Συζητώντας σε διάφορα επίπεδα για τη φοροδιαφυγή, δύο είναι οι βασικές διαστάσεις για τη μεγέθυνσή της: η πρώτη υποστηρίζει ότι η φοροδιαφυγή είναι χαρακτηριστικό των μεγάλων επιχειρήσεων και αυτές διογκώνουν το πρόβλημα, καθώς είτε είναι δύσκολο να αποκαλυφθούν, είτε οι ελεγκτικές αρχές δεν επιδεικνύουν ιδιαίτερο ζήλο στην καταπολέμηση του φαινομένου στον συγκεκριμένο χώρο. Η δεύτερη υποστηρίζει ότι η φοροδιαφυγή επικεντρώνεται στα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα, τα οποία αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές κρίσεις και τον έντονο επιχειρηματικό ανταγωνισμό, αναζητούν συγκυριακή διέξοδο στην απόκρυψη εισοδημάτων και φορολογητέας ύλης.

Ads

Εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει ότι το 0,01% των νοικοκυριών έχει πολύ μεγάλη έφεση να αποκρύπτει τα εισοδήματά τους στο εξωτερικό, από ότι το κατώτερο 1%. Ο λόγος είναι ότι το σταθερό κόστος που επιβαρύνονται ώστε να οδηγηθούν σε αυτή την απόφαση, είναι πολύ μικρότερο από το αναδεικνυόμενο και διαρκώς αυξανόμενο όφελος που προκύπτει από την απόκρυψη των εισοδημάτων και την αποφυγή πληρωμής των αντίστοιχων φόρων. Αυτή η επιλογή απόκρυψης στο εξωτερικό, είναι κατά βάσει σε «φορολογικούς παραδείσους» και εξωχώριες επιχειρήσεις.

Πώς ερμηνεύεται αυτή η τάση; Μέσω της προσφοράς υπηρεσιών υποβοήθησης της φοροδιαφυγής. Με άλλα λόγια, υπάρχουν χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που βοηθούν ή υποστηρίζουν με μέσα, πληροφορίες και τεχνογνωσία τα φυσικά πρόσωπα να μεταφέρουν εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία σε χώρες με προνομιακό φορολογικό καθεστώς και ευκαιρίες για συγκάλυψη των εισοδημάτων τους, κάτι που στη χώρα προέλευσής τους είναι δύσκολα επιτυγχάνεται.

Ως εκ τούτου, υπάρχει μια ολόκληρη βιομηχανία που «εμπορεύεται» την απόκρυψη πλούτου και βασικό της πελατολόγιο είναι τα υψηλά εισοδήματα. Για παράδειγμα ένας διεθνής και εξειδικευμένος χρηματοπιστωτικός οργανισμός, αποκτά έσοδα ζητώντας αμοιβή επί του πλούτου που καταφέρνει να αποκρύπτει, έχοντας ως ρίσκο τον κίνδυνο να πληρώσει πρόστιμο σε περίπτωση που συλληφθεί να βοηθάει φοροφυγάδες. Όσους περισσότερους πελάτες εξυπηρετεί, τόσα περισσότερα έσοδα έχει. Από την άλλη πλευρά, εκλογικεύοντας το κόστος για τις παρεχόμενες υπηρεσίες, η στόχευσή του είναι οι πολύ πλούσιοι πελάτες, που μπορεί να είναι λίγοι ως ποσοστό στο σύνολο των νοικοκυριών, κατέχουν όμως μεγάλο κομμάτι στον παγκόσμιο πλούτο. Στην πραγματικότητα, το πελατολόγιο αυτών των εξειδικευμένων οργανισμών είναι φυσικά πρόσωπα που έχουν τουλάχιστον πάνω από 10 εκατομμύρια δολάρια εισοδήματα και έχουν τη δυνατότητα και το κίνητρο να ακριβοπληρώνουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες που τους γλυτώνουν πολλές χιλιάδες δολάρια φόρους.

Ads

Μπορεί να αντιμετωπισθεί αυτή η πρακτική; Με μία πολιτική που στοχεύει στην επιβολή υψηλών προστίμων στους οργανισμούς που παρέχουν αυτού του είδους των υπηρεσιών (αντί της πολιτικής που είναι αποκλειστικά προσανατολισμένη στους ίδιους τους φοροφυγάδες) και να έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της φοροδιαφυγής στα ανώτατα εισοδηματικά κλιμάκια. Αυτό βέβαια μπορεί να μην είναι τόσο εύκολο, καθώς οι πλούσιοι έχουν τη δυνατότητα και τις γνώσεις να «μετακινούνται» από την παράνομη φοροδιαφυγή στη νόμιμη φοροαποφυγή.

Όμως πρέπει να παραδεχτούμε πως σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η φορολόγηση των πλουσίων κατά τέτοιον τρόπο που να συμβάλει στη μείωση των ανισοτήτων, είναι υπερβολικά δύσκολη. Ενδεχομένως, η κατάλληλη και επικεντρωμένη επιβολή των νόμων και των φορολογικών κανόνων, σε συνδυασμό με την προοδευτική φορολόγηση, προσφέρουν ευκαιρίες για καλύτερα αποτελέσματα στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής των υψηλών εισοδημάτων.

Δυστυχώς η έως σήμερα εμπειρία στην καταπολέμηση του παραπάνω φαινομένου, έχει δείξει τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, ότι οι αυστηρές ποινές που επιβλήθηκαν σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που βοηθούσαν φυσικά πρόσωπα να φοροδιαφεύγουν στη χώρα τους αφορούσαν μόνο σε μικρούς οργανισμούς, αφήνοντας τους μεγάλους (οι οποίοι έχουν και τους περισσότερους και μεγαλύτερους πελάτες) στο απυρόβλητο. Για παράδειγμα το 2014 η Credit Suisse πέτυχε να διατηρήσει την άδειά της στις ΗΠΑ, παρόλο που αποδέχτηκε την ενοχή της σε υπόθεση απάτης σε βάρος των Αμερικάνικων φορολογικών αρχών (IRS), ενώ δύο χρόνια νωρίτερα η HSBC απαλλάχθηκε από την Αμερικάνικη πολιτεία για την κατηγορία ότι βοήθησε Μεξικανούς εμπόρους ναρκωτικών να μεταφέρουν χρήματα μέσω Αμερικάνικων θυγατρικών. Εφόσον υπάρξει νομοθέτηση που να διασφαλίζει ότι ανεξάρτητα του μεγέθους του, ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός μπορεί να του αφαιρείται η άδεια εάν βοηθάει την φοροδιαφυγή, τότε η τελευταία δύναται να καταπολεμηθεί σε σημαντικό βαθμό.

Συμπερασματικά, το μέγεθος και η κατανομή της φοροδιαφυγής είναι άμεσα συνυφασμένα με την κατανομή του πλούτου. Όσο μεγαλύτερη είναι η ανισότητα, τόσο λιγότεροι είναι αυτοί που φοροδιαφεύγουν. Αυτό συμβαίνει διότι λίγοι άνθρωποι έχουν στα χέρια τους τον πλούτο, οπότε και ο βαθμός δυσκολίας για την αποκάλυψη των εισοδημάτων τους που φοροδιαφεύγουν αυξάνεται.

Για παράδειγμα στην HSBC, ενώ ο αριθμός των πελατών της μειώθηκε, κατά μέσον όρο αυξήθηκε το ποσό κατάθεσης από 3,7 εκατομμύρια δολάρια το 2006 στα 6,6 εκατομμύρια δολάρια το 2014. Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση, που έχει ακόμα πιο πενιχρά αποτελέσματα όταν οι ελεγκτικές αρχές των ανεπτυγμένων χωρών αδυνατούν να συγκρατήσουν τους πολύ πλούσιους κατοίκους τους να μεταφέρουν την περιουσία τους σε «φορολογικούς παραδείσους», υποβοηθούμενοι από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Ουσιαστικά αναπτύσσεται ένας φαύλος κύκλος: η ανισότητα «τροφοδοτεί» την φοροδιαφυγή των υψηλών εισοδημάτων, η οποία αυξάνει περαιτέρω την ανισότητα.