Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε η εξαγορά της εταιρείας πληροφορικής BETA CAE Systems από τον αμερικάνικο όμιλο Cadence Design Systems έναντι 1,15 δισ. ευρώ. Η εξαγορά αυτή αποτελεί αναμφίβολα ένα μεγάλο οικονομικό γεγονός αφενός λόγω του μεγάλου οικονομικού ύψους της συμφωνίας και αφετέρου λόγω του κλάδου που δραστηριοποιείται η ελληνική εταιρεία, αλλά και της ιστορίας και της εμβέλειάς της.

Ads

H BETA ιδρύθηκε το 1999 στη Θεσσαλονίκη από μία ομάδα καθηγητών και φοιτητών του ΑΠΘ. Σήμερα απασχολεί 500 εργαζόμενους οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι πολύ εξειδικευμένοι και έχει ένα Κύκλο εργασιών 90 εκ. Έχει έδρα στην Ελβετία και διαθέτει σήμερα θυγατρικές σε 10 χώρες -Βρετανία, Γερμανία, Ελβετία, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ινδία, Ιταλία, Κίνα, Σουηδία. Όμως η «ψυχή» της εταιρείας, το κέντρο Ε&Α, παραμένει στη Θεσσαλονίκη.

Η BETA για περισσότερες από δύο δεκαετίες ηγείται στην εξέλιξη της μηχανικής προσομοίωσης, πρώτα με την καθιέρωσή της στον τομέα της επίγειας -παρέχοντας λύσεις στις κορυφαίες αυτοκινητοβιομηχανίες και στις αγωνιστικές ομάδες της Formula 1 – και στη συνέχεια στους τομείς της αεροδιαστημικής, των ηλεκτρονικών, της ενέργειας και άλλων βιομηχανικών κλάδων. Είναι μια από τις πιο σημαντικές εταιρείες της χώρας που δραστηριοποιείται στην «οικονομία της γνώσης» δηλ. σε μια κατεύθυνση στην οποία θα πρέπει να μετακινηθεί η χώρα. Ανήκει στα πολύ λίγα παραδείγματα επιχειρήσεων που συνδυάζουν την εξωστρέφεια, την ανταγωνιστικότητα και ταυτόχρονα τη δραστηριοποίηση σε έναν κλάδο αιχμής.

Η BETA δραστηριοποιείται σε ολόκληρο τον κόσμο, σε έναν άκρως απαιτητικό τεχνολογικά κλάδο, στον οποίο ο ανταγωνισμός προέρχεται από τις πιο προηγμένες χώρες του κόσμου. Μάλιστα, κατάφερε να διακριθεί διεθνώς και να γίνει μία από τις ηγέτιδες επιχειρήσεις του κλάδου στον κόσμο χωρίς επιδοτήσεις, χωρίς οποιαδήποτε κρατική στήριξη, δεν αξιοποίησε καν τις οργανωμένες υποδομές για συγκέντρωση επιχειρήσεων καινοτομίας που υπάρχουν στην Θεσσαλονίκη.

Ads

Στην περίοδο της κρίσης, και συγκεκριμένα το 2017 η BETA «υποχρεώθηκε» να μεταφέρει την έδρα της στη Λοζάνη της Ελβετίας. Η ενέργεια αυτή πρέπει να κατανοηθεί ως απαραίτητη για μια επιχείρηση πρωτοπόρα σε παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να μπορεί να αντλήσει χρηματοδότηση και βέβαια γιατί αναμφίβολα μία επιχείρηση με έδρα την Ελβετία μπορεί να πουλήσει το προϊόν / υπηρεσία της πολύ πιο εύκολα από ότι με έδρα τη Θεσσαλονίκη.

Η Cadence έχει έδρα την Καλιφόρνια των ΗΠΑ, είναι εισηγμένη στο Nasdaq, δραστηριοποιείται σε τομείς τεχνολογίας και είναι πρωτοπόρος στο σχεδιασμό ηλεκτρονικών συστημάτων, hardware αλλά και IP, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή chips όπως και πλακέτες κυκλωμάτων σε υπολογιστές. Έχει κύκλο εργασιών 4 δις $, 11.000 εργαζόμενους και έχει αναπτυχθεί σε 23 χώρες. Από το 1989 έκανε 39 εξαγορές εταιρειών ενώ ήδη από το 2007 βρέθηκε σε συζητήσεις με επενδυτικές εταιρείες κολοσσούς (π.χ. Blackstone) για την εξαγορά της.

Η εξαγορά αυτή δείχνει πως οι αμερικάνικες τεχνολογικές εταιρείες εισηγμένες στο Nasdaq «κοιτούν στο μέλλον» ενώ από την άλλη η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει μια πλασματική εικόνα. Για την εξαγορά της BETA από την Cadence ο Υφυπουργός Ανάπτυξης και Βουλευτής ΝΔ κ. Σενετάκης δήλωσε: “Άλλη μια μεγάλη επένδυση προστίθεται στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις που πραγματοποιούνται στη χώρα μας. Άλλη μια σημαντική ψήφος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία!” Μια δήλωση στο πνεύμα αντίστοιχης του πρωθυπουργού που είχε χαρακτηρίσει «Σημαντική ψήφο εμπιστοσύνης όχι μόνο προς τη Viva Wallet, αλλά συνολικά στις δυνατότητες της χώρας” την εξαγορά του 48,5% της Viva Wallet από την JP Morgan.

Η συγκεκριμένη εξαγορά με αυτό το τεράστιο τίμημα αποτελεί ένα παράδειγμα για το πώς η Έρευνα και η Καινοτομία δημιουργούν προστιθέμενη αξία για τις επιχειρήσεις, την οικονομία και την κοινωνία. Η απόφαση για την πώληση της εταιρείας μπορεί να έγινε για πολλούς λόγους (θέματα έλλειψης διαδοχής, ότι είχε φτάσει στα όριά της οπότε η εξαγορά της έγινε αναπόφευκτη κ.λπ.) και αυτούς μόνο ο κύριος μέτοχος τους γνωρίζει. Η εξαγορά ωφελεί αναμφίβολα τους μετόχους που αποφάσισαν να την πουλήσουν αλλά ταυτόχρονα αποτελεί δυνητικά μέγα πλήγμα για τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και την Ευρώπη. Είναι ακόμη ένα λιθαράκι στην κατεύθυνση της υπερσυγκέντρωσης των επιχειρήσεων και δημιουργίας τεχνολογικών επιχειρήσεων κολοσσών με έδρα κυρίως στις ΗΠΑ. Η διαρκής αυτή συγκέντρωση δεν προμηνύει τίποτε θετικό για το μέσο πολίτη ούτε στη χώρα μας, ούτε στην ΕΕ, ούτε καν στις ΗΠΑ.

Οι στρατηγικές αποφάσεις για την εταιρεία θα μεταφερθούν εκτός Ελλάδος, Θα ενταχθούν στην ευρύτερη στρατηγική της πολυεθνικής και βέβαια έτσι είναι όλα τα σενάρια ανοικτά για το τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον μεταξύ των οποίων και η συρρίκνωση των δραστηριοτήτων της στην Ελλάδα. Δηλαδή να παρατηρηθεί ένα «αντίστροφο φαινόμενο Μπουρλά». O κ. Μπουρλάς ως CEO της Pfizer θεωρήθηκε ότι επηρέασε την απόφαση της εταιρείας να μεταφέρει κάποιες δραστηριότητές της στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη από όπου και κατάγεται. Ασφαλώς και ο Ινδός CEO της Cadence θα μπορούσε να κάνει κάτι αντίστοιχο για τη χώρα καταγωγής του. Κατ΄ ελάχιστον, ακόμα και αν δεν υπάρξουν όντως μεταβολές στις επιχειρηματικές αποφάσεις, θα αυξηθεί η αβεβαιότητα για τις εργασιακές προοπτικές.

Πρόκειται για εξαγορά υπάρχουσας επιχείρησης και όχι για δημιουργία νέας, δεν κατανοούμε λοιπόν τον κυβερνητικό ενθουσιασμό, εφόσον δεν δημιουργούνται νέες αξίες. Τα περί «ψήφου εμπιστοσύνης στην χώρα», είναι άνευ ουσιαστικής βάσης γιατί όπως μας διδάσκει η ιστορία της ΒΕΤΑ, ελάχιστα στηρίχτηκε στις κρατικές υποστηρικτικές δομές, εκτός βεβαίως του ΑΠΘ. Μάλιστα στα 25 χρόνια λειτουργίας της η χώρα έζησε τη φούσκα του χρηματιστηρίου, των ακινήτων, την κρίση του 2007-09 και της ευρωζώνης, πτώχευσε και εν συνεχεία μετά βίας επιβιώνει, αλλά παρ΄ όλα αυτά η ΒΕΤΑ αναπτύχθηκε εξαιρετικά ικανοποιητικά: επομένως ουδείς κρατικός έπαινος αρμόζει εδώ.

Το αν η κυβέρνηση «κερδίζει το στοίχημα των αγορών και της διεθνούς εμπιστοσύνης» όπως διατείνεται ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του μπορεί να φανεί μόνο στη συνολική πορεία της οικονομίας. Σε αυτό το επίπεδο ένας δείκτης είναι καθοριστικός: οι ΞΑΕ και εδώ τα στοιχεία δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά. Είμαστε σταθερά στις τελευταίες θέσεις σε ΕΕ και ΟΟΣΑ και το 2023 οι ΞΑΕ μειώθηκαν εν σχέση με το 2022 κατά 40% δηλ. από 7,53 δις € σε 4,48 δις. Αλλά και η συνολική επενδυτική εικόνα της χώρας, σύμφωνα με ανάλυση της Eurobank, είναι σε υποχώρηση τα τελευταία τέσσερα τρίμηνα (-0,5% το Q1, -0.6% το Q2, -2,1% το Q3 και -2,6% το Q4). Όμως η κυβέρνηση, διαχειρίζεται επικοινωνιακά την όλη κατάσταση, πανηγυρίζοντας σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση επιτυχίας ή ακόμη και «επιτυχίας».

Τίποτα ωφέλιμο δεν πρόκειται να βγει από μια τέτοια τακτική, ας θυμηθούμε την «ισχυρή Ελλάδα» του κ. Σημίτη και την «ισχυρά θωρακισμένη οικονομία» λίγο πριν την κρίση του 2009.

  • Οικονομικός γεωγράφος, αφ. καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας