Προφανώς και δεν πρέπει να προκαλούν εντύπωση η υπεροψία κι ο κυνισμός, με την οποία αντιμετωπίζουν πάντα τα κορυφαία στελέχη των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων τις υποθέσεις που καλούνται να διαχειριστούν. Άλλωστε έτσι έχουν γαλουχηθεί τα τελευταία χρόνια όλοι όσοι εκπροσωπούν θεσμικά τη λεγόμενη «ευρωπαϊκή ιδέα». Παρ’ όλα αυτά, δεν μπόρεσα να μην ανατριχιάσω  ακούγοντας χθες τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ να χαρακτηρίζει τη διαδικασία της Συνόδου Κορυφής, η οποία έβριθε εκβιασμών απέναντι στην ελληνική αντιπροσωπεία και κατέληξε σε μια συμφωνία που ισοδυναμεί με ουσιαστικό ενταφιασμό ενός ολόκληρου λαού, ως μια «τυπική ευρωπαϊκή διευθέτηση».

Ads

Το πραγματικό πρόβλημα όμως δε βρίσκεται στην πλευρά των δανειστών. Η στρατηγική, οι πρακτικές του, η ευρύτερη κουλτούρα των εκπροσώπων της ΕΕ, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ ήταν άλλωστε γνωστές εδώ και χρόνια. Το ουσιαστικό ζήτημα έχει να κάνει με τη στάση της ελληνικής πλευράς και την τελική της βούληση να αποδεχθεί μια τόσο ακραία συνθηκολόγηση. Ακόμη κι αν κάποιος δεχτεί το επιχείρημα των αφόρητων πιέσεων που δέχτηκε ο Αλέξης Τσίπρας κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής, αυτό δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση δικαιολογία για να οδηγήσει τον ελληνικό λαό σε μια τέτοια καταστροφική συμφωνία. Σε τελική ανάλυση, μια άρνηση εκ μέρους του έλληνα πρωθυπουργού να αποδεχτεί τα εκβιαστικά τελεσίγραφα μιας «τυπικής ευρωπαϊκής διευθέτησης» θα ήταν απόλυτα συμβατή με τη λαϊκή εντολή του δημοψηφίσματος της προηγούμενης Κυριακής, ακόμη κι αν διαφωνούσαν ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, ο Σταύρος Θεοδωράκης κι η Φώφη Γενημματά. Κι επιτρέψτε μου να πιστεύω πως η καλλιεργούμενη αντίληψη περί «ύπαρξης μονοδρόμων έναντι μιας ενδεχόμενης εθνικής καταστροφής» είναι στην καλύτερη περίπτωση αποπροσανατολιστική, για να μην υπενθυμίσω τις αναλογίες που παρουσιάζει με τη ρητορεία του Γιώργου Παπανδρέου, του Βαγγέλη Βενιζέλου και του Αντώνη Σαμαρά.

Από την άλλη, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως αυτή η «τυπική ευρωπαϊκή διευθέτηση» του κυρίου Γιούνκερ δημιουργεί μια σειρά από άνευ προηγουμένου πολιτικές τερατογενέσεις. Πρώτον, πάει φορτώσει ένα πολύ σκληρό μνημόνιο σε έναν πολιτικό φορέα, ο οποίος εξελέγη με σαφή κι απόλυτη προτεραιότητα να καταργήσει αυτές ακριβώς τις πολιτικές λιτότητας. Με δεδομένο πως κάτι τέτοιο μοιάζει αδύνατο, προχωράει σε μια «ανίερη πολιτική συμμαχία» με τις εκείνες τις δυνάμεις, που είχαν υπηρετήσει(ή έδειχναν σαφή διάθεση να υπηρετήσουν) πιστά τις μνημονιακές πολιτικές. Δεύτερον, επιχειρεί να πείσει ότι το εν λόγω Μνημόνιο έρχεται να επιβληθεί στο όνομα της Αριστεράς και με σκοπό τη «αποφυγή της καταστροφής» ενός λαού, ο οποίος εδώ κι έξι χρόνια έχει χάσει 25% του ΑΕΠ του από τέτοιου είδους «διασώσεις». Τρίτον, δημιουργεί την ψευδαίσθηση της εθνικής ομοψυχίας εκ μέρους μιας πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων υπέρ της «παραμονής στο ευρώ», την οποία είναι βέβαιο πως αρκετοί θα επιχειρήσουν να αξιοποιήσουν για να επαναλαβουν σε μια μεταλλαγμένη εκδοχή το «πείραμα Παπαδήμου», στο όνομα της πιστής εφαρμογής της συμφωνίας.

Καλό είναι να έχουμε πάντως στο μυαλό μας ότι τέτοιου είδους τερατογενέσεις, ακόμη κι αν περάσουν με τον τρόπο που περιγράψαμε παραπάνω, είναι αδύνατο πλέον να γίνουν αποδεκτές από την ελληνικη κοινωνία. Άλλωστε έχει αποδείξει ότι έχει πολύ πιο προωθημένες αντιλήψεις από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες της χώρας. Έχοντας αυτό υπόψη, μου φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να ρίξει το ανάθεμα στον Παναγιώτη Λαφαζάνη για την άρνησή του να αποδεχθεί το μνημονιακό μονόδρομο και να επιβραβεύσει την Ντόρα Μπακογιάννη, τον Άδωνι Γεωργιάδη και τον Ανδρέα Λοβέρδο, που πλασάρονται πλέον ως διακαιωμένοι από τις πρόσφατες εξελίξεις.

Ads

Ήρθε η ώρα λοιπόν να τελειώνουμε μια και καλή με κάποιες πολιτικές αυταπάτες. Η ζώνη του Ευρώ δεν εκδημοκρατίζεται, δε μετασχηματίζεται, δεν αποτελεί καν πεδίο έντιμης διαπραγμάτευσης. Οι όποιες ρωγμές στη συμμαχία Γαλλίας-Γερμανίας δεν ήταν αρκετές για να αποφύγει ο ελληνικός λαός τα νέα υφεσιακά μέτρα, ενώ η επίκληση του ενδεχόμενου περαιτέρω αλλαγής των συσχετισμών με την άνοδο των Podemos στην Ισπανία δεν φαντάζει ικανή να δημιουργήσει σε συνθήκες αισιοδοξίας στην ήδη εξουθενώμενη ελληνική κοινωνία.

Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, η ανάγκη επιλογής εναλλακτικού δρόμου με την υιοθέτηση εθνικού νομίσματος μοιάζει πιο επιτακτική από ποτέ. Αν το καταλάβει, έστω κι αργά, η ηγεσία της κυβέρνησης ακυρώνοντας τη λεόντειο συμφωνία που της επεβλήθη, είναι σίγουρο ότι ένα κομμάτι μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού θα σταθεί εκ νεου στο πλευρό της, παίρνοντας για ακόμη φορά πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις, όσο δύσκολες κι αν αποδειχτούν αυτές. Σε διαφορετική περίπτωση, ο Αλέξης Τσίπρας θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε ευκαιριακές συμμαχίες με εκείνο μπλοκ εξουσίας, που τόσα χρόνια προσπαθούσε με λύσσα να πείσει ότι «δρόμος εκτός λιτότητας δεν υπάρχει», ακυρώνοντας στην πράξη τις κοινωνικές συμμαχίες που τον ανέδειξαν στην ηγεσία της χώρας. Κι είναι ηλίου φαεινότερο ότι η σε τέτοια περίπτωση τα όποια σχέδια ανατροπής ή αντικατάστασής του από κάποιον «πρόθυμο τεχνοκράτη» θα είναι πολύ πιο εύκολο να υλοποιηθούν…