Η κυβέρνηση πρόσφατα ψήφισε νόμο με τον οποίο εκτιμάται πως 30.000 «άτυποι μετανάστες», που ζούσαν και εργάζονταν στη χώρα μας έως την 30η Νοεμβρίου 2023 τουλάχιστον για 3 συνεχόμενα χρόνια, θα αποκτήσουν νόμιμη πρόσβαση στην αγορά εργασίας.

Ads

Η ρύθμιση δεν αποτελεί νομιμοποίηση, ούτε δίνει δικαίωμα για οικογενειακή επανένωση, μόνιμη διαμονή και ιθαγένεια. Καθώς ο αριθμός και η κατάρτιση των μεταναστών προκύπτει τυχαία, δηλ. από αυτούς που βρέθηκαν στη χώρα, προφανώς δεν καλύπτει τις ανάγκες μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Απλά θα αμβλύνει τις σημερινές  ανάγκες σε ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό στις κατασκευές, στον τουρισμό ίσως και στη γεωργία.

Επίσης, καθώς οι μετανάστες  που θα αποκτήσουν νόμιμη πρόσβαση στην αγορά εργασίας θα είναι κυρίως νέοι άνδρες, χωρίς δυνατότητες οικογενειακής επανένωσης, η ρύθμιση αυτή δε θα συμβάλει στην άμβλυνση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας.

Ασφαλώς είναι μια μικρή κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση, μια δύσκολη κίνηση για την κυβέρνηση που για μεγάλο χρονικό διάστημα γαλούχησε την ελληνική κοινωνία με μια αντιμεταναστευτική ρητορεία.

Ads

Η ρύθμιση εκτιμάται πως θα αυξήσει τα έσοδα του δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων, θα περιορίσει την αδήλωτη/ μαύρη εργασία και την παραβατικότητα. Επιχειρεί να αντιμετωπίσει, με ένα πολύ δειλό τρόπο βέβαια, το πρόβλημα της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού. Οι ελλείψεις αυτές οφείλονται κυρίως στο οξύτατο δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα και στη φυγή από τη χώρα πολλών γηγενών και αλλοδαπών (κυρίως Αλβανών), είτε λόγω παλιννόστησης είτε λόγω εξακολουθητικής μετανάστευσης σε άλλη χώρα, η οποία κορυφώθηκε στα χρόνια της κρίσης.

Να θυμίσουμε πως η κυβέρνηση τον Απρ. του 2023 ενέκρινε την είσοδο 168.000 εργαζομένων από τρίτες χώρες για τη διετία 2023-24 προκειμένου να καλυφθούν κενές θέσεις εργασίας. Οι εγκρίσεις αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά (99,5%) ανειδίκευτους και κατανέμονται κατά 77% στον πρωτογενή τομέα και από 7% περίπου στις κατασκευές, στον τουρισμό και στη βιομηχανία. Αυτό βέβαια που είναι πιο ενδιαφέρον είναι πως τα αιτήματα των επιχειρηματιών αφορούσαν στην εισαγωγή 380.000 εποχικών μεταναστών και πάλι ανειδίκευτων (99,4%) και με την ίδια περίπου τομεακή κατανομή. Όμως, οι ρυθμίσεις αποδείχτηκαν ελκυστικές για ένα πολύ μικρό αριθμό μεταναστών, γιατί χρειάζονταν να αντιμετωπίσουν συχνά ανυπέρβλητα γραφειοκρατικά και άλλα εμπόδια και προτίμησαν τελικά πιο «γενναιόδωρες» χώρες.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να θέσω έναν γενικότερο προβληματισμό σε σχέση με το ανειδίκευτο ανθρώπινο δυναμικό που ζητάει σήμερα η ελληνική οικονομία και την αναγκαιότητα να ξεφύγουμε από τα χαρακτηριστικά του υπάρχοντος αναπτυξιακού υποδείγματος και να μεταβούμε σε ένα άλλο που θα έχει ανάγκες για εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό.

Η εικόνα αυτή των συντριπτικά ανειδίκευτων εισερχόμενων μεταναστών, αποτελεί  απείκασμα του μονίμου ελλείματος στα ισοζύγια αγαθών και συναλλαγών. Το ένα προκύπτει από το άλλο και το ενισχύει. Στο βαθμό που οι ανάγκες εισαγωγής εργατικού δυναμικού παρουσιάζουν την παραπάνω μορφή δεν μπορεί παρά να περιμένουμε διαρκή ελλειμματικότητα στα ισοζύγια αυτά. Ίσως και αντίστροφα, ένα διαρκές ελλειμματικό ισοζύγιο συναλλαγών καθηλώνει τη χώρα σε μακροχρόνια ανταγωνιστική υστέρηση, η οποία ανακόπτει επενδύσεις στην έρευνα, την καινοτομία, τη γνώση που θα μπορούσαν σταδιακά να δημιουργήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Στη χώρα μας παρατηρείται υψηλή ζήτηση για «εισαγωγή» ανειδίκευτων μεταναστών και ταυτόχρονα φυγή εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού (brain drain). Υπάρχει δηλαδή υψηλή ζήτηση για ανειδίκευτη απασχόληση και πολύ περιορισμένη ζήτηση για εξειδικευμένη απασχόληση που καθρεφτίζει την προβληματική δομή της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή μια οικονομία η οποία είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλής και μέσης προστιθέμενης αξίας.  Αντιθέτως χρειαζόμαστε μια στρατηγική για ποιοτική ανάπτυξη, η οποία θα στηρίζεται στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και θα έχει ως στόχο τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, με αύξηση ιδίως της βιομηχανικής παραγωγής, καθώς και τη στροφή προς τις εξαγωγές. Σήμερα, η πρόκληση της μετάβασης από μια οικονομία χαμηλής εξειδίκευσης και χαμηλής εντάσεως τεχνολογίας, σε μια οικονομία μέσης και υψηλής εντάσεως τεχνολογίας, είναι τεράστια.

Μιλώντας για την «μεγάλη εικόνα της χώρας» αυτό που αναδύεται είναι πως πολλά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας σε μια πρώτη ανάγνωση φαίνονται να εξελίσσονται καλά: αύξηση ΑΕΠ/κεφαλή, μείωση ανεργίας, ξένες επενδύσεις, χρέος/ΑΕΠ, επενδυτική βαθμίδα, αύξηση της παραγωγικότητας, αυξημένες επιδόσεις στην Ε&Α.  Επειδή, όμως, το πρόβλημα της οικονομίας βρίσκεται στον πυρήνα της, δηλ., στο αναπτυξιακό της υπόδειγμα, η χώρα δεν μπορεί να αποκτήσει μια αναπτυξιακή δυναμική, με αποτέλεσμα την διαρκή διαρροή των νέων πτυχιούχων μας (brain drain), την συνέχιση της δημογραφικής μας παρακμής, ένας φαύλος κύκλος.

Η χώρα βαδίζει χωρίς ιδιαίτερες ενδείξεις βελτίωσης σε μια σειρά κρίσιμα μεγέθη και δείκτες όπως: το δημόσιο αλλά και το ιδιωτικό χρέος παρά την ισχνή υποχώρηση – περισσότερο ως ποσοστό του ΑΕΠ και λιγότερο σε πραγματικούς όρους- παραμένουν σε ανησυχητικά επίπεδα. Τα ελλείμματα στα ισοζύγια πληρωμών, έχουν λάβει διαστάσεις εκτροπής. Οι επενδύσεις, παρά την μικρή βελτίωσή τους, παραμένουν χαμηλές και μάλιστα εξακολουθούν να συγκεντρώνονται στους παραδοσιακούς τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας (τουρισμός, κατασκευές κ.λπ.), στους οποίους βεβαίως και οι αμοιβές και η αντίστοιχη παραγωγικότητα πραγματοποιούν χαμηλές πτήσεις. Οι ξένες επενδύσεις, παρά την αύξησή τους, εξακολουθούν να επικεντρώνονται στις ίδιες παραδοσιακές κατευθύνσεις. Συνήθως δεν πρόκειται για νέες επενδύσεις αλλά για εξαγορά υπαρχουσών, μεγάλων κερδοφόρων επιχειρήσεων («τα ασημικά του στέμματος»), με κύριο στόχο την σε βραχυ- μεσοχρόνιο ορίζοντα άντληση κερδών και όχι την ανάπτυξή τους με νέες και καινοτομικές ιδίως επενδύσεις. Οι τραπεζικές χρηματοδοτήσεις για επενδύσεις παραμένουν καθηλωμένες. Το Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας, έχει πολύ χαμηλή απορρόφηση (8%) και τα δάνειά του κατευθύνονται σε ελάχιστες πολύ μεγάλες εταιρείες. Έτσι, κινδυνεύει να αποτελέσει άλλη μια χαμένη ευκαιρία ευρωπαϊκής βοήθειας (μετά τα ΜΟΠ, τα ΚΠΣ και τα ΕΣΠΑ κ.λπ.) για να πραγματοποιηθούν σημαντικές «τομές» στην ελληνική οικονομία.

Η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει εξαιρετικά χαμηλή σε απόλυτους και συγκριτικούς όρους. Παρόλο που αυξήθηκε κατά 0,3% ανά ώρα εργασίας και κατά 2% ανά απασχολούμενο, υπολείπεται κατά πολύ του μ.ό. της ΕΕ27, καθώς σε απασχολούμενους αγγίζει το 61% και σε ώρες εργασίας το 49% του μ.ό. της ΕΕ27. Μάλιστα, η διαφορά στην παραγωγικότητα της εργασίας μεταξύ της ελληνικής οικονομίας και της ευρωπαϊκής παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια καθόλη την περίοδο 2019-2023. Η μείωση του πληθυσμού χωρίς ουσιαστική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ή / και αύξηση της συμμετοχής στην εργασία κυρίως των γυναικών που σήμερα είναι στο 60%, θα οδηγήσει σε μείωση του ΑΕΠ.

Τι πρέπει να γίνει: Σημαντική αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, βέβαια τέτοιες  επενδύσεις είναι κοστοβόρες, απαιτούν σταθερό χρηματοπιστωτικό σύστημα και μια κεκτημένη βιομηχανική βάση που δεν την έχουμε. Και σημαντική επένδυση και σε εμπορεύσιμες υπηρεσίες που απαιτούν κυρίως γνωσιακό κεφάλαιο το οποίο έχουμε σε ικανές ποσότητες και από εκεί ίσως είναι καλύτερο να ξεκινήσουμε. Το πάγιο κεφάλαιο στις επενδύσεις γνώσης δε χρειάζεται απαραιτήτως να είναι πολύ υψηλό.  Απασχόληση καλά αμειβόμενου προσωπικού (ποιοτική/ σταθερή εργασία) και όχι χαμηλές αμοιβές που λειτουργούν αποτρεπτικά για την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων. Στήριξη ΜμΕ ώστε να μεγαλώσουν, να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και να ενταχθούν σε αλυσίδες αξίας. εκμετάλλευση των ευκαιριών που η μετατροπή της παγκοσμιοποίησης σε «φιλική περιφερειοποίηση» δημιουργεί σταδιακά.

Και βέβαια προσπάθεια αντιμετώπισης του δημογραφικού. Η δημογραφική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας είναι κυρίως αποτέλεσμα της μείωσης της γονιμότητας, της γήρανσης του πληθυσμού και βεβαίως της 14ετούς κρίσης, υπό τη διπλή μορφή του περιορισμού των δυνατοτήτων απόκτησης οικογένειας λόγω της οικονομικής και εργασιακής επισφάλειας και της αύξησης της φυγής των νέων μας (πτυχιούχων ή όχι) στο εξωτερικό. Η άσκηση μιας πιο ανοικτής πολιτικής για την εισαγωγή και ένταξη μεταναστών, μολονότι δεν είναι πανάκεια, μπορεί να αποτελέσει μια απάντηση, και μάλιστα άμεση, αν και μερική στο δημογραφικό και στις ελλείψεις που υπάρχουν στην αγορά εργασίας

Αυτή η ανισορροπία στο ισοζύγιο δεξιοτήτων (εκροή εξειδικευμένων – εισροή ανειδίκευτων) μαζί με το δημογραφικό υποβαθμίζει το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας και αυτό πρέπει να αναστραφεί. Tο πρόβλημα δεν είναι ούτε η ανειδίκευτη εργασία ούτε αυτοί που την κάνουν ούτε οι ίδιες οι δραστηριότητες που την έχουν ανάγκη (ανειδίκευτη εργασία κι εργαζόμενους συναντάμε και στις πλέον προηγμένες/εξαγωγικές οικονομίες), αλλά το παραγωγικό υπόδειγμα που μονομερώς «επενδύει» σε αυτές τις δραστηριότητες, χωρίς παράλληλα να δημιουργήσει προϋποθέσεις για την κινητοποίηση υψηλής προστιθέμενης αξίας παραγωγικές επενδύσεις που θα αξιοποιούν και το υπάρχον (ή και εισαγόμενο) υψηλά εξειδικευμένο και δημιουργικό εργατικό δυναμικό..

Όσον αφορά την αντιμετώπιση του δημογραφικού αλλά και την κάλυψη των κενών στην αγορά εργασίας χρειάζεται μια ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική. Μια πολιτική που δεν θα στηρίζεται μόνο στα υπάρχοντα αιτήματα της σημερινής δομής της οικονομίας γιατί αυτή είναι προβληματική. Μια πολιτική που θα βλέπει το θέμα της προσέλκυσης μεταναστών μέσα στα πλαίσια μιας στρατηγικής δόμησης νέων συγκριτικών πλεονεκτημάτων που θα μας επιτρέψουν να μεταβούμε σε μια οικονομία γνώσης. Μια μεταναστευτική πολιτική για μια αγορά εργασίας που αξιοποιεί εξειδικευμένο δυναμικό, και στοχεύει όχι απλά στη μείωση του brain drainκαι στην επιστροφή κάποιων από αυτούς που έφυγαν αλλά και στην προσέλκυση εξειδικευμένων από τρίτες χώρες.

  • Ο Λόης Λαμπριανίδης ειναι οικονομικός γεωγράφος, αφ. καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας