Ασφαλώς χρειάζονται πολιτικές για τη στήριξη της αύξησης των γεννήσεων όπως επιδόματα, βρεφονηπιακοί σταθμοί, γονικές παροχές και άδειες, επιμόρφωση κτλ.

Ads

Όμως, αυτές δεν μπορούν να φέρουν δραστικά αποτελέσματα και σίγουρα όχι άμεσα. Γιατί η αύξηση των γεννήσεων επηρεάζεται από τις ευρύτερες συνθήκες της κοινωνίας όπως ην οικονομική αβεβαιότητα των νέων ζευγαριών, το ότι η κοινωνίας μας είναι πατριαρχική κ.λπ.

Ένας τρόπος να αντιμετωπιστεί άμεσα το δημογραφικό είναι ακολουθώντας την κατάλληλη μεταναστευτική πολιτική. Βέβαια, η είσοδος και ένταξη μεταναστών, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί πανάκεια, θα μπορούσε όμως να αποτελέσει μια απάντηση και μάλιστα άμεση σε τρία οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία. Δηλαδή, στο δημογραφικό, στις ελλείψεις που υπάρχουν στην αγορά εργασίας και στην ερήμωση μεγάλου μέρους της υπαίθρου.

Όμως η είσοδος μεταναστών θα πρέπει να προκύπτει ορθολογικά στη βάση ενός εθνικού αναπτυξιακού σχεδιασμού και όχι τυχαία, όπως συνέβη στη χώρα τα τελευταία 30 χρόνια. Η είσοδος των μεταναστών θα πρέπει να υπάγεται σε ορισμένα κριτήρια, συναφή με την αγορά εργασίας, όχι τη σημερινή μόνο, αλλά και αυτή την οποία στοχεύουμε δηλ. την αγορά εργασίας στην οικονομία της γνώσης.

Ads

Ερήμωση υπαίθρου

Η χώρα έχει έντονες περιφερειακές ανισότητες. Το 1/3 των Δήμων που αποτελούνται από μικρές επαρχιακές πόλεις και χωριά, κατά βάση αγροτικά και (ημι)ορεινά, μέσα σε μια δεκαετία έχουν υποστεί πληθυσμιακή μείωση άνω του 10% και οριακά ακόμα και άνω του 30%. 17 από τους 51 νομούς (ΠΕ) έχουν λιγότερο από το ½ του ΑΕΠ/κεφαλή της Αττικής.

Οι τελευταίες δύο δεκαετίες χαρακτηρίστηκαν από την ευρεία αναγνώριση της σημασίας της γνώσης, της καινοτομίας και του ανθρώπινου δυναμικού ως του κύριου συντελεστή οικονομικής ανάπτυξης. Η εκπαίδευση αποτελεί τον παράγοντα που σαφώς διαδραματίζει τον κυρίαρχο ρόλο στη διαδικασία σχηματισμού του ανθρώπινου κεφαλαίου. Πολλές περιοχές της χώρας πάσχουν από υποεκπροσώπηση εκπαιδευμένου πληθυσμού: το 24,8% του πληθυσμού στο νομό Αττικής είναι πτυχιούχοι, ενώ στο άλλο άκρο σε έξι νομούς το ποσοστό είναι λιγότερο από 10%. Τα μέσα έτη εκπαίδευσης στους Δήμους Παπάγου, Ψυχικού, Φιλοθέης και Εκάλης είναι 13 ενώ σε 7 κοινότητες των νομών Ξάνθης, Τρικάλων, Ροδόπης, Ιωαννίνων, και Ευβοίας είναι λιγότερα απο 5.

Σημαντικές περιφερειακές ανισότητες μπορεί να προκαλέσουν τη μετανάστευση ειδικευμένων ατόμων, ενώ η μετανάστευση ειδικευμένων ατόμων μπορεί να αυξήσει το χάσμα ανθρώπινου κεφαλαίου μεταξύ των περιοχών προορισμού και προέλευσης, διευρύνοντας έτσι το αναπτυξιακό χάσμα μεταξύ τους.

Η οικονομική ανάπτυξη της υπαίθρου είναι στενά συνυφασμένη με το επιχειρηματικό πνεύμα του τοπικού πληθυσμού. Όμως, τα άτομα που θα ήταν αναμενόμενο να ανταποκρίνονται στις ευκαιρίες (κυρίως νέοι, δυναμικοί, και καλά εκπαιδευμένοι), τείνουν να είναι τα πρώτα που μεταναστεύουν στις αστικές περιοχές αλλά και στο εξωτερικό. Δηλαδή, οι υπανάπτυκτες περιοχές της υπαίθρου υφίστανται μια «διπλή διαρροή του ανθρώπινου δυναμικού» τους (double brain drain) προς τις πόλεις και προς το εξωτερικό. Έτσι, οι άνθρωποι που παραμένουν στην ύπαιθρο είναι συνήθως απρόθυμοι για πρωτοβουλίες, δεν είναι αρκετά μορφωμένοι, είναι μεγαλύτεροι ηλικιακά από τον μέσο πληθυσμό και έχουν εμπειρίες ζωής περιορισμένες στο περιβάλλον της υπαίθρου.

Η βελτίωση της «εικόνας» της υπαίθρου είναι καθοριστική γιατί η προαντίληψη που έχει κάποιος για μια περιοχή (νοητικοί χάρτες- mental maps) επηρεάζει αποφασιστικά τις αποφάσεις του για το πού θα κατοικήσει, πού θα σπουδάσει, που θα εργαστεί, πού θα αναπτύξει την επιχείρηση του. Είναι απαραίτητο λοιπόν να αλλάξει η κυρίαρχη «εικόνα» για την ύπαιθρο, που σήμερα έχει μεν βελτιωθεί σε σχέση με το παρελθόν, παραμένει όμως εν πολλοίς αρνητική ή έστω μη ελκυστική. H ελληνική ύπαιθρος είναι φορτισμένη με αρνητικούς συνειρμούς και για αυτό οι γονείς προτρέπουν τα παιδιά τους να φύγουν: «φύγε παιδί μου από τις λάσπες». Αντίθετα, η μετανάστευση που παρατηρείται σε πολλές χώρες της Ευρώπης από τα αστικά κέντρα προς την ύπαιθρο σχετίζεται με την επικράτηση μιας ειδυλλιακής εικόνας της υπαίθρου (έχει υμνηθεί από συγγραφείς, ποιητές, ζωγράφους, TV).

Το ζήτημα στων περιφερειακών ανισοτήτων δεν είναι στην πολιτική ατζέντα εδώ και δεκαετίες και αυτό οδήγησε στην αύξησή τους. Ο μόνος τρόπος για να μειωθούν οι ανισότητες και να αναπτυχθεί δραστικά η ύπαιθρος είναι να υπάρξει μια στρατηγική μακράς πνοής με στόχο τη βελτίωση της ελκυστικότητας της υπαίθρου ως ικανοποιητικού προορισμού: τόσο για κατοίκηση όσο και για άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Για αυτό πρέπει:

1.Οι περιοχές της υπαίθρου να γίνουν ελκτικές: Πρέπει λοιπόν να γίνουν επενδύσεις σε βασικές υποδομές, όπως οδικό, σιδηροδρομικό δίκτυο, μεταφορές, επικοινωνίες, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, διευκόλυνση και προαγωγή των διαδικτυακών συναλλαγών (γρήγορο internet, αλλά και κάτι σαν ηλεκτρονική «βοήθεια στο σπίτι» ώστε οι ηλικιωμένοι κυρίως κάτοικοι να μπορούν να διεκπεραιώνουν τις συναλλαγές τους ηλεκτρονικά), αστικό εξοπλισμό (παιδικές χαρές…), δημόσια διοίκηση.

2.Πρέπει να σχεδιαστεί η ιεράρχηση οικιστικού δικτύου ώστε τα μικρά χωριά να έχουν εύκολη πρόσβαση στην πρωτεύουσα του Δήμου όπου ανήκουν και εκεί να προσφέρεται υψηλή ποιότητα υπηρεσιών

3.Πρέπει να εξασφαλισθεί η εισροή μεταναστών στην ύπαιθρο τόσο από τα αστικά κέντρα όσο και από το εξωτερικό, που θα οδηγήσει σε αύξηση του πλούτου της απασχόλησης και της παραγωγικότητας.

3α. Πρέπει να κινητροδοτηθεί η μετανάστευση «πρώην κατοίκων αστικών περιοχών» σε περιοχές της υπαίθρου. Πρόκειται για μετανάστευση όπου βασικό ζητούμενο είναι η ποιότητα ζωής, ένας νέος τρόπος ζωής, η αναζήτηση ενός ελκυστικότερου οικιστικού περιβάλλοντος (ως αντίδραση στα έντονα κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα των σύγχρονων πόλεων).

Ένας βασικός ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη της υπαίθρου συνδέεται με τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού της: Λίγοι, γερασμένοι, με χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης κλπ. H πληθυσμιακή αναζωογόνησή της μπορεί να προκύψει μέσω της εισροής μεταναστών από τα αστικά κέντρα. Η συμβολή τους στην ανάπτυξη της υπαίθρου είναι σημαντική, κυρίως λόγω των ποιοτικών χαρακτηριστικών τους: Έχουν αστικές εμπειρίες που τους καθιστούν καταλληλότερους να δράσουν ως φορείς αλλαγής, έχουν καλύτερη εκπαίδευση, αναζητούν περισσότερο τη φύση, δημιουργούν νέες ευκαιρίες για τη δημιουργία αξίας χάρη στην εισροή νέων ιδεών, γνώσεων και δεξιοτήτων κλπ.

Με την άνοδο της τηλεργασίας, η υποστήριξη τέτοιων πρωτοβουλιών θα μπορούσε να επιτρέψει σε κάποιους να εργάζονται για εταιρείες που εδρεύουν αλλού (στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό), ενώ διαμένουν στην ύπαιθρο.

3β. Εισαγωγή μεταναστών από εξωτερικό: Η εισαγωγή μεταναστών σε μια τοπική κοινωνία μπορεί να αποτελέσει στρατηγική λύση για την αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων της χώρας αλλά και των υποβαθμισμένων περιοχών της υπαίθρου. Παράλληλα να καλύψουν τις ελλείψεις στην αγορά εργασίας. Στην αγροτική παραγωγή υπάρχει μεγάλη έλλειψη εργατικών χεριών τόσο λόγω της έλλειψης ικανού αριθμού ατόμων εργασιακής ηλικίας στην περιοχή όσο και στην απαξίωση των αγροτικών εργασιών από τους εναπομένοντες στην επαρχία νέους: «αυτές είναι δουλειές για Αλβανούς, Πακιστανούς, …».

Ουσιαστικά η ύπαιθρος έχει ανάγκη από εισροή μεταναστών, ντόπιων και ξένων, που θα καλύψουν τρεις κατηγορίες αναγκών: α). ανάγκες σε εργατικό δυναμικό με βάση την υπάρχουσα παραγωγική δομή, η οποία δε θα αλλάξει γρήγορα (π.χ., μετανάστες εργάτες γης). β). ανάγκες για τον μετασχηματισμό της υπάρχουσας και πάλι παραγωγικής δομής στην κατεύθυνση της γνώσης, δηλ., προέλκυση ντόπιων και ξένων ειδικευμένων για να δώσουν κατεύθυνση γνώσης στις υπάρχουσες δραστηριότητες (π.χ. γεωπόνους για εξειδικευμένες καλλιέργειες, με φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους παραγωγής έντασης γνώσης, το ίδιο κατ’ αναλογία στον τουρισμό) και γ). ανάγκες που απαιτούνται για τον μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος αλλά και της «εικόνας» της υπαίθρου: ντόπιοι και νέοι εξειδικευμένοι για να στήσουν αποκεντρωμένες start ups, μετανάστευση μορφωμένων συνταξιούχων, ψηφιακοί νομάδες κ.ά.

Θα πρέπει να υπάρξουν κίνητρα για την υποβοήθηση των μεταναστών από τα αστικά κέντρα ή από το εξωτερικό που θα θελήσουν να κατοικήσουν στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της υπαίθρου. Κίνητρα όπως παροχή γης με όρο να έρθει στην κυριότητά τους μετά την παραμονή ενός σημαντικού διαστήματος στην περιοχή κ.λπ. αλλά και «αγκάλιασμα» από την τοπική κοινωνία και τις αρχές.

Η μεταναστευτική πολιτική της EE είναι προβληματική

Η μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ υπαγορεύτηκε διαχρονικά από ένα συνδυασμό κοντόθωρης έννοιας οικονομικής ανάπτυξης (τους χρειάζομαι μεταπολεμικά ως gastarbeiter, αλλά τους διώχνω όταν πια δεν τους χρειάζομαι λόγω της πετρελαϊκής κρίσης) και εύθραυστων πολιτικών ισορροπιών. Δεν την είδε ως μοχλό μακρόχρονης ανάπτυξης, για αυτό και η επαμφοτερίζουσα και ακατανόητη πολλές φορές στάση της. Έτσι, η ΕΕ πριν από μερικά χρόνια θεωρούσε ως βασικό μοχλό επίλυσης του δημογραφικού το μεταναστευτικό: «H ΕΕ -27 θα χρειαστεί 56 εκατ. μετανάστες μέχρι το 2020 για να αντισταθμίσουν τη μείωση του πληθυσμού της εργάσιμης ηλικίας» (European Commission 2007 Europe’s Demographic future). Όμως σήμερα, λόγω της επικράτησης της αντιμεταναστευτικής ρητορείας, δεν «τολμάει» να διατυπώσει κάτι ανάλογο.

Μέχρι πρόσφατα η ΕΕ παρουσίαζε την μετανάστευση εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης μεταξύ των Κ-Μ της ως κινητικότητα (mobility) στα πλαίσια της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων (αλλά και αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων) που προσέφερε η ενιαία αγορά και όχι ως διαρροή εγκεφάλων (brain drain). Δηλαδή, σαν μια κατάσταση από την οποία υποτίθεται πως κερδίζουν όλα τα Κ-Μ, με βάση την κλασική οικονομική θεωρία που αντιλαμβάνεται τη μετανάστευση των εργαζομένων ως αναμφισβήτητα θετική για όλα τα μέρη, ενώ στην πραγματικότητα αυτό λειτουργούσε υπέρ των αναπτυγμένων Κ-Μ υποδοχής και κατά των λιγότερο αναπτυγμένων Κ-Μ αποστολής.

Γενικότερα, η ΕΕ αποπειράται να αντιμετωπίσει το διεθνή ανταγωνισμό, επιλέγοντας την «εύκολη» λύση της στήριξης των «πρωταθλητών» της (χωρών, περιφερειών, επιχειρήσεων). Η πολιτική αυτή εντείνει τις ανισότητες μεταξύ των χωρών και περιφερειών της ΕΕ, με την έννοια ότι λειτουργεί σαν «ενάρετος κύκλος» για τις αναπτυγμένες και σαν «φαύλος κύκλος» για τις λιγότερο αναπτυγμένες και επομένως υποσκάπτει την συνοχή της.

*Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι οικονομικός γεωγράφος, αφ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, πρ. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων, υπ. Οικονομίας & Ανάπτυξης