«Υποθέστε ότι το κοινωνικό είναι εικονικό», είναι η εναρκτήρια φράση του βιβλίου κοινωνικής θεωρίας των Nick Couldry και Andreas Hepp σε μια εποχή όπου η διαμεσολάβηση των σύγχρονων τεχνολογιών της επικοινωνίας ‘μεταφράζει’ ακόμη και τις πραγματικές εμπειρίες μας.

Ads

Οι μιντιακές ‘αναπαραστάσεις’, διεισδύοντας βαθιά στους τρόπους αντίληψης της ‘ανθρώπινης πραγματικότητας’, ανατρέπουν τις μακροχρόνιες κοινωνιολογικές πεποιθήσεις, σύμφωνα με τις οποίες το κοινωνικό κατασκευάζεται αποκλειστικά μέσω «των πράξεων και των φαντασιώσεων των ανθρώπων». Αντίθετα, μέσω της περίπλοκης δράσης αυτού που ονομάζεται ‘βαθιά διαμεσολάβηση’, κάθε νόημα, στο όνομα είτε της συμμόρφωσης είτε της αντίστασης, καταλήγει (όμοια με την ψήφο σε εκλογικά συστήματα που κυβερνήσεις όπως η παρούσα την υφαρπάζουν με εντελώς αντισυνταγματικό τρόπο) να εξυπηρετεί τον ίδιον σκοπό.

Το θυμήθηκα αυτό όταν είδα πρόσφατα πως η πρώτη ερώτηση που ο Αυτιάς έκανε στην κ. Κανέλλη δεν αφορούσε την παρούσα Κυβέρνηση αλλά ουσιαστικά ‘τις (υπαρκτές σε έναν βαθμό κι ας μην μας αρέσει να το διαβάζουμε) ‘πομπές του ΣΥΡΙΖΑ’ στις οποίες η ερώτηση της έδωσε την ευκαιρία να επικεντρωθεί. Το άρθρο προφανώς δεν αφορά την θεμιτή θέση του ΚΚΕ ότι ‘δεν θέλει συνεργασίες με κανένα από τα κόμματα που κυβέρνησαν’, αλλά την χειριστική χρήση της από δημοσιογράφους που έχουν φτάσει στο σημείο να αντιπολιτεύονται πρώτα την αντιπολίτευση και όχι την Κυβέρνηση.

Εάν όμως, στην εποχή των λεγόμενων ‘μιντιοποιημένων ταυτοτήτων’ και των κοινωνικών τους αναπαραστάσεων ο κοινωνικός κόσμος γίνεται όλο και περισσότερο μια «επικοινωνιακή κατασκευή» που «πλαισιώνοντας» τα κοινωνικά συστήματα ‘βάζει χέρι’ στους τρόπους με τους οποίους βιώνεται η σύγχρονη πραγματικότητα, η αριστερά, η ‘καθαρή’ ή ‘η ακάθαρτη’, πρέπει να απαντήσει στην παγίδα. Όχι για να αναιρέσει τις όποιες επιλογές της σε σχέση με την κυβερνησιμότητα ή την αντίσταση, (σημαντική αλλά άλλη συζήτηση) αλλά για να μην τα παραδίδει εύκολα ως τυράκι σε όσους θέλουν να την αναιρέσουν συνολικά.

Ads

Και για να το κάνει, σε όποιον βαθμό μπορεί, αυτό πρέπει να μην αποφεύγει το κεντρικό ερώτημα; Γιατί συντηρητικοποιούνται πια οι ρημαγμένες κοινωνίες; Και γιατί όλοι κι όλες συμβάλλουμε, με διαφορετικά κίνητρα και κριτήρια προφανώς, σε αυτό, ανίκανοι/ες να αντισταθούμε και να υπερασπιστούμε την κοινωνία με ουσιαστικό τρόπο, είτε λερωνόμενοι είτε μένοντας άμεμπτοι;.

Ενώ συνήθως εστιάζουμε την προσοχή μας στο αντίστροφο, τα μέσα ενημέρωσης κι επικοινωνίας καθόριζαν πάντα τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται τα κοινωνικά συστήματα, αλλά και οι αρνητές τους, μέσω σχέσεων υλικής ή ψυχολογικής αλληλεξάρτησης που δεν φαίνονται πάντα με την πρώτη, όμως υπάρχουν και δρουν, χειραγωγόντας μας στο όνομα είτε της καρέκλας είτε της άρνησής της.

Σε αντίθεση με πολλές μορφές της θεωρίας των μέσων που συχνά βλέπουν τις μεμονωμένες τεχνολογίες ως κρίσιμες για τη διαμόρφωση της πραγματικότητας, οι σύγχρονες έρευνες διακρίνουν μεγάλης κλίμακας χρονικές αλλαγές που βασίζονται στις μεσολαβητικές δυνάμεις πίσω από σύνολα τεχνικών επικοινωνίας. Πχ η ιστορία των τελευταίων έξι αιώνων και η συντηρητικοποίηση των κοινωνικών επιλογών σε πλήρη αντίθεση με την ζώσα εμπειρία και την τάξη πολλών ανθρώπων, έχει εξηγηθεί μέσα από κύματα διαμεσολάβησης που περιλαμβάνουν την μηχανοποίηση, τον ηλεκτρισμό, την ψηφιοποίηση και τελευταία την ανάλυση δεδομένων, το λεγόμενο datafication, όπου η επιρροή γίνεται αισθητή αλλά είναι επίσης λιγότερο ορατή λόγω της ψευδαίσθησης της ανάλυσης από τον και την καταναλωτή. Κι ας πραγματοποιείται η τελευταία σε μη ουδέτερο περιβάλλον, κι ας γίνεται η ανάγνωση της με βάση εσωτερικευμένες ‘αναγνωστικές δομές’ επί του κόσμου, όπως έχουν αποκληθεί, που προωθούν τη νομιμοποίηση της κοινωνικο-οικονομικής ιεραρχίας μα και τα ακίνητα λιγότερο ή περισσότερο πιόνια απέναντί της. Έχει ειπωθεί, άλλωστε, ότι «τα σύγχρονα δίκτυα που βασίζονται σε δεδομένα… ενδέχεται να αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο αποκτούμε κοινωνική γνώση» .

Η διαδικασία αυτή έχει αρχίσει να διαταράσσει θεμελιωδώς τον τρόπο με τον οποίο διατάσσεται η κοινωνική πραγματικότητα, αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αποκτούν νέες πληροφορίες μα, ακόμη σοβαρότερο, σε ποιες πληροφορίες έχουν πρόσβαση. Ουσιαστικά, οι βάσεις δεδομένων γίνονται η αρχή για κάθε διαμεσολαβημένη δημιουργία νοήματος στον εικοστό πρώτο αιώνα. Για όσους κι όσες ασχολούνται με τη νοηματοδότηση, την υποκειμενικότητα και τις ‘έξυπνες’ επαφές τεχνολογίας/ανθρώπου, αυτό είναι κρίσιμο ζήτημα, που θα έπρεπε να καθορίζει, σε έναν βαθμό, και τις προεκλογικές στρατηγικές, φέρνοντας στην επιφάνεια το λεγόμενο scapegoating της πολιτικής ρητορικής.

Το κοινό αυτών των πολιτικών απαντήσεων είναι αυτό που ο Burke ονόμασε ρητορικό Scapegoating, το οποίο, όταν εφαρμόζεται στην εθνική πολιτική, παρέχει πιθανές λύσεις στην εκπαιδευτική ανάγκη που εντόπισε ο King ώστε να αναγνωρίζουμε τις προθέσεις πίσω από τα ρητορικά σχήματα, κι ακόμη περισσότερο, να κατανοούμε πώς μας χειραγώγηση είναι πια σχεδόν ‘δομική’, και πάντως ευρύτερη και πολυπλοκότερη από τις όντως διαβλητές προσωπικές προθέσεις «παραγόντων» του πολιτικο-επιχειρηματικού και μιντιακού πλέγματος.
Οι πολιτικές ομιλίες χρησιμοποιούν ιστορικά τη ρητορική διαδικασία του Scapegoating και συχνά ακολουθούν μια κλιμακούμενη τροχιά προς τον πόλεμο, τόσο εντός ενός έθνους όσο και μεταξύ εθνών. Αναλύοντας την πολική χειραγώγηση μέσω της ρητορικής, ο Μπερκ πχ στήριξε τη μέθοδο ανάλυσής του στο ανθρώπινο δράμα, το οποίο ονόμασε Πεντάδα.

Το «Pentad» εξετάζει τα ρητορικά κίνητρα σε ομιλίες ή οποιεσδήποτε εκφράσεις που μπορούν να βιωθούν ως ρητορική: Πράξη συμβάν που συνέβη, Σκηνή, Άτομο, Μέσον και Σκοπός. Εάν μαθαίναμε μέσω της κριτικής γνώσης, όπως υποστήριξε ο Μ.Λ. King, να εντοπίζουμε (στα σαλόνια μας με ιεροποιημένο, κεντρικό αντικείμενο την ΄οθόνη’) τις αντιφάσεις τους, τότε θα διαβάζαμε αλλιώς όχι μόνο τις μιντιακές ερωτήσεις και την ‘σειρά’ εκφοράς τους (που στην περίπτωση πχ του ασήμαντου εν συγκρίσει Αυτιά έβαλε δεύτερη την τωρινή κυβερνητική συγκυρία μετατρέποντας, άθελα προφανώς, την Κανέλλη σε μέρος του κυβερνητικού αφηγήματος) αλλά και τις πολιτικές ρητορικές περί του νόμου και της τάξης, ή του φράχτη του Έβρου, που χειραγωγούν πραγματικές ανάγκες όπως της ασφάλειας, για να μην δώσουν λύσεις, όπως φαίνεται εκ των αποτελεσμάτων στην καθημερινότητά μας. Αλλά κι ως δημόσια πρόσωπα θα πέφταμε δυσκολότερα, αφού θα αντιδρούσαμε πιο επιτυχημένα, στην παγίδα καμιάς πλευράς.

Ένα ιστορικό παράδειγμα, έξω από το δικό μας τοξικό κλίμα ώστε να το κατανοήσουμε με λιγότερους αμυντικούς μηχανισμούς:  το 2016, εξήντα εννέα χρόνια αφότου ο M.L. King έγραψε το «The Purpose of Education» στο οποίο τόνιζε πως δίχως κριτική γνώση δεν νοείται εκπαίδευση, ένας άνδρας ονόματι Micah Johnson, οργισμένος από τους πυροβολισμούς τις κακοποιήσεις και τις δολοφονίες της αστυνομίας σε άοπλους Αφροαμερικανούς, έστησε ενέδρα σε αστυνομικούς στο Ντάλας του Τέξας. Σκότωσε πέντε αστυνομικούς και τραυμάτισε αρκετούς άλλους, καθώς και περαστικούς. Αυτός ο μαζικός πυροβολισμός συγκλόνισε την Αμερική και εστίασε την πολιτική ρητορική στο ζήτημα της σταθερότητας των φυλετικών σχέσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Δύο εβδομάδες μετά τον πυροβολισμό στο Ντάλας το 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ εκφώνησε την «ομιλία αποδοχής» του στο Εθνικό Συνέδριο των Ρεπουμπλικανών, αποδεχόμενος την ανάδειξη του ως υποψήφιος πρόεδρος του κόμματός του. Αν και επαίνεσε τους νεκρούς, η κύρια εστίασή του ήταν η απειλή της συλλογικής αμερικανικής (και όχι μόνο) μυθολογίας της δικαιοσύνης, τονίζοντας ότι «αυτές οι δολοφονίες (αφήνοντας επιλεκτικά απέξω όσες προηγήθηκαν) απειλούν τον ίδιο τον τρόπο ζωής μας. . . κι άρα θα αποκαταστήσω το νόμο και την τάξη στη χώρα μας».

Η μυθολογία στην πολιτική, είτε αφορά μια κοινωνία, μια ομάδα ή ένα κόμμα, δεν είναι απλό πράγμα. Ξεκλειδώνει την συντηρητικοποίηση. Αναδεικνύει την δική μας ευθύνη στην αναπαραγωγή της.

Εάν ο αποδιοπομπαίος τράγος είναι ένα απλό και άρα αποτελεσματικό εργαλείο για την εκτροπή της ευθύνης, ο θρήνος για το τι διακυβεύεται να χαθεί είναι απλά Scapegoating στραμμένο προς τα μέσα, που αναδεικνύει κάποιους ‘άλλους’ ως την κυρίαρχη απειλή, ακόμη κι όταν δεν είναι, κλείνοντας έναν αναπόδραστο κύκλο στις προσλήψεις και στις δυνατότητες.

Αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι επειδή χρησιμοποιούμε σύμβολα και δημιουργούμε μύθους ως ομάδα, φυλή ή οργανωμένη κοινωνία ως βασικό συνεκτικό υλικό, εάν ένας ή περισσότεροι από τους μύθους σπάσουν – για παράδειγμα, η ιεραρχία της- εμείς ως ομάδα βιώνουμε «αμηχανία ρόλου», η οποία είναι παρόμοια με «το θεολογικό δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος» (Burke Permanence and Change). Μια κοινωνία της οποίας ο μύθος απειλείται θα βρει έναν τρόπο να εκτρέψει την απειλή και να αποκαταστήσει τον μύθο. Για παράδειγμα, τα κράτη μας μυθοποιούν μια κοινωνία ισότητας αποκρύβοντας τις βαθιές ανισότητες, οπότε όταν οι πολίτες των πόλεων μας ξεσηκώνονται σε ‘αστικές εξεγέρσεις’, η κατεστραμμένη περιουσία υποτάσσεται στον μύθο της κατεστραμμένης (ανύπαρκτης) ενότητας που προτεραιοποιείται, κι όποιος/α προσπαθήσει όχι να δικαιολογήσει αλλά να αιτιολογήσει την βία αντιμετωπίζεται όχι ως αντίπαλος/η των αιτιών της, αλλά  ως προαγωγός της, από όσους ακριβώς εξασφαλίζουν τις συνθήκες της αναπαραγωγής της.

Η πράξη της αξιοποίησης των αντιλήψεων του κοινού βρήκε ανέκαθεν στέγη στην αρχαία, μεσαιωνική και σύγχρονη πολιτική ρητορική. Οι αρχαίοι Έλληνες μάλιστα είχαν έναν όρο, τον ‘πειθαναγκασμό’ που δείχνει το πάντρεμα της πειθούς με την ανάγκη.

Στο «Η Ιεραρχία ως συμβολική Μεταφορά», ο Burke καταγράφοντας ένα τεχνολογικό σύστημα που τρέχει ιλιγγιωδώς ενώ οι αποκρίσεις μας μένουν πίσω, αναρωτιέται πώς πρέπει να εξετάζουμε τη ρητορική σε ομιλίες όπου το μόνο πραγματικό ενδιαφέρον είναι η υλική εξουσία και το κύριο μέσον είναι ο (επιλεκτικός) ηθικισμός και η .ψυχολογική χειραγώγηση. Και αυτό αφορά και τις πολιτικές συλλογικότητες αλλά και, (απέναντι σε Αυτιάδες διάφορων πλευρών), τον σε ανάγκη εύρεσης επιδοκιμαστικού ακροατηρίου εαυτό μας.