Με αφορμή τον απολογισμό του Φεστιβάλ Επταπυργίου που κατέθεσε η Πρόεδρος του Κέντρου Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, νιώθω την ανάγκη να εκφράσω κάποιους προβληματισμούς και ορισμένες διαφωνίες για κάτι που ενώ φαινόταν να ξεκινάει φιλόδοξα, κατέληξε σε “χαμηλή πτήση”.

Ads

Θα ομολογήσω εξαρχής ότι τα μνημεία οφείλουν να μετατραπούν σε χώρους πολιτισμού, με σεβασμό στην ιστορία τους και την τοπική παράδοση και να μην λειτουργούν μόνο ως άψυχα μουσειακά εκθέματα (το θέμα το ανάλυσα εκτενώς στο βιβλίο μου «Τοπική Αυτοδιοίκηση, προοπτικές ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών»).

Από αυτή την αρχή όμως μέχρι τον απολογισμό της κας Μυκωνίου όμως υπάρχει απόσταση. 

Σε σχετικό βίντεο γίνεται λόγος για «δημιουργία μνήμης» στο Επταπύργιο. Ακούγεται λες και ο χώρος δεν είχε μνήμη, σαν να μην θυμόμαστε τι έζησαν άλλοι στο κολαστήριο του Γεντί Κουλέ. Κι όμως, οι μνήμες ενός τέτοιου πολύπαθου χώρου (όπου κρατήθηκαν ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Χρόνης Μίσσιος  και τόσοι άλλοι αγωνιστές της ελευθερίας και της δημοκρατίας αργότερα) δεν δημιουργούνται με εκδηλώσεις άσχετου περιεχομένου. «Στόχος μας οι εκδηλώσεις να απαλύνουν με τα χρόνια τις βαριές σκιές στην πόλη». Με άλλα λόγια η κα Μυκωνίου θέλει να ξεχάσουμε τους χιλιάδες πολιτικούς και ποινικούς κρατουμένους που μαρτύρησαν εκεί μέσα, πολλοί εκ των οποίων εκτελέστηκαν ή δεν άντεξαν τα βασανιστήρια. Είναι όμως «βαριά η σκιά» των 500 εκτελεσθέντων από τους ΝΑΖΙ.  Ακόμα πιο βαριά η «σκιά» των 148 εκτελεσθέντων στην περίοδο του Εμφυλίου, που καταδικάστηκαν από έκτακτα στρατοδικεία που δίκαζαν συνοπτικά και τις περισσότερες φορές χωρίς ενοχοποιητικά στοιχεία. Βαρύτερη η «σκιά» των βασανισθέντων από τα όργανα της Χούντας.

Ads

Η κα Μυκωνίου προτείνει να προσπεράσουμε τις μαύρες σελίδες της εθνικής και τοπικής ιστορίας και να κρατήσουμε τις ευχάριστες μνήμες των εκδηλώσεων, ώστε «να τον παραδώσουμε στη συλλογική μνήμη ως έναν χώρο πολιτισμού». Να κρύψουμε με άλλα λόγια κάτω από το χαλί της ομορφιάς της μουσικής/πολιτισμού τη μνήμη του Νικηφορίδη (και άλλων έξι από την ομάδα του) που εκτελέστηκε δύο χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου επειδή μάζευε υπογραφές για την “Έκκληση της Στοκχόλμης”. Να αλλάξουμε τις μνήμες του τόπου όπου μαρτύρησε κι εκτελέστηκε ο Αριστείδης Παγκρατίδης, το σύγχρονο σύμβολο των κοινωνικών διακρίσεων σε επίπεδο αναζήτησης εγκληματιών και δικαιοσύνης. Είναι τραγικό ένας άνθρωπος των Ανθρωπιστικών Επιστημών να επιδιώκει να παραχαράξει τη μνήμη και την ιστορία ενός μαρτυρικού τόπου.

Ας περάσουμε όμως στα ουσιώδη κι ας γίνουμε εκ-κεντρι-κοί… Τι πρόσφερε το Φεστιβάλ στον πολιτισμό της πόλης;

Τίποτα περισσότερο από όσα είχαμε.

Ζήσαμε ορισμένες υπέροχες εκδηλώσεις (με καλύτερη ίσως εκείνη του Δημήτρη Ζεβρουδάκη), αλλά ως εκεί. Δεν νιώσαμε να προσφέρει κάτι καινούριο στον πολιτισμό της πόλης. Ο Περιφερειάρχης και η κα Μυκωνίου βρήκαν έναν υπέροχο χώρο, φορτισμένο συναισθηματικά και πολιτικά, και τον έκαναν stage εκδηλώσεων. 

Αντίθετα, θα περιμέναμε να κατατεθεί μία ολοκληρωμένη αισθητική πρόταση. Βιώσαμε τα μνημεία της πόλης ως ζωντανούς οργανισμούς, με κάποιες λιγότερο και κάποιες περισσότερο ενδιαφέρουσες προτάσεις, αλλά μόνο σε επίπεδο ενός stage. Αυτά τα ζούμε και στη Μονή Λαζαριστών -και σε ανώτερο επίπεδο μάλιστα, ειδικά με την εμπλοκή του Φεστιβάλ της Μονής (τουλάχιστον όσο ζούσε ο κ. Λάζαρος Κωνσταντινίδης, θα δούμε για το μέλλον) και του ΚΘΒΕ. Το ίδιο ζούμε και σε άλλους χώρους (πχ στη Ρωμαϊκή Αγορά, στο Ζέιτενλικ κ.α.). 

Στον πολύπαθο χώρο του Επταπυργίου βιώσαμε μια αγοραία μορφή του πολιτισμού με πανάκριβο αντίτιμο και χωρισμό θέσεων ανάλογα με το βαλάντιο, αντικρίσαμε αντιαισθητικές μετακινούμενες μεταλλικές κατασκευές ως κερκίδες με άβολα καθίσματα που γεμίζουν όλη την εσωτερική αυλή. Αλλά δεν ζήσαμε κάτι που να συνδέεται με τον χώρο τον ίδιο.

Για παράδειγμα, το μετριότατο αφιέρωμα (οι δεκάδες αναχωρήσεις θεατών εν μέσω εκδήλωσης αποδεικνύει τον χαρακτηρισμό) στον Ελύτη θα μπορούσε να συνδεθεί με τον εγκλεισμό, με την Αντίσταση, με τον αγώνα για δημοκρατία. Το ίδιο θα μπορούσε να γίνει και πέρσι με το αφιέρωμα στους «Καταραμένους ποιητές». Και αν το αφιέρωμα στους maudits γλίτωσε χάρη στην εξαιρετική σκηνοθεσία, δεν πέτυχε στην περίπτωση του Ελύτη (ίσως φταίει η επανάληψη, ίσως τα ανεπαρκή εγκυκλοπαιδικά κείμενα, ίσως η υπερβολή στη θεατρικότητα με βάση ένα φλύαρο κι ανούσιο πληροφοριακό κείμενο που εύκολα βρίσκουμε στο διαδίκτυο). Σε κάθε περίπτωση λίγες εκδηλώσεις διατηρούσαν επαφή με την ιστορία του χώρου και την αισθητική του. Δεν βιώσαμε την πολιτική διάσταση του χώρου με αφιερώματα στο ρεμπέτικο (πολιτικό ή “απαγορευμένων ασμάτων”), δεν βιώσαμε το πολιτικό τραγούδι στις διάφορες εμφάνσεις του (από τις μουσικές του Θεοδωράκη μέχρι της σύγχρονη hip-hop), δεν ακούσαμε πραγματική ποίηση (αλλά μόνο φλύαρα αφιερώματα), δεν είδαμε θεατρικές παραστάσεις που να συνδέονται με τον χώρο και τους προβληματισμούς των κρατουμένων (ενδεικτικά το Μεγάλο μας τσίρκο μέχρι την Σίρλεϊ Βαλεντάιν).

Σύμφωνα με την κα Μυκωνίου «η πολιτική δεν πρέπει να κατευθύνει τις  επιλογές στον πολιτισμό, γιατί τότε παύει  να είναι πολιτισμός και παύουν να είναι και επιλογές». Μα αν ο χώρος έχει τέτοια κοινωνική και πολιτική ιστορία, πώς να μην κατευθύνει τον πολιτισμό που θα στεγάσει; Αυτά είναι τελικά τα υποδειγματικά «μαθήματα που θα παραδώσει» το Κέντρο πολιτισμού Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας;

Ναι, το Φεστιβάλ Επταπυργίου είναι μία θετική εξέλιξη για την πόλη, αλλά απαιτεί αναπροσαρμογή, απαιτεί την κατάθεση μιας νέας αισθητικής (και αρχιτεκτονικής) πρότασης που σέβεται την ιστορία του μνημείου, κι όχι να λειτουργεί ως ένας ακόμα χώρος εκδηλώσεων. Απαιτείται η διασύνδεση με φορείς της πόλης όπως το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου, τα λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης, την Εταιρεία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, με το ΚΘΒΕ και το Momus κ.ά. Στην πόλη υπάρχουν τόσοι καλλιτέχνες (λογοτέχνες, μουσικοί, εικαστικοί, άνθρωποι του κινηματογράφου και του θεάτρου) με γνώση της βαριάς ιστορίας (όχι «σκιάς») του τόπου. Ναι οι καλλιτέχνες της πόλης (και όχι μόνο) έχουν ανάγκη από αξιόλογους χώρους για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, αλλά το Γεντί Κουλέ δεν είναι μία ακόμα σκηνή (stage). Είναι η ζωντανή ιστορία του τόπου μας, ακόμα κι αν κάποιοι θέλουν να παραχαράξουν τις μνήμες του.