Τον 20ο αιώνα και την εποχή της δημοκρατίας, της άνθισης των ιδεολογιών και των κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων, διαδέχτηκε ο 21ος που χαρακτηρίζεται από «τεχνοκρατικές» προσεγγίσεις ενώ η δημοκρατία απαντάται ως εύθραυστη. Σε όρους μεταδημοκρατίας σήμερα, στο δίπολο πολιτική ή οικονομία, υπερισχύει η δεύτερη.

Ads

Οι πολιτικές ταυτότητες εξασθενούν και η οικονομική πολιτική αποτελεί το μείζον διακύβευμα, τόσο για την εκλογή της εκάστοτε κυβέρνησης, όσο και για την ευρύτερη συζήτηση στη δημόσια σφαίρα.

Τι πρόσημο όμως μπορεί να δώσει κανείς στην οικονομική του στρατηγική, όταν δεν έχει ισχυρή πολιτική ταυτότητα (νεοφιλελεύθερη, δίκαιη, κοινωνική, πράσινη);

Εξελικτικά, σε διεθνές επίπεδο, η οικονομία απέκτησε ρυθμιστικό ρόλο έναντι της πολιτικής, λειτουργώντας, ωστόσο, απορρυθμιστικά για το πλαίσιο του κοινωνικού κράτους, του κράτους δικαίου και της προάσπισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ως αποτέλεσμα, η ποιότητα των θεσμών εξασθένησε και η δομική αναβάθμισή τους αποτελεί ένα από τα κύρια ζητούμενα για την αντιστροφή της κατάστασης.

Ads

Στα παραπάνω προστέθηκε τα τελευταία χρόνια και ο όρος μετα-αλήθεια, που χαρακτηρίζει την πόλωση, την παραπληροφόρηση και την πλαστή εκδοχή της πραγματικότητας, «πασπαλισμένη» με λίγη έως πολύ συνωμοσιολογία. Σύμφωνα, άλλωστε, με τον Τζέισον Κορόνελ (επίκουρος Καθηγητής στη Σχολή Επικοινωνίας του Ohio State University) οι άνθρωποι θεωρούν ότι βασίζουν τις απόψεις τους σε γερά δεδομένα, όταν υποσυνείδητα προσαρμόζουν αυτά τα δεδομένα ώστε να ταιριάζουν με τις προκαταλήψεις τους.

Προϊόντος του χρόνου βλέπουμε κινήματα του ακροδεξιού πολιτικού χώρου που μετεξελίσσονται σε κομματικά κάτοπτρα, χωρίς παραδοσιακές δομές, χωρίς δημοκρατικό έλεγχο των κομματικών οργάνων, χωρίς τις διεργασίες εκείνες που θα ενισχύσουν τη «θεσμοποίησή» τους.

Μπορεί να μη διαθέτουν όλα όσα αναφέραμε, απαντούν όμως στην ανάγκη ενός μέρους της κοινωνίας να απαλύνει το φόβο που το διακατέχει. Με την απόσταση μεταξύ πολιτών και διακυβέρνησης να μεγαλώνει, ακροδεξιά κόμματα και μορφώματα βρίσκουν χώρο και ανθίζουν, με τους υποστηρικτές τους να αισθάνονται ότι ανήκουν «κάπου» σε μια «κοινότητα» που μοιράζεται τις ίδιες καταγγελτικές ανησυχίες.

Σε αυτά έρχονται να προστεθούν και οι θεωρίες συνομωσίας οι οποίες ανθίζουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που υποβοηθούν με τη σειρά τους την εξάπλωση και διασπορά τους.

Οι «απόκρυφες ατζέντες» για την παγκόσμια τάξη, οι «εχθροί» εντός κι εκτός των συνόρων, δίνουν τροφή για «σκέψη» μέσα σε αυτούς τους χώρους. Η εύκολη, σχεδόν συνθηματική μετάδοση της πληροφορίας χωρίς την αντίστοιχη εξέταση των δεδομένων ενισχύει ακόμη περισσότερο αυτή την τάση.

Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, το φαινόμενο αυτό είναι όλο και πιο έντονο από την έναρξη της οικονομικής κρίσης κι έπειτα. «Παγκόσμια κέντρα που καπηλεύονται την πατρίδα μας, συντεχνίες και λόμπι που απομυζούν την ανάπτυξη, μετανάστευση και ανεργία», οι κύριες προγραμματικές θέσεις των κομμάτων αυτών που βρίσκουν αντίκρισμα σε ένα μέρος των ψηφοφόρων.

Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και η μετεξέλιξη-επικαιροποίηση της πολιτικής επικοινωνίας στο σύνολό της. Η παραδοσιακή επικοινωνία στηριζόμενη στις πολιτικές θέσεις των εκπροσώπων των κομμάτων αλλάζει, εστιάζοντας περισσότερο στο πρόσωπο, παρά στην πολιτική του τοποθέτηση. Στην παρουσίαση, δηλαδή, της ανθρώπινης πλευράς του εκπροσώπου, στις προσωπικές του ασχολίες, μέσα από κανάλια στα οποία υπερισχύει η φωτογραφία ή ένα σύντομο βίντεο και μια ατάκα-σύνθημα για την περιγραφή της.

Προφανώς και η επικοινωνία πρέπει να εκσυγχρονίζεται για να μπορεί να απαντά στις ανάγκες της κοινωνίας.

Θα πρέπει, όμως, να εξετάσουμε πώς αυτή θα μπορέσει να λειτουργήσει θετικά για τους ψηφοφόρους και όχι παραπλανητικά, απομακρύνοντάς τους από το ζητούμενο που είναι οι πολιτικές. Γιατί με την υπερέκθεση της προσωπικότητας και την ελαχιστοποίηση της αντίστοιχης πολιτικής έκφρασης, αφήνουμε χώρο σε άλλα σχήματα να ανθίσουν μέσα από τα ίδια δίκτυα.

Ποια είναι η στάση, λοιπόν, των κομμάτων του προοδευτικού χώρου απέναντι σε αυτή την κατάσταση;
Πώς θα βοηθήσει ο χώρος αυτός μέσα από την υπεύθυνη συλλογική δράση για την αναχαίτιση του φαινομένου αυτού; Πότε οι πολιτικές αυτές δυνάμεις θα μπορέσουν να συμφωνήσουν κατ’ ελάχιστο έστω σε ορισμένες σταθερές για την ενίσχυση της δημοκρατίας; Θα αφεθούμε μόνο στην κατάδειξη των συντηρητικών αντανακλαστικών της ελληνικής κοινωνίας;

Σε μια εποχή όπου ο κόσμος κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε όλους τους τομείς, η πράξη συνήθως προηγείται της θεωρίας, και τα κόμματα διαμαρτυρίας που δεν υιοθετούν την προσέγγιση κομμάτων εξουσίας, βαίνουν μειούμενα σε ποσοστά, αλλά αυξανόμενα στη σύνθεση του Κοινοβουλίου.

Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ότι μειώνονται οι πιθανότητες εφαρμογής πολιτικών με κοινωνικό πρόσημο, πολιτικών που θα ενισχύουν τους θεσμούς και το κράτος δικαίου, θα προστατεύουν τα δικαιώματα και θα αποτελούν τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Ο προοδευτικός χώρος δεν μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοιος, εάν δεν ανοίξει έναν ουσιαστικό, δημιουργικό διάλογο με τους πολίτες. Με συμμετοχικές διαδικασίες για όλους και από όλους, χωρίς να περιορίζεται μόνο στην κομματική του βάση.

Για να νιώσουν οι πολίτες ότι έχουν πραγματική δύναμη παρέμβασης και διάδρασης με αυτόν, θα πρέπει να μπορούν να έχουν τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαμόρφωση πολιτικών, και τότε μόνο θα μπορέσουν να γίνουν πρεσβευτές τους.

Οι πολίτες έχουν λόγο, άποψη και θέση. Το ίδιο και η ακαδημαϊκή κοινότητα στο σύνολό της, τα ινστιτούτα, οι φορείς άσκησης πολιτικής.

Η ενίσχυση των μετα-θεωριών αποτελεί τροχοπέδη στην αντίστοιχη ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών.

Στον αντίποδα, η ίση, τεκμηριωμένη, πραγματική συμμετοχή όλων με συμβουλευτικό και δομημένο λόγο μπορεί να επαναφέρει την πίστη των πολιτών εν γένει στη δημοκρατία, και στις κοινωνικές δομές.

  • Το άρθρο δημοσιεύεται σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ