Στο κλασικό της δημοσιογραφικό δοκίμιο για τη δίκη ενός από τους πρωτεργάτες του Ολοκαυτώματος υπό τον τίτλο «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ – Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού», η Χάνα Άρεντ αναζητά, μεταξύ άλλων, τις βαθύτερες αιτίες που ώθησαν τον γερμανικό λαό να αποδεχθεί την εξολόθρευση ενός άλλου λαού.

Ads

Διατυπώνει, λοιπόν, δύο καταστατικές θέσεις.

Η πρώτη είναι ότι ολοκληρωτικά καθεστώτα που βασίζονται στον τρόμο και στην καταρράκωση του ορθολογισμού, όπως ο εθνικοσοσιαλισμός στη Γερμανία, φροντίζουν – και, εφόσον μακροημερεύουν, σημαίνει ότι το έχουν επίσης πετύχει – να αντιστρέψουν τη βιβλική εντολή να μην βλάπτεις τον άλλον («ου φονεύσεις», «ου κλέψεις» κτλ.) που διέπει τη ζωή σε οποιοδήποτε άλλο ‘’κανονικό’’ πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς της χριστιανικής Δύσης.

Δηλαδή, η ζωή, η αξία της και οι αρχές της, εντός αυτών των δυστοπικών πλαισίων και εξαιτίας του παραδείγματος που εκπέμπει η εξουσία, έχουν ανατραπεί σε τέτοιο βαθμό, που ο πειρασμός για έναν καθημερινό και νομιμόφρονα άνθρωπο δεν είναι πια να σκοτώσει, να κλέψει, να κακοποιήσει, να εκτραπεί. Αντίθετα, ο πειρασμός είναι πλέον να μην σκοτώσει, να μην κλέψει, να μην κακοποιήσει, να μην εκτραπεί.

Ads

Η δεύτερη θέση είναι ότι ένας λαός που συμμετείχε στο έγκλημα έστω και διά της παραλείψεως ή της παθητικής αποδοχής, προσπαθεί απεγνωσμένα να αναγάγει την ευθύνη του στο συλλογικό Εγώ του.

Δηλαδή, οι Γερμανοί που γνώριζαν και αποδέχθηκαν την επιχειρούμενη γενοκτονία των Εβραίων, αντί να σκέφτονται «τί κακό προκαλούμε στους Εβραίους», τείνουν να λένε στον συλλογικό τους εαυτό «τί κακό είδαμε να συμβαίνει στους Εβραίους». Η λογική συνέχεια αυτής της θέσης ακούστηκε δίχως ίχνος συστολής από τον ίδιο τον Άιχμαν στην αίθουσα του ισραηλινού δικαστηρίου το 1960: «οι Εβραίοι θα εξοντώνονταν ούτως ή άλλως.

Οπότε, εμείς, στους θαλάμους αερίων, μόνο καλό τούς κάναμε μειώνοντας τα βάσανά τους». Οι χιλιάδες επιστήμονες, διοικητικοί, εργολάβοι, τεχνίτες, εργάτες – ένα ολόκληρο τμήμα του γερμανικού λαού – που ήταν στις προσταγές του Χίμλερ, του Ες, του Χάυντριχ και του Άιχμαν, με αυτά τα αφηγήματα κλήθηκαν την αμέσως επαύριο του πολέμου να στελεχώσουν το κράτος της Δυτικής Γερμανίας.

Οι ανεξέλεγκτες πυρκαγιές που ξέσπασαν με μαθηματική ακρίβεια και πάλι, προκαλούν άλλη μία καταστροφή, η οποία έρχεται σε σύντομο χρονικό διάστημα να προστεθεί σε πολλές άλλες: στους νεκρούς της πανδημίας, στα Τέμπη, στο ναυάγιο της Πύλου, στους αυξανόμενους θανάτους πολιτών που δεν προλαβαίνουν να τύχουν περίθαλψης.

Για την ακρίβεια, παρακολουθούμε μία ακόμα προαναγγελθείσα καταστροφή που ως λαός γνωρίζαμε ότι μπορεί να συμβεί (ότι θα συμβεί) με μια αντικοινωνική κυβέρνηση σαν την τωρινή. Και το σημαντικότερο: αποδεχθήκαμε, ξαναψηφίζοντάς τη, το ενδεχόμενο να διάγουμε έναν συλλογικό βίο κύριο χαρακτηριστικό του οποίου θα είναι η μόνιμη κρίση.

Η ανάλυση της Άρεντ αφορά ένα ακραία ολοκληρωτικό καθεστώς, αυτό του ναζισμού. Στην Ελλάδα δεν ζούμε σε ολοκληρωτικό καθεστώς. Ζούμε όμως σε ένα αυταρχικό καθεστώς που εντείνει τον αυταρχισμό του σε όλα τα πεδία και επίπεδα: ενημέρωση, εκπαίδευση, μετανάστευση, δημόσια υγεία, δημόσια ασφάλεια. Δεν θα μπω σε μια διαδικασία να αναζητήσω ιστορικές αναλογίες ωστόσο δεν μπορώ να μην κεντριστώ από τις φιλοσοφικές αναλογίες ανάμεσα στις θέσεις της Άρεντ και τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.

Μέχρι πρόσφατα, δηλαδή τουλάχιστον μέχρι το 2019, στο συλλογικό εκλογικό φαντασιακό επικρατούσε η ‘’θεωρία του μη χείρον’’: «θα ψηφίσω τον όχι και τόσο καλό και όχι τον χειρότερο».

Οι διπλές κάλπες του 2023, ανέδειξαν την ανατροπή αυτής της τάσης και την υποσκελισμό της από τη ‘’θεωρία του μη κάκιστου’’: «θα ψηφίσω τον κακό γιατί φοβάμαι τον χειρότερο».

Αφήνω στην άκρη την ανάλυση των ηθικών χαρακτηριστικών που δομούν αυτά τα αφηγήματα για να επεξεργαστώ απευθείας τα πραγματολογικά στοιχεία.

Το σύστημα Μητσοτάκη είναι ένα σύστημα διαφθοράς, θεσμικής εκτροπής και συνδιαλλαγών με τον υπόκοσμο. Μοίρασε δισεκατομμύρια σε ημέτερους, παρακολουθεί παράνομα όλο το πολιτικό και πολιτειακό σύστημα και αφήνει ανεξέλεγκτους τους αρχιμαφιόζους της χώρας να την μετατρέπουν σε προτεκτοράτο τους. Καμία άλλη κυβέρνηση, όσο διεφθαρμένη, όσο αντιδημοκρατική και όσο φαιά κι αν ήταν, δεν το διαλάλησε με τόση περηφάνεια όσο η τωρινή. Αν κοιτάξουμε ανάμεσα στις λέξεις των αγαπημένων διαγγελμάτων του πρωθυπουργού τα προηγούμενα χρόνια, και αν παραμερίσουμε μερικές επικοινωνιακές φυλλωσιές που επιβάλλει η αυταρχική εξουσία στον εαυτό της, θα δούμε ξεκάθαρα ότι όλα αυτά τα χρόνια το μήνυμα ήταν σαφέστατο: «είμαστε οι κακοί. Αλλά εμείς σας το λέμε. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά μας με ό,τι έχετε δει ως τώρα».

Με άλλα λόγια, η Ελλάδα, ακολουθώντας τις ανάλογες ευρωπαϊκές τάσεις, έγινε μία χώρα συνυπεύθυνων. Ο ελληνικός λαός ψηφίζει τους καταστροφείς του ξανά και ξανά γνωρίζοντας τις προθέσεις τους. Διαφωνώ με την ‘’θεωρία του μαζοχισμού’’. Γιατί όταν η κοινωνικότητα έχει σαπίσει και η ζωή σου μοιάζει με την προσπάθεια ενός ναυαγού που κρεμιέται μεσοπέλαγα από μια σανίδα, αν τύχει και περάσει ένα πειρατικό πλοίο ή ένα λαθρεμπορικό, θα προτιμήσεις να μην πνιγείς αλλά να επιβιβαστείς στο πλοίο του παραλόγου. Το ότι η ζωή σου πιθανόν να γίνει μαρτύριο είναι κάτι ανώτερο από έναν βέβαιο πνιγμό.