς. Ακόμα κι αυτή η επιθυμία μου, είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί, καθώς η έξοδος είναι μόνο μία. Τεράστια, σιδερόφρακτη και διαρκώς φυλασσόμενη. Έξω από τα τείχη έχει αγνώστους ανθρώπους. Έχει ληστές, φονιάδες και μάγισσες. Θα με κυνηγήσουν άγρια θηρία, θα βιώσω πείνα και δίψα σ’ ένα αφιλόξενο περιβάλλον. Κι όλα γίνονται περισσότερο τρομακτικά και φρικώδη, όταν πέφτει το σκοτάδι.

Αν παραμείνω στην πόλη, τότε έχω ν’ αντιμετωπίσω τη βαρβαρότητα και την κτηνωδία της εξουσίας. Ζω με τις αρρώστιες και τη βρώμα, τους εκδικητικούς γείτονες και την απουσία της ατομικότητας. Τα σαπισμένα κρέατα, τα μουχλιασμένα φρούτα και το ακάθαρτο νερό. Με αυτά επιβιώνω. Με κρατούν φοβισμένο όσο παραμένω εδώ μέσα. Ο Lucien Febvre είχε πει, peur toujours, peur partout. Αυτό είναι… πάντα ο φόβος, παντού ο φόβος. Φοβάμαι γι’ αυτά που είναι να ’ρθουν, αλλά και κείνα που πέρασαν και δεν μ’ αφήνουν. Φοβάμαι το τέλος αυτού που πέρασε και μ’ έφερε στο τώρα. Κι αυτό, με τη σειρά του θα τελειώσει. Όπως όλα.

Δεν ήμουν έτοιμος. Δεν περίμενα ότι θα ’ρχόταν αυτή η στιγμή. Δεν ήξερα πότε ήταν η κατάλληλη στιγμή ν’ αποχωρήσω. Παρέμενα στυλωμένος στο τότε. Νόμιζα ότι δεν υπάρχει τίποτα που να με τρομάζει. Κοιτούσα το είδωλό μου κι ένιωθα ότι έχω φτάσει στην κορυφή. Δεν φοβόμουν.

Τώρα όμως; Τώρα πια φοβάμαι. Φοβάμαι συνέχεια. Φοβάμαι το τώρα, το αύριο, τα πάντα. Αν και ζω σ’ ένα μέρος που δεν υπάρχει τίποτα που με τρομάξει. Ο φόβος που νιώθω είναι απρόσωπος. Δεν έχει όνομα, δεν έχει χαρακτηριστικά, δεν μπορώ να τον δικαιολογήσω. Αυτή η αδυναμία που έχω, είναι που μου προκαλεί μεγαλύτερο φόβο.

Μα πάνω από όλα, φοβάμαι όταν ακούγεται ο διαπεραστικός ήχος του κουδουνιού και τα φώτα σβήνουν. Τότε, με το σκοτάδι όλα γίνονται μαύρα, παίρνουν σκοτεινή όψη κι εγώ κουκουλώνομαι. Χειμώνα, καλοκαίρι. Χώνω το κεφάλι μέσα στα σκεπάσματα και κλείνω τα μάτια. Τα σφραγίζω, μέχρι να πονέσω από την πίεση. Έτσι, με πιάνει ύπνος. Πιεσμένο και καλυμμένο.

Αυτό το συναίσθημα δεν μ’ αφήνει. Δεν πάει να ξεκουραστεί, να με παρατήσει ήσυχο τα βράδια. Έρχεται στον ύπνο μου. Το καταλαβαίνω καθώς περνάει μέσα από το κάλυμμα. Πιέζει ν’ ανοίξουν τα βλέφαρα και γλιστράει στα μάτια μου. Τότε μ’ επισκέπτεται ο εφιάλτης. Πάντοτε ο ίδιος και με την ίδια ένταση.

Αυτό επαναλαμβανόμενα συμβαίνει. Γι’ αυτό τον ξέρω με κάθε λεπτομέρεια. Είναι τόσα πολλά τα βράδια, που δεν θυμάμαι πότε ξεκίνησε. Ο εφιάλτης έγινε συνήθεια και οι αντιδράσεις μου αναμενόμενες. Όταν έρχεται, γνωρίζω που θα σταματήσει και τι θα κάνω. Η αλληλουχία των εφιαλτικών εικόνων δεν αλλάζει. Παραμένει σταθερή και τρομερή.

Έτσι συμβαίνει στη φυλακή. Τα πάντα είναι αναμενόμενα και προβλέψιμα. Το τυχαίο δεν έχει θέση.

* Ο Γιάννης Μάρκοβιτς κατέχει διδακτορικό δίπλωμα στο μάνατζμεντ (Aston Business School, Βρετανία) και είναι οικονομικός επιθεωρητής στο Υπουργείο Οικονομικών.