Η εργώδης και επιτυχημένη, όπως προκύπτει εκ του εκλογικού αποτελέσματος, προσπάθεια της κυβερνητικής προπαγάνδας ήταν να παρουσιάσει το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ σαν δήθεν ακριβό και γι’ αυτό ανέφικτο.

Ads

Με τον τρόπο αυτόν και εμφανίζοντας ταυτόχρονα το πρόγραμμα της ΝΔ σαν δήθεν μονόδρομο, εξέτρεψαν τη συζήτηση από τη δυσάρεστη, για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, κυβερνητική οικονομική πολιτική.

Σήμερα, μετά τη στροφή της προεκλογικής καμπάνιας του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ στην κατεύθυνση της ανάδειξης των πραγματικών πτυχών των οικονομικών προγραμμάτων, η δημόσια συζήτηση φαίνεται να αλλάζει.

Και από εκεί που το ενδιαφέρον επικεντρώνονταν στο γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ δεν δέχεται την πρόταση της ΝΔ να κοστολογηθεί το δικό του πρόγραμμα από τρίτο αξιολογητή, τώρα που ο Αλέξης Τσίπρας πρότεινε να αξιολογηθούν και τα δύο προγράμματα και αυτό να προκαλέσει μια συζήτηση μεταξύ των δύο πολιτικών αρχηγών για την Οικονομία, η επικοινωνιακή γραμμή της ΝΔ άλλαξε ξαφνικά.

Ads

Μόλις δηλαδή ο Αλέξης Τσίπρας έφερε την προεκλογική συζήτηση εκεί που θα έπρεπε να είναι από την αρχή, στη σύγκριση δηλαδή των οικονομικών προγραμμάτων, η ΝΔ αρνήθηκε να συμμετάσχει.

Αποκαλύφθηκε έτσι ότι η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη διεξάγει την προεκλογική της εκστρατεία με όρους «μαύρης προπαγάνδας».

Όσο η συζήτηση έμενε στο επίπεδο των fake news για το πρόγραμμα του αντιπάλου της, χωρίς ταυτόχρονα να συζητιέται το δικό της, ήταν όλα καλά.

Μόλις όμως άνοιξε η δημόσια συζήτηση για τις πραγματικές διαστάσεις των οικονομικών προγραμμάτων και τη σύγκρισή τους, η ΝΔ φυγομάχησε. Και έστειλε, για μια ακόμη φορά, τη μπάλα στην κερκίδα.

Τι φοβάται όμως η ΝΔ από την αξιολόγηση και τη σύγκριση των δύο προγραμμάτων; Αφού έτσι κι αλλιώς οι πολίτες είχαν την ευκαιρία, εδώ και τέσσερα χρόνια, να γνωρίσουν καλά τη δική της οικονομική πολιτική.

Μια πολιτική που, στο όνομα του ιδεολογήματος της αυτορρύθμισης της αγοράς και με το πρόσχημα ότι η ακρίβεια είναι διεθνής και δήθεν εισαγόμενη και συνεπώς δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από την ελληνική κυβέρνηση, άφησε την ακρίβεια ανεξέλεγκτη.

Έτσι, αντί οι αγορές να ρυθμίζονται από το κράτος, ρυθμίζονταν από τους κερδοσκόπους που ανέβασαν τις τιμές στα ύψη.

Η ακραία νεοφιλελεύθερη αυτή πολιτική είχε ως συνέπεια οι κερδοσκόποι να αποκομίσουν 6 δις ευρώ αφορολόγητα υπερκέρδη από τις ανατιμήσεις του ρεύματος και της βενζίνης.

Μια χωρίς προηγούμενο αναδιανομή εισοδήματος από τους πολλούς της μεσαίας και χαμηλής τάξης στους λίγους και οικονομικά ισχυρούς.

Στη συνέχεια και για να στηρίξει η κυβέρνηση μερίδα των αδύναμων καταναλωτών, μοίρασε περίπου 60 δις από τα δημόσια ταμεία σε επιδοτήσεις και σε κουπόνια.

Με τελικό αποτέλεσμα τη δημοσιονομική εκτροπή της χώρας, της οποίας το εξωτερικό δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε κατά 44 δις και έφτασε και πάλι στα επίπεδα του 2011.

Μια εκτροπή που θα την πληρώσουμε ακριβά, με την επαναφορά της λιτότητας τα επόμενα χρόνια.

Με τη δικαιολογία δηλαδή ότι η ακρίβεια δεν είναι, δήθεν, διαχειρίσιμη από την ελληνική κυβέρνηση γιατί είναι εισαγόμενη από το εξωτερικό, η οικονομική πολιτική της ΝΔ παρουσιάστηκε επικοινωνιακά σαν μονόδρομος.

Όμως τα διεθνή δεδομένα, τα οποία αποκρύπτονται εντέχνως από την προπαγάνδα, την διαψεύδουν κατηγορηματικά. Καθώς οι τιμές του ρεύματος και της βενζίνης στην Ελλάδα, καθ’ όλη τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, ήταν σταθερά πολλαπλάσιες από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.

Που σημαίνει ότι το κυβερνητικό αφήγημα της εισαγόμενης ακρίβειας διαψεύδεται. Γιατί αν η ακρίβεια ήταν πράγματι διεθνής, οι τιμές θα διαμορφώνονταν στα ίδια επίπεδα παντού και δεν θα ήταν 3 και 4 φορές φτηνότερες στα ευρωπαϊκά κράτη.

Άρα κάτι έκαναν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και μείωσαν σημαντικά τις τιμές, που δεν το έκανε η ελληνική.

Αυτό το «κάτι» είναι η επανακρατικοποίηση των κάποτε δημόσιων επιχειρήσεων ηλεκτρισμού, προκειμένου να επιβάλουν πλαφόν στις ανατιμήσεις και να ελέγξουν αποτελεσματικά τα κερδοσκοπικά φαινόμενα στις εκεί αγορές.

Κι ακόμη, η μείωση των έμμεσων φόρων, του ΦΠΑ και του ΕΦΚ, με την οποία κατάφεραν τα ευρωπαϊκά κράτη και μείωσαν τις τιμές, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά την ακρίβεια.

Αυτή την αλήθεια της αποτελεσματικής, απέναντι στην ενεργειακή κρίση, ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, την οποία έχει υιοθετήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ στο κυβερνητικό του πρόγραμμα, προσπάθησε η κυβέρνηση να αποκρύψει με την τεχνική της «μαύρης προπαγάνδας» σε βάρος του προγράμματος του βασικού αντιπάλου της.

Καθώς, αν αποδεικνύονταν οι πραγματικές διαστάσεις της οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και γίνονταν γνωστό ότι αυτή ακολουθεί τα ευρωπαϊκά πρότυπα, θα διαψεύδονταν το κυβερνητικό αφήγημα. Σύμφωνα με το οποίο η πολιτική των υπερκερδών για τις μεγάλες επιχειρήσεις είναι, δήθεν, μονόδρομος, ενώ η πολιτική των επιδομάτων και των κουπονιών είναι, τάχα, κοινωνική πολιτική.

Οπότε, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα κατέρρεε το αφήγημα με το οποίο η κυβέρνηση της ΝΔ αποκοίμιζε τους πολίτες, υποστηρίζοντας ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να αντιμετωπίσει την ακρίβεια.

Και βέβαια θα κατέρρεε και το αφήγημα με το οποίο ξεγελούν τους ψηφοφόρους, ότι δήθεν δεν αύξησαν κανένα φόρο.

Αφού είμαστε η μόνη χώρα της Ευρώπης που δεν μείωσε τους έμμεσους φόρους, τον ΦΠΑ και τον ΕΦΚ. Που είναι και οι πιο άδικοι σε σχέση με τους άμεσους, γιατί μέσω των αυξημένων τιμών των αγαθών ευρείας χρήσης, όπως το ρεύμα, η βενζίνη και τα προϊόντα σούπερ μάρκετ, φορολογούν το ίδιο όλους, ανεξάρτητα των εισοδημάτων τους. Με αποτέλεσμα η ποσοστιαία επιβάρυνση των έμμεσων φόρων να είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη για μικρά εισοδήματα.

Όχι μόνο, λοιπόν, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έκανε ό,τι μπορούσε για να αντιμετωπίσει την ακρίβεια και να ανακουφίσει τους πολλούς, αλλά αντίθετα, έκανε ό,τι μπορούσε για να τους επιβαρύνει, προκειμένου να αποφέρει υπερκέρδη σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις.

Ας μιλήσουμε, λοιπόν, ενόψει των εκλογών της 25ης Ιουνίου, για τις δύο εναλλακτικές οικονομικές πολιτικές, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ. Που και οι δύο είναι εφικτές και εφαρμόσιμες. Σε αντίθεση με την κυβερνητική προπαγάνδα που ήθελε εφαρμόσιμη μόνο την κυβερνητική πολιτική.

Κι ας εξηγήσουμε στους ψηφοφόρους ότι αυτή ευνοεί μονόδρομα τους οικονομικά ισχυρούς και τις μεγάλες επιχειρήσεις, ρίχνοντας όλα τα βάρη στη μεσαία τάξη και τους οικονομικά αδύναμους. Κάποιους από τους οποίους, εκ των υστέρων, υποστηρίζει μερικά με επιδόματα και κουπόνια. Τα οποία όμως και αυτά καταλήγουν στα ταμεία των οικονομικά ισχυρών, καθώς με αυτά πληρώνονται οι υπεραυξημένοι λογαριασμοί των δικαιούχων.

Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ από την άλλη, που είναι αντίστοιχο με τα ευρωπαϊκά κυβερνητικά προγράμματα που αντιμετώπισαν επιτυχώς την ενεργειακή κρίση, προβλέπει ελέγχους στην ενεργειακή αγορά και γι’ αυτό εμποδίζει την κερδοσκοπία και περιορίζει την ακρίβεια.

Με αποτέλεσμα να  ευνοείται η συντριπτική πλειοψηφία της μεσαίας και χαμηλής οικονομικά τάξης. Και συγχρόνως να ευνοούνται και τα δημόσια ταμεία, αφού δεν υπάρχει πλέον η ανάγκη καταβολής επιδομάτων.

Αυτή η μικρή… λεπτομέρεια στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, ότι δηλαδή σε αυτό δεν υπάρχουν τα 60 δις που κόστισε η επιδοματική πολιτική της ΝΔ, δεν λήφθηκε υπόψη από την κυβερνητική προπαγάνδα που ανέβαζε τεχνηέντως το κόστος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ στα ύψη.

Όπως δεν ελήφθη επίσης υπόψη στους υπολογισμούς της προπαγάνδας και το γεγονός ότι η αύξηση των αμοιβών και η μείωση των τιμών στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, θα έχουν ευεργετικές συνέπειες καθώς θα τονώσουν την κατανάλωση και θα φέρουν κέρδη στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα την αύξηση και των δημόσιων εσόδων.

Δυο παρατηρήσεις όχι και τόσο ασήμαντες, μια και ανατρέπουν την εικόνα του μεγάλου κόστους του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ.

Αν αυτή η αλήθεια για το κόστος και το όφελος των δύο οικονομικών προγραμμάτων φτάσει στους ψηφοφόρους ενόψει των επερχόμενων εκλογών, το εκλογικό αποτέλεσμα είναι βέβαιο ότι θα ανατραπεί.

Αν δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων, που ανήκουν στη μεσαία και χαμηλή τάξη, αντιληφθούν την παγίδα που έστησε σε βάρος τους η ΝΔ, σε συνεργασία με την οικονομική ολιγαρχία και το μιντιακό κατεστημένο, είναι βέβαιο ότι δεν θα την ξαναψηφίσουν.

Γι’ αυτό και η προσπάθεια της μιντιακής προπαγάνδας σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου θα είναι να εκτραπεί η συζήτηση από τη σύγκριση των δύο οικονομικών προγραμμάτων.

Μόλις ο Αλέξης Τσίπρας και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ φέρνουν τη συζήτηση στην ουσία, τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ θα πετούν τη μπάλα στην κερκίδα, ρωτώντας δήθεν αδιάφορα «πως ορίζεται η μεσαία τάξη» και άλλες ανούσιες λεπτομέρειες.

Μόνος τρόπος λοιπόν για να καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ να ανατρέψει το αποτέλεσμα των προηγούμενων εκλογών, είναι να εξουδετερώσει την μιντιακή προπαγάνδα. Και να αποκαλύψει την αλήθεια για τα οικονομικά προγράμματα, φέρνοντας τη συζήτηση στο πραγματικό πεδίο της άμεσης σύγκρισής τους.

  • Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι Καθηγητής και πρώην Πρύτανης ΑΠΘ, Μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ