Ο χρόνος

Ads

Η ημέρα των αναπήρων (33η επέτειος από την ανακήρυξη της στον ΟΗΕ) χθες επισκίασε πλήρως την 79η επέτειο των Δεκεμβριανών και των νεκρών της ΕΠΟΝ.

Σήμερα, κατά την πρώτη Δευτέρα του Δεκέμβρη του σωτηρίου έτους 2023, ιδρύεται η πολιτική κίνηση των δεκεμβριστών και στο Α’ Νεκροταφείο κηδεύεται ο Βασίλης Βασιλικός της Θάσου.

Παρόν παρελθόν και μέλλον διαπλέκονται άρρηκτα σε ανθρώπους και θεσμούς. Ακριβώς γι’ αυτό στο παρελθόν δεν ταιριάζει να είναι νοσταλγία, ωραιοποίηση κι ο … νεκρός δεδικαίωται. Όποιος ξεχνά το παρελθόν, θέτει σε διακύβευση το παρόν κι υπονομεύει το μέλλον.

Ads

Το φετίχ της εξέλιξης όπου όλοι ομνύουν, έτσι κι αλλιώς θα έρθει ωστόσο δεν αποκλείεται να φέρει και τα χειρότερα.

ο απόηχος …

Πριν 60 χρόνια μια ιστορία σαν παρτίδα σκάκι με λευκούς και μαύρους παίχτηκε Ερμού και Βενιζέλου γωνία, με ένα τρίκυκλο να εφορμά από την Σπανδωνή.

Έπεσε ο βασιλιάς των λευκών, ο πενηντάρης Λαμπράκης βάσει σχεδίου που διεύθυναν οι 50άρηδες των μαύρων (Μήτσου, Καμουτσής, Καπελώνης, Γιοσμάς). Όλες όμως οι επεισοδιακές κινήσεις κομματιών και πιονιών (αυτουργών) εκτελέστηκαν από 30ρηδες και το δικό τους έπος τραγούδησε ο συνομήλικος τους και Μέγας απερχόμενος της σήμερον, στο «Ζ».

Ο τίγρης-Μανώλης Χατζηαποστόλου από τον Εύοσμο ήταν 34 όπως κι  ο ανακριτής Χρ Σαρτζετάκης απο την Νεάπολη Θεσσαλονίκης. Ο Σωτηρχόπουλος, ο συντηρητικός  επιπλοποιός που κατήγγειλε τον Γκοτζαμάνη ότι το προσχεδίαζε και γι’ αυτό του ανοίξανε το κεφάλι, ήταν 32. Σε παρόμοιες ηλικίες ήταν ο Χαράλαμπος Ασπιώτης: ο τροχονόμος της γωνίας Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ που συνέλαβε τους δυο δολοφόνους κι οι τρεις δημοσιογράφοι των αποκαλύψεων: 27 ετών ο θεσσαλονικιός Γιώργος Μπέρτσος (ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ), 29 ο Γιώργος Ρωμαίος ο μετέπειτα υπουργός και μόνο ο Γιάννης Βούλτεψης είχε πατήσει τα 40 όπως εξάλλου κι ο Νίκος Αθανασόπουλος (εισαγγελέας), ο μόνος υπουργός του ΠΑΣΟΚ που στο βρώμικο 1989 μπήκε για 20 μήνες φυλακή. Με άλλες ευκαιρίες είχαν πάντως φυλακιστεί νωρίτερα οι Σαρτζετάκης, Μπέρτσος, Ρωμαίος κ.ά. Συνολικά μείναν πολύ περισσότερο φυλακή οι καλοί παρά οι κακοί. Ήταν ανδρείοι και πολλούς παρέλειψα.

Αλλά κι οι  κακοί (αυτουργοί) ήταν στην ίδια ηλικία. Ο Γκοτζαμάνης Σπύρος ήταν ένας 35άρης μεταφορέας από την Θεσσαλονίκη, το ίδιο κι ο Εμμαν Εμμανουηλίδης ο επιβαίνων στο τρίκυκλο με το γκλόμπ, ο Χρήστος Φωκάς θηριώδης λιμενεργάτης μέλος συμμορίας του λιμανιού (Βαρώνος ή θηριόσαυρος στο Ζ), ο Αντώνιος Πιτσώκος (πάγκος στην λαχαναγορά Μοδιάνο) ο τραμπούκος που ξαναχτυπά τον βουλευτή Καβάλας Τσαρουχά σταματώντας το ασθενοφόρο.

Ο Βασίλης Βασιλικός γεννημένος στις 18 Νοεμβρίου του 1934 στην Καβάλα, ήταν κι αυτός τότε μόλις 29 ετών. Ταλαντούχος όπως ήταν, δεν είχε διαφύγει της προσοχής του Μίμη Δεσποτίδη που απ’ ότι έλεγε ο ίδιος τον παρότρυνε να γράφει ως ρεπόρτερ κι έπειτα ως συγγραφέας για διάφορα καυτά θέματα όπως αυτό.

Δεν παρουσιάζει πια τόσο ενδιαφέρον το ποιοι ήταν πίσω από τα πιόνια. Βασίλισσες και πρωθυπουργοί-φευγάλες, νεκροί από δεκαετιών θα εκπροσωπηθούν σήμερα στην κηδεία από τους διαδόχους τους στην διεύθυνση του παρακράτους. Έχει σήμερα περισσότερο ενδιαφέρον να αναφερθούμε σε αυτόν που ήταν πίσω από την συγγραφή του Ζ και την ανάδειξη του Βασίλη Βασιλικού στην κορυφή της ελληνικής γραμματείας.

Ιδού πως είχε αποχαιρετίσει ο απερχόμενος τον δικό του δάσκαλο πριν 42 χρόνια: «Ο Δεσποτίδης στάθηκε για μένα και για ολόκληρη τη γενιά μου ο άνθρωπος που μας άνοιξε παράθυρα στον κόσμο. Και σαν τον Σωκράτη έτσι κι αυτός δεν έγραψε ούτε μία γραμμή. Μιλώντας όμως σε συνέπαιρνε, σε γοήτευε, σου άνοιγε τους ορίζοντες, πλάταινε τον κόσμο».

…κι ο ήχος

Ακόμη πιο μικρός, μόλις 19, ακολουθούσε ο Διονύσης Σαββόπουλος που βίωσε τα γεγονότα ως μέρος  ‘των εκδρομέων του ‘εξήντα’, της νεολαίας ΕΔΑ Θεσσαλονίκης. Έχει κάνει ένα μουσικό σχόλιο που ακούγεται κάπως σαν «-μετα» πάνω στο έπος που έγραψε ο Βασιλικός με την παρότρυνση του Μίμη Δεσποτίδη (του Πέτρου της ΕΠΟΝ, πρωταγωνιστή της πολιτιστικής άνοιξης της Αριστεράς, των εκδόσεων ΘΕΜΕΛΙΟ-1963 και του περιοδικού ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ-1954).

Είδα την Σούλα και τον Δεσποτίδη το όνειρό μου τους είδα ζωντανούς

κι άστραψε το όνειρο σαν δαχτυλίδι που ήρθε να ντύσει πάλι τους γυμνούς.
Ανησυχούσα μην καταλάβουν πως ήταν πεθαμένοι από καιρό. Το ανεμιστήκαν·

και για να με προλάβουν με πλύναν μ’ ένα γέλιο καθαρό.

Πού ήταν το θάρρος κι η πίστη μου αίφνης; Μαζί τους ήμουνα στην άλλη Αριστερά
που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης με τελειωμένα κι αθάνατα φτερά.

…και το μέλλον άδηλο αλλά πάντα αριστερά!

Αποχαιρετώντας αυτόν που φεύγει, ας χαιρετίσουμε παρά το πλήθος επιφυλάξεων κι αυτό που έρχεται με τα λόγια αυτού του ίδιου τραγουδιού που μένει κι αφήνει από μια κάποια χαραμάδα του να μπει ακτίνα αισιοδοξίας:

Κι είδα ένα τέλος στο σινεμά τους στο μαξιλάρι μου έκλαψα βαθιά,  τα πρόσωπά μας, τα ονόματά μας, πόση προσπάθεια, πόση μοναξιά;

Και τι ιδρώτας απ’ τη μεριά μου μες στων ονείρων τις αόρατες κλωστές… όταν ανοίξανε τα βλέφαρά μου στο στόμα πλάι μου ακόμα ήταν υγρές.

Φιλί και σάλιο από μετάξι σαν σκουληκάκι στα φύλλα της μουριάς, που έγινε νύμφη για να πετάξει μέσα στου ήλιου τα εκατομμύρια φλας.