Μεγάλες αντιδράσεις προκάλεσε σε ένα μέρος του κόσμου, τελικά, η ροζ εκδοχή της ελληνικής σημαίας.

Ads

Τα σύμβολα, είτε εθνικά, είτε ιδεολογικά, επειδή συμπυκνώνουν ως αναπαράσταση ένα υπαρκτό ή προσδοκώμενο «εμείς» ανάλογα τις επιλογές των ατόμων, και τους περί αυτού αγώνες, αξίζουν, φυσικά, τιμής.

Μέρος, όμως, αυτής της τιμής είναι και η συνομιλία τους όχι μόνο με το παρελθόν ή το μέλλον, αλλά και με το παρόν.

Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις, γενικότερα, αφηρημένες οντότητες που αναφέρονται σε ιδέες που «σωματοποιούνται» όπως το έθνος (και όχι μόνο), λειτουργώντας συχνά πέρα από τη συνειδητή επίγνωση, εξωτερικεύονται μέσω μιας πολυεπίπεδης διαδικασίας που αποτελείται από επιλογή, σχηματοποίηση και έκφραση, μέσω της οποίας το περιεχόμενο της κοινωνικής ή ιστορικής «πραγματικότητας», ή μάλλον κάποιο μέρος της, εκφράζεται σε απτή μορφή (Jodelet , 2008· Σακκή, 2010). Αυτός είναι ο πυκνά φορτισμένος συμβολισμός κάθε σημαίας.

Ads

Όμως στις συλλογικές αναπαραστάσεις, και στις κοινωνικές και ψυχολογικές «επενδύσεις» των υποκειμένων πάνω τους, λαμβάνει χώρα η «φυσιολογικοποίηση» (Naturalization) μια διαδικασία κατά την οποία οι κατασκευασμένες ή επιβεβλημένες κοσμοθεωρίες ή τρόποι ζωής θεωρούνται φυσικές ή κοινές μέσω της συνεχούς επανάληψης σε διάφορες διαμεσολαβούμενες ή καθημερινές μορφές επικοινωνίας και κοινωνικών πρακτικών (Flick and Foster, 2010; Moscovici, 1984, 2008) που συχνά χρησιμοποιούνται πέρα από την επίγνωση και τον σχετικό προβληματισμό (Moscovici, 1984).

Για παράδειγμα, δύσκολα μπορούμε σήμερα να συνειδητοποιήσουμε ότι οι ήρωες της παλιγγενεσίας του 1821 πέθαιναν κάτω από διαφορετικές σημαίες, που κάποιες είχαν διαφορετικά χρώματα. Του κόκκινου, του μαύρου, του ροζ, του κίτρινου, του πράσινου συμπεριλαμβανομένων.

Ένα από τα «θέματα», άλλωστε, που σε έναν βαθμό σχηματίζουν και εκφράζουν τη διαμορφωμένη δομή των κοινωνικών αναπαραστάσεων, είναι ότι οι ίδιες στοχεύουν στην κωδικοποίηση του άγνωστου ή του ανεπαρκώς γνωστού, ευελπιστώντας μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες, όπως η «αγκυροβόληση» και η «αντικειμενοποίηση» (Fraser, Burchell, Hay & Duveen, 2001) σε μία κοινή ‘συμβολική’ γλώσσα.

Όπως τονίζουν οι Fraser et at., (2001): «… πιο πιθανό είναι να βλέπουμε (αντιλαμβανόμαστε) ότι γνωρίζουμε, παρά να γνωρίζουμε ότι βλέπουμε.».

Υιοθετημένη από 1η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου τον Ιανουάριο του 1822 ως μόνο ναυτική σημαία, η «γαλανόλευκη» υιοθετήθηκε ως η μοναδική εθνική σημαία μόλις στα 1978.

Όμως η πρόσφατη χρήση της ροζ σημαίας (σε μία εκδήλωση ‘κλειστού χώρου’ από την οποία δεν κινδύνευε επ ουδενί να αντικατασταθεί η εθνική σημαία) ώστε μέσω της τέχνης να τιμηθούν οι ελληνίδες, (και γενικότερα θα έπρεπε όλες οι γυναίκες που ζουν στην Ελλάδα) που έπεσαν και πέφτουν θύματα γυναικοκτονιών προκάλεσε δυσανάλογες αντιδράσεις.

Η δημόσια και υποδόρια αυτή αντίδραση εικόνας και γλώσσας μπορεί να αποκαλύψει πληθώρα κοινωνικών και μεταφυσικών επενδύσεων σε σχέση και με το έμφυλο. Γιατί οι αντιδράσεις δεν είναι καθόλου άσχετες με τον φόβο κι άρα την απαξίωση της «θηλυκοποίησης» του «ιερού».

O Connerton, στα 1989, επισημαίνει ότι οι κοινωνίες θυμούνται μέσα από σωματικές (κυρίως) πρακτικές. Στην σημαία οι σωματικές πρακτικές αφορούν την αναπαράσταση του ιθύφαλλου έθνους και δρώντας «προβολικά» θυμίζουν τον πολύπλοκο, αποτρεπτικό ή επιλεκτικό, τρόπο που θυμούνται τα κοινωνικά σύνολα, που ξεπερνά μάλιστα τον χρόνο, όχι ακυρώνοντάς τον, αλλά καθρεφτίζοντάς τον και, εν δυνάμει, νομιμοποιώντας τον ή από-νομιμοποιώντάς τον, όποτε χρειάζεται κοινωνικοπολιτικά, εσαεί.

Αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί δίχως την υποβοηθητική συνομιλία της με την άμεση γλώσσα φέρνοντας στην επιφάνεια τους πολιτιστικούς (κι άρα κοινωνικοπολιτικούς) πολέμους της εποχής μας, και κοινωνικές ανάγκες που άτομα και σύνολα μπορεί να τις αντιλαμβάνονται ως πραγματικές, σε εποχή που η ανασυγκρότηση αφορά (και) το φύλο και τις νέες προσλήψεις του μετά την επίδραση των ‘νέων κινημάτων’ διεκδίκησης, ανατροπής ή επαναφοράς.

«Παρατηρήστε/…/ την θηλυκοποίηση και “ουδετεροποίηση” του γένους των ανθρώπων» γραφόταν σε ακροδεξιό σάιτ μόλις πέρυσι, μιλώντας για την ‘πολιτιστική γενοκτονία και θηριωδία’ ανόσιων αναπαραστάσεων που απειλεί τα όσια και τα ιερά.

Ενώ είναι γνωστή και η ατάκα του εξ ‘αριστερών’ Ζουράρι που ειρωνευόταν σε διάλογο του με φεμινίστριες την ‘παλινόρθωση της κλειτορίδας΄.

Η γαλανόλευκη έχει δεχθεί συμβολικές παρεμβάσεις για να απεικονισθεί πένθος, πολίτευμα, ή τελετή. Έχει λοιδορηθεί ως σύμβολο ενός κρατικού πατριωτισμού κενού περιεχομένου από σατιρικούς καλλιτέχνες. Αλλά δεν είχε θηλυκοποιηθεί έτσι ποτέ.

Η ίδια η αντίδραση αναπαριστά τόσο ‘δομικά’ την κυρίαρχη εκδοχή της αρρενωπότητας’ που πρέπει να επιστρέψει και να επανα-κατακτηθεί «μέσα σε όλη την κυριαρχία της woke κουλτούρας» (με τα δικά της θετικά και τις δικές της ακρότητες και αυτή) και των φοβικών αντιδράσεων που προξενεί για το χάσιμο του ανδρισμού έθνους, ανατρέποντας αφηγηματικά μοτίβα και τρόπους ζωής, την ίδια ώρα που κάθε εθνική σημαία έχει χρησιμοποιηθεί δίχως αντίδραση ως εμπορικό σύμβολο σε ταινίες τόσο εξωφρενικές που παρωδούν τον πόλεμο και την έννοια του ήρωα και της ηρωίδας προβάλλοντας μία υπερ-αρρενωπότητα.

Αυτό που κάνει τις τελευταίες αναπαραστάσεις και προσλήψεις της πραγματικότητας ιδεολογικά εργαλεία είναι το εύρος χρήσης τους (Crime, Deviance, and Social Control in the 21st Century: A Justice and…), λειτουργώντας «ως μορφές κοινωνικού ελέγχου του φαντασιακού μέσα από την δημιουργία ή την διάχυση των ‘κατάλληλων’ ψευδαισθήσεων» (Chomsky 1989).

Οι αναπαραστάσεις αυτές που «κατασκευάζουν και παγιώνουν την συναίνεση χειραγωγώντας την κοινή γνώμη» (Lippmann, 2004) χρησιμοποιούν το πρόταγμα επιβολής της νομιμότητας κατά ‘δαιμονοποιημένων άλλων’ κι ανάμεσα τους τον πατριωτισμό, τον πόλεμο με την φύση ή τον/το διαφορετικό όπως είναι το θηλυκό σεψ όλες τις εκδοχές του, την κατάκτηση και την ‘τελική νίκη’ του δυνατού πολιτισμένου ως βασική παράμετρο της ανδρικής ανάγνωσης του κόσμου.

Αλλά – αναμενόμενα – χρησιμοποιούν επίσης προνομιακά -και πολύ επιλεκτικά- το έμφυλο. Π.χ. η δημοφιλής ‘διασκέδαση δράσης’, παρά τις υπαρκτές εξαιρέσεις- βασίζεται κυρίως σε πλοκή που θέτει πολιτικά ζητήματα ακόμη κι όταν χρησιμοποιεί ως μανδύα γυναίκες ως καλλονές προς τέρψην, σατανικές δολοπλόκες που επιβεβαιώνουν τον μισογυνισμό ή θύματα που επαναφέρουν την γυναικεία παθητικότητα και την ‘ανάγκη προστασίας’, κάτι βαθιά χειριστικό για όλα τα φύλα.

Μία καλλιτεχνική παρέμβαση όμως, με την ελευθερία που οφείλει να έχει ώστε να ανατρέπει τις προσλαμβάνουσες ενός ‘δοσμένου’ κόσμου, ηρωοποίησε τα θύματα των γυναικοκτονιών. Αληθινών ανθρώπων, πολλές φορές εμπλεκόμενες σε έναν ηρωικό αγώνα, σήμερα. Σφάλμα «μεγάλο» που αφορά κι ευρύτερες ομάδες πληθυσμού κι εν δυνάμει πολιτικοκοινωνικές αναγνώσεις. ‘Ο’ πρωταγωνιστής, μέσα από το χρώμα είχε αλλάξει. Σε συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Αυτό που επιβλήθηκε ήταν ουσιαστική λογοκρισία, αφού το έργο επιβλήθηκε ‘να κατέβει’.

Η πίστη στην ηγεμονεύουσα (οικονομική, κοινωνική, φυλετική, έμφυλη) τάξη επιβάλλεται μέσω της μόνης εκδοχής του ιερού και δαιμονοποίησης του αλλότριου (Russell Brown 1998) και της ταύτισης των θεατών-καταναλωτών με ‘τον’ (συλλογικό ή ατομικό) πρωταγωνιστή, ο οποίος λειτουργεί ψυχοκοινωνικά ως ένα ‘μεγεθυσμένο συλλογικό και ατομικό εγώ’ προς κατανάλωση, ώστε από την μια να διαπραγματευτεί ‘θεραπευτικά ο θεατής (και δευτερευόντως η θεάτρια) και από την άλλη να τα ‘αποφύγει’- τα πραγματικά ελλείμματα της ‘αληθινής ζωής’. Όπως αυτά που αποκαλύπτουν οι γυναικοκτονίες.

Ο καθένας και η καθεμιά μπορεί και θα έπρεπε να έχει την γνώμη του για το τι είναι αρεστό ή αποδεκτό. Η Λογοκρισία, όμως, κρατική ή διαδικτυακή, όποιου χρώματος, αφού (και) η οθόνη έγινε ένα εικονικό παλίμψηστο της Μεσαιωνικής πλατείας που όποτε χρειάστηκε έκαιγε τους “αιρετικούς” και τις “αιρετικές” σε δημόσια θέα προς τέρψη και συμμόρφωση, δεν αφορά την προστασία του συνόλου ή των ιερών συμβόλων ή ιδεών του.

Δεν καταρρέει κανένα σύμβολο και κανένα σύνολο από την άλλη, την άβολη για τους δυνατούς ή τους πολλούς (που δεν ταυτίζονται πάντα κι ας αλλητροφοδοτούνται) προσέγγιση που ανοίγει σοκάροντας την κουβέντα, σε μια – καλαίσθητη ή όχι, επιτυχημένη ή όχι- απόπειρα να κεντροποιήσει στο δημόσιο βλέμμα ένα ζήτημα.

Αφορά έναν “ηθικό πανικό” που αστυνομεύει την επί του κόσμου αναπαράσταση μέσα και γύρω μας, οριοθετώντας το εκκρεμές της συνείδησης με τρόπο (-ους) που να οριοθετεί στενά και την επί του κόσμου πράξη. Για αυτό και δεν αφορά ποτέ στο βάθος πρόσωπα αλλά σύνολα που θα έπρεπε (και το είχε πει εξαιρετικά ο “Δήλιος δύτης” της Ιωνικής φιλοσοφίας) μέσα από τις αντιφάσεις να χτίζει την ενότητα, θεωρώντας τες ως απαραίτητο συστατικό της.