Πριν από λίγες μέρες, σε δικαστήριο του Λονδίνου εξετάστηκε μια έφεση: δημοσιογράφου της ιταλικής εφημερίδας Λα Ρεπούμπλικα, με αίτημα να αποκτήσει πλήρη πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που αφορούν την υπόθεση του Τζούλιαν Ασάνζ. Την ίδια στιγμή, ο συνιδρυτής των wikileaks παραμένει έγκλειστος στις φυλακές υψίστης ασφαλείας Μπελμάρς, περιμένοντας τη δίκη που θα κρίνει αν θα εκδοθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο ΟΗΕ έχει εκφράσει πολλές φορές την ανησυχία και τις αντιρρήσεις του για την πορεία των πραγμάτων. Και γεννιέται το ερώτημα: αν αυτή είναι η εξέλιξη στην υπόθεση ενός από τους πιο προβεβλημένους «εκδότες-μάρτυρες δημόσιους συμφέροντος» στον κόσμο, τι είδους κατάσταση διαμορφώνεται πλέον;

Ads

«Από το 2015, οι βρετανικές αρχές μας αρνούνται την πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα για την υπόθεση Ασάνζ», έγραψε πρόσφατα στη Ρεπούμπλικα η δημοσιογράφος Στεφανία Μαουρίτσι. Η εφημερίδα έχει καταφέρει – μετά από αγωγή – να αποκτήσει πρόσβαση μόλις σε 519 από τις χιλιάδες σελίδες που περιλαμβάνει ο φάκελος. Η προσπάθεια της δημοσιογράφου για πλήρη πρόσβαση γίνεται με βάση τη βρετανική νομοθεσία για την Ελευθερία του Τύπου. Τι θέλει να ερευνήσει; Όλη την επικοινωνία μεταξύ των κυβερνήσεων Ηνωμένων Πολιτειών και Βρετανίας από το 2010 ως το 2015, γύρω από το ενδεχόμενο της έκδοσης του Ασάνζ. Το 2017 είχε απορριφθεί ανάλογο αίτημα για την επικοινωνία Σουηδίας-Βρετανίας, με το δικαστήριο να λέει ότι παρότι η διαδικασία έκδοσης κατέρρευσε, το συμφέρον των βρετανικών αρχών να προστατεύσουν την εμπιστευτικότητά της υπερέχει του δημόσιου συμφέροντος να γνωρίζει.

Να γνωρίζει το κοινό; Ή «καλό είναι να μην τα γνωρίζει όλα»; Πόσα και ποια; Να καλείται να κρίνει έχοντας μπροστά του όλες τις πληροφορίες, ή να «προστατεύεται επειδή δε μπορεί να τις διαχειριστεί»; Ποιος είναι ο πυλωρός – αυτός, δηλαδή, που «κρατά τη θύρα» ανοιχτή ή κλειστή; Είναι οι κυβερνήσεις; Είναι τα δικαστήρια; Είναι οι δημοσιογράφοι;

Ένα άρθρο γνώμης

Ο Νιλς Μέλτζερ είναι ο ειδικός εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για τα βασανιστήρια. Έχει τον υψηλότερο θεσμικό ρόλο στο ζήτημα, στον πιο γνωστό και αποδεκτό διεθνή οργανισμό. Στις 26 Ιουνίου, Παγκόσμια Μέρα Υποστήριξης των Θυμάτων Βασανιστηρίων, έγραψε ένα άρθρο γνώμης με τίτλο «Αποκαλύπτοντας τον Βασανισμό του Τζούλιαν Ασάνζ». Θέλησε με αυτό τον τρόπο να γνωστοποιήσει την άποψή του για την υπόθεση. Αφού απευθύνθηκε σε μέσα ενημέρωσης του αγγλοσαξονικού κόσμου, τελικά δημοσίευσε το άρθρο στη διαδικτυακή πλατφόρμα – μπλογκ medium.

Ads

«Ξέρω, ίσως νομίσετε ότι έχω παραπλανηθεί. Πώς γίνεται ποτέ η ζωή σε μια Πρεσβεία με μια γάτα και ένα σκέιτμπορντ να ισοδυναμεί με βασανιστήριο; Το ίδιο ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ, όταν ο Ασάνζ κατέθεσε πρώτη φορά αίτημα στο γραφείο μου για προστασία. Όπως το μεγαλύτερο μέρος του κοινού, είχα και εγώ υποσυνείδητα δηλητηριαστεί από την ανελέητη εκστρατεία σπίλωσης που εξαπολυόταν στη διάρκεια των χρόνων. Οπότε χρειάστηκε ένα δεύτερο χτύπημα στην πόρτα μου για να κερδίσει τη διστακτική προσοχή μου. Αλλά από τη στιγμή που ερεύνησα τα δεδομένα της υπόθεσής του, αυτά που ανακάλυψα με γέμισαν αποτροπιασμό και αμφιβολία.»  Έτσι ξεκινά το άρθρο του ειδικού εισηγητή του ΟΗΕ.

Στη συνέχεια, παραθέτει και αναλύει μία προς μία τις κατηγορίες εναντίον του Ασάνζ: από την κατηγορία για βιασμό και την κατηγορία ότι είναι χάκερ, μέχρι την κατηγορία ότι είναι ρώσος κατάσκοπος, ότι έχει αναμιχθεί στις εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι από αμέλεια προκάλεσε θανάτους ανθρώπων, και ότι είναι ένας εγωπαθής ναρκισσιστής.

«Στο τέλος, αντιλήφθηκα ότι είχα τυφλωθεί από την προπαγάνδα, και ότι ο Ασάνζ είχε συστηματικά συκοφαντηθεί για να εκτραπεί η προσοχή από τα εγκλήματα που αποκάλυψε. Από τη στιγμή που από – ανθρωποποιήθηκε μέσω της απομόνωσης, του ευτελισμού και της ατίμωσης, όπως οι μάγισσες που καίγαμε στην πυρά, ήταν εύκολο να του αποστερηθούν τα πιο βασικά δικαιώματά του χωρίς να προκληθεί δημόσια κατακραυγή παγκοσμίως. Και επιπλέον, ένα νομικό προηγούμενο κατασκευάζεται, μέσα από την πίσω πόρτα της δικής μας ανοχής, που στο μέλλον μπορεί και θα εφαρμοστεί εξίσου καλά σε αποκαλύψεις από τον Guardian, τους New York Times και το ABC». 

Ο Νιλς Μέλτζερ είχε μιλήσει για ψυχικό βασανισμό του Ασάνζ και στο τέλος Μαΐου, όταν τον είχε επισκεφθεί στη φυλακή, μαζί  με δύο ειδικούς που επί δεκαετίες εξετάζουν θύματα βασανισμού. Στις 31 Μαΐου δημοσιοποίησε το πόρισμά του. «Τα στοιχεία είναι συντριπτικά και ξεκάθαρα. Ο κ. Ασάνζ έχει εσκεμμένα εκτεθεί, για μια περίοδο πολλών χρόνων, σε προοδευτικά σοβαρές μορφές βάναυσης, απάνθρωπης ή υποτιμητικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, των οποίων οι αθροιστικές συνέπειες μπορούν να περιγραφούν μόνο ως ψυχολογικός βασανισμός». Αυτή η έκθεση δημοσιεύτηκε στα μέσα ενημέρωσης. «Για να είμαι δίκαιος, δεν αγνόησαν τα αρχικά ευρήματά μου στις 31 Μαΐου».

Γιατί τότε δε δημοσιεύτηκε το άρθρο γνώμης του στις 26 Ιουνίου; Θα μπορούσε, ίσως, κάποιος να πει ότι αναφερόταν σε νομικά ζητήματα που δεν έχουν ακόμα ξεκαθαριστεί, όπως οι σεξουαλικές κατηγορίες εναντίον του Ασάνζ. Όμως, δε δημοσιεύτηκαν ούτε αποσπάσματα του άρθρου. Η ερώτηση τού έγινε αργότερα και στη διάρκεια συνέντευξής του στο ρωσικό δίκτυο RT. «Ο Τύπος, νομίζω, ενδιαφερόταν για τα ευρήματά μου όσο απλώς ασκούσα κριτική στις κυβερνήσεις. Προφανώς στην περίπτωση του Τζούλιαν Ασάνζ τα συστημικά μέσα ενημέρωσης έχουν παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στη δημόσια καμπάνια επίθεσης που τον έχει διαβάλλει για σχεδόν μια δεκαετία. Προφανώς, όταν το άρθρο μου μιλά για την ευθύνη των μέσων ενημέρωσης και για το ότι είναι μέρος αυτού που θα περιέγραφα ως ‘κυνήγι μαγισσών’, πιθανά γι’ αυτό είναι απρόθυμα να το δημοσιεύσουν». 

Ο ρόλος κυβερνήσεων

Ο Ασάνζ παρέμεινε επί σχεδόν επτά χρόνια σε ένα δωμάτιο στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο, όπου είχε καταφύγει ζητώντας άσυλο, φοβούμενος ότι αν εκδοθεί στη Σουηδία για κατηγορίες βιασμού που αντιμετώπιζε εκεί, θα εκδιδόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και εκεί, φοβόταν ότι θα του ασκούνταν -όπως τελικά συνέβη αμέσως μετά τη σύλληψή του τον Απρίλιο- κατηγορίες για τα χιλιάδες έγγραφα που δημοσιοποίησε με απόρρητες πληροφορίες, μεταξύ άλλων, από τους αμερικανικούς πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.

«Στα 20 χρόνια δουλειάς με θύματα πολέμου, βίας και πολιτικών διώξεων, δεν έχω δει ποτέ μια ομάδα δημοκρατικών Κρατών να συστήνουν συμμαχία για να απομονώσουν, δαιμονοποιήσουν και κακοποιήσουν εσκεμμένα ένα μεμονωμένο άτομο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και με τόσο λίγο ενδιαφέρον για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τον νόμο. Η συλλογική καταδίωξη του Τζούλιαν Ασάνζ πρέπει να τελειώσει εδώ και τώρα», έγραφε ο Μέλτζερ μετά την επίσκεψή του στις φυλακές.

Οι παρατηρήσεις εκείνες προκάλεσαν την αντίδραση του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Χαντ, που έγραψε στο τουίτερ, «ο Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ θα έπρεπε να αφήσει τα Βρετανικά δικαστήρια να κρίνουν χωρίς την ανάμιξή του ή τους εμπρηστικούς ισχυρισμούς του». Η απάντηση του Νιλς Μέλτζερ είναι ότι είχε ζητήσει την άδεια του Βρετανού υπουργού για να επισκεφθεί τον Ασάνζ για να εκτιμήσει το ενδεχόμενο βασανισμού, «οπότε ήξερε ακριβώς τι πηγαίνω να κάνω. Και προφανώς, όταν δεν τους άρεσε το αποτέλεσμα των ερευνών μου, τώρα ξαφνικά, αυτό αποκαλείται ‘ανάμιξη στη νομική διαδικασία’». Ο εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών μίλησε στο RT και για τη γενική εικόνα. «Οι Σουηδοί τώρα αποφάσισαν ότι δε χρειάζονται την έκδοσή του -τώρα, δέκα χρόνια μετά- και ότι μπορούν να τον ανακρίνουν εξίσου καλά στο Λονδίνο -κάτι που ο Ασάνζ έχει προσφερθεί να γίνει εδώ και δέκα χρόνια. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες προφανώς περιμένουν, και έχουν δημοσιοποιήσει το δικό τους κατηγορητήριο με 18 κατηγορίες -και είναι πολύ σημαντικό ότι 17 από αυτές τις 18 κατηγορίες έχουν να κάνουν με αυτό που κάνουν ερευνητές δημοσιογράφοι στον κόσμο κάθε μέρα, να αποκτούν και να δημοσιοποιούν πληροφορίες». 

Η «ελευθερία του Τύπου»

Τη μέρα που στις Ηνωμένες Πολιτείες ανακοινώθηκε το κατηγορητήριο εναντίον του Ασάνζ, ο επικεφαλής της Αμερικανικής Ένωσης για τις Πολιτικές Ελευθερίες Μπεν Γουίζνερ έγραφε, «εγκαθιδρύει ένα επικίνδυνο προηγούμενο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί  για να στοχοποιήσει όλους τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς οι οποίοι βάζουν την κυβέρνηση να λογοδοτήσει δημοσιοποιώντας τα μυστικά της. Και είναι εξίσου επικίνδυνο για Αμερικανούς δημοσιογράφους που αποκαλύπτουν τα μυστικά άλλων εθνών. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να διώξουν ποινικά έναν ξένο εκδότη για παραβίαση των δικών μας νόμων περί απόρρητου, δεν υπάρχει τίποτα που θα εμποδίσει την Κίνα ή τη Ρωσία να κάνουν το ίδιο».

Και ένας άλλος «μάρτυρας δημόσιου συμφέροντος», ο Έντουαρντ Σνόουντεν ο οποίος έχει διαφύγει από τις Ηνωμένες Πολιτείες, έγραφε στο τουίτερ, «Δεν πρόκειται πια για τον Τζούλιαν Ασάνζ: Αυτή η υπόθεση θα καθορίσει το μέλλον των μέσων ενημέρωσης».

Λίγες μόλις μέρες μετά, προκαλούσε θύελλα αντιδράσεων η έφοδος της αυστραλιανής αστυνομίας στην έδρα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης της χώρας στο Σίδνεϊ. Αξιωματούχοι έφτασαν στο ABC με εντάλματα έρευνας. Δημοσιογράφος του δικτύου που μετέδιδε ζωντανά μέσω τουίτερ την έφοδο είπε ότι η αστυνομία έψαξε ένα-ένα  πάνω από 9.000 έγγραφα στα συστήματα του δικτύου, μεταξύ των οποίων «χιλιάδες εσωτερικά μέιλ», σύμφωνα με το βρετανικό δίκτυο BBC. Η αστυνομία, κατά το ABC, έψαχνε, μεταξύ άλλων, δακτυλικά αποτυπώματα ενός ερευνητή δημοσιογράφου για να αποδειχθεί αν είχε παράνομα αποκτήσει υποκλαπέν υλικό και στρατιωτικές πληροφορίες. Σύμφωνα με το δίκτυο, η έρευνα σχετιζόταν με ερευνητική σειρά του 2017 για τη δράση των Αυστραλιανών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, με βάση «εκατοντάδες σελίδες μυστικών αμυντικών εγγράφων τα οποία διέρρευσαν στο ABC». Την αμέσως επόμενη μέρα, έφοδος γινόταν και στο σπίτι και το ηλεκτρονικό υλικό δημοσιογράφου για ρεπορτάζ του 2018 σε σχέση με κυβερνητικό σχέδιο για παρακολούθηση των Αυστραλών πολιτών. Και ταυτόχρονα, δημοσιογράφος ραδιοφωνικού σταθμού έλεγε ότι ερευνάται για πληροφορίες του για βάρκες που μετέφεραν αιτούντες άσυλο προς την Αυστραλία. «Ποτέ δεν έχω δει τέτοια βάρβαρη επίθεση στα μέσα ενημέρωσης», έγραψε ένας εκδότης, ενώ πολλοί αναρωτούνταν για τη χρονική συγκυρία και για το ποιος είναι ο στόχος: οι δημοσιογράφοι ή οι «μάρτυρες δημόσιου συμφέροντος» – και θα πρόσθετε κάποιος, «ή και οι δύο»;

Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, προκαλούσε κατακραυγή, όπως έγραφε το γαλλικό δίκτυο france24, η κλήτευση για ανάκριση οκτώ δημοσιογράφων από τις γαλλικές Υπηρεσίες Πληροφοριών. Ανάμεσά τους, ένας δημοσιογράφος της εφημερίδας Le Monde και ο πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου, σύμφωνα με το έντυπο. Αιτία, δημοσίευμα για ξυλοδαρμό διαδηλωτή την Πρωτομαγιά του 2018 από άτομο της φρουράς του προέδρου Μακρόν -υπόθεση που πήρε διαστάσεις στη Γαλλία. Ενώ, τρεις δημοσιογράφοι ερευνητικής ιστοσελίδας έπαιρναν κλήση για ανάκριση από τη γαλλική Υπηρεσία Πληροφοριών, για τη διαρροή μιας απόρρητης αναφοράς που αποκάλυπτε τη χρήση γαλλικών όπλων στον πόλεμο της Υεμένης, όπως έγραφε αναφορά της οργάνωσης «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα». «Η οργάνωση θεωρεί ότι οι πληροφορίες είναι δημόσιου συμφέροντος, και ότι η απειλή δίωξης για τη δημοσίευσή τους θα αποτελούσε η ίδια σοβαρή παραβίαση του δικαιώματος του κοινού να είναι ενημερωμένο.» Και η Εθνική Ένωση Δημοσιογράφων ρωτούσε, «θα αρχίσουν οι Υπηρεσίες Πληροφοριών να κλητεύουν όλους τους δημοσιογράφους που αποκαλύπτουν πληροφορίες οι οποίες δεν αρέσουν σε αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία;»

«Αν αυτά συμβαίνουν στην Αυστραλία, τη Γαλλία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες -που θεωρούν τους εαυτούς τους προπύργια της δημοκρατίας και της ελευθερίας του Τύπου- άλλες κυβερνήσεις θα ενθαρρυνθούν να κάνουν ακόμα χειρότερα, και δημοσιογράφοι σε κάθε γωνιά του κόσμου θα αντιμετωπίζουν τις συνέπειες», προειδοποιούσε το Ίδρυμα για την Ελευθερία του Τύπου.

Επειδή, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των διώξεων των δημοσιογράφων, το μήνυμα έχει ήδη σταλεί: «μην ερευνάτε τέτοιου είδους ζητήματα». «Υπάρχουν και χειρότερα από αυτά που συμβαίνουν στους δημοσιογράφους», μπορεί να σκεφτεί κανείς, την ώρα που – για εξηγήσιμους  λόγους – η εμπιστοσύνη του κοινού στα μέσα ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο κατρακυλά. Όμως, παντού υπάρχουν και δημοσιογράφοι που ερευνούν και δημοσιεύουν, μακριά από – και κόντρα σε – κυβερνήσεις, υπουργεία Άμυνας, Υπηρεσίες Πληροφοριών και κάθε είδους εξουσία, για όφελος της κοινωνίας, ρισκάροντας, από την «καριέρα», την προαγωγή και τη θέση εργασίας τους, μέχρι την υλική τους επιβίωση, ακόμα και την ίδια τη ζωή τους. Και, εν τέλει, το ζήτημα δεν είναι οι δημοσιογράφοι, αλλά η δημοσίευση. Το δικαίωμα να γνωρίζουν οι κοινωνίες την αλήθεια και να αποφασίζουν οι ίδιες, ωριμάζοντας μέσα από τη γνώση, πώς θα τη διαχειριστούν. Η αποτροπή του ενδεχόμενου να απλωθεί από πάνω τους ένα «πέπλο σιωπής».

Η υπόθεση του Τζούλιαν Ασάνζ, που ζει επί χρόνια από εγκλεισμό σε εγκλεισμό, με πιθανό το ενδεχόμενο ο εγκλεισμός να κρατήσει για πάντα αν εκδοθεί και καταδικαστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, για τη δημοσιοποίηση απόρρητων πληροφοριών, δεν έχει προκαλέσει την κινητοποίηση που ίσως πολλοί θα περίμεναν. Γιατί; Ίσως η διογκούμενη αδιαφορία, συχνά και απέχθεια, για τα μέσα ενημέρωσης – άρα, και τους ανθρώπους τους – μπορεί να «καταπίνει» ακόμα και κάποιον που κινήθηκε με έναν τρόπο ενάντια στο σύστημα. Ή, μπορεί τα όσα έχουν ειπωθεί για τον Ασάνζ, όσο και αν πολλά από αυτά αντικρούονται πλέον ακόμα και από θεσμικούς παράγοντες όπως ένας αξιωματούχος του ΟΗΕ, να έχουν «κάνει τη δουλειά τους». Ή μπορεί από κάποιους να εγείρεται η αντίρρηση ότι δεν πολιτικοποίησε ο ίδιος την υπόθεσή του, κινητοποιώντας έτσι κόσμο. Ή, ακόμα, να  εγείρεται το ερώτημα, «τι παραπάνω έχει ο Ασάνζ» από άλλους, άγνωστους στο ευρύ κοινό, ανθρώπους που βρίσκονται έγκλειστοι σε φυλακές επειδή πήγαν «κόντρα στο σύστημα».

Ίσως μια απάντηση βρίσκεται στον επίλογο του άρθρου του εμπειρογνώμονα για τα βασανιστήρια Νιλς Μέλτζερ, που έψαχνε κι αυτό τον τρόπο να βγει στο φως. «Ίσως πείτε, γιατί να ξοδέψουμε τόση ενέργεια για τον Ασάνζ, όταν αναρίθμητοι άλλοι βασανίζονται σε ολόκληρο τον κόσμο; Επειδή αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το να προστατεύσουμε τον Ασάνζ, αλλά με το να αποτρέψουμε ένα προηγούμενο που πιθανά θα σφραγίσει τη μοίρα της Δυτικής δημοκρατίας. Εάν μία φορά το να πεις την αλήθεια γίνει έγκλημα, την ώρα που οι ισχυροί απολαμβάνουν ατιμωρησία, θα είναι πολύ αργά να διορθωθεί η πορεία. Θα έχουμε παραδώσει τη φωνή μας στη λογοκρισία και την τύχη μας στην αχαλίνωτη τυραννία».