Στην Ελλάδα, η ορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδας είναι ένας κρατικός θεσμός. Έτσι, το άρθρο 3 παρ. 1 Συντ. ορίζει ότι «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού», επιβάλλει τον πνευματικό (δογματικό) δεσμό της με το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, αλλά εξασφαλίζει διοικητικά το «αυτοκέφαλο» και την διοίκησή της από την Ιερά Σύνοδο των αρχιερέων σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της που καταρτίζεται με π.δ. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 72 Συντ., τα θέματα της Εκκλησίας της Ελλάδος ρυθμίζονται με νόμους του κράτους που ψηφίζονται από τη Βουλή και κατοχυρώνεται ειδικό καθεστώς σε ορισμένες περιοχές, όπως αυτή του Αγίου Όρους (άρθρο 105 Συντ.) που «σύμφωνα με το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του» αποτελεί «αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού Κράτους, του οποίου η κυριαρχία πάνω σ’ αυτό παραμένει άθικτη». Άξιο λόγου είναι το γεγονός, ότι όσοι μονάζουν σ’ αυτό αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια μόλις προσληφθούν ως δόκιμοι ή μοναχοί, χωρίς άλλη διατύπωση, ενώ πρόσωπα που γεννήθηκαν και σπούδασαν στην Ελλάδα υπόκεινται σε μακρόχρονες διαδικασίες για να ενταχθούν στην πολιτική κοινότητα.

Ads

Το γεγονός ότι η Εκκλησία της Ελλάδος αποτελεί τμήμα του κράτους τής επέτρεψε, σχεδόν από την ίδρυση της, να αναλάβει μια σημαντική ιδεολογικοπολιτική αποστολή: ως εκκλησία του κράτους συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης κατά την περίοδο της εθνικής ολοκλήρωσης μέσω της Μεγάλης Ιδέας. Η πρόσδεση της Εκκλησίας με το κράτος την έφερε κοντά στην πολιτική, την εκκοσμίκευσε ενώ σε κάποιες περιπτώσεις την οδήγησε να συμπορευτεί με την αυταρχική κυβερνητική εξουσία και να συμβάλει στον κοινωνικοπολιτικό αποκλεισμό σημαντικού τμήματος των ελλήνων πολιτών. Το κατασκεύασμα του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» της μετεμφυλιακής περιόδου αποτέλεσε για μεν τους κυβερνώντες νομιμοποιητικό θεμέλιο των διώξεων των πολιτικών τους αντιπάλων, για, δε, τους δεσπότες το έρεισμα απόκτησης σημαντικής πολιτικής δύναμης.

Διακριτές αρμοδιότητες

Είναι βέβαια αλήθεια, ότι η λειτουργία του πολιτεύματος μετά το Σύνταγμα του 1975 διαφοροποίησε, σταδιακά, τις σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας. Μέσα από την εύρυθμη ανάπτυξη του κοινοβουλευτισμού και την διαρρύθμιση ενός συστήματος ελευθεριών που παρείχε ισότιμη προστασία στα μέλη του κοινωνικού συνόλου, χωρίς διακρίσεις φυλής, καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, η ελληνική πολιτεία διαμόρφωσε, με αντιφάσεις βέβαια και παλινδρομήσεις, μια φυσιογνωμία δημοκρατική και φιλελεύθερη. Στο πλαίσιο αυτό, η Εκκλησία της Ελλάδος διατήρησε το θεσμικό ρόλο και την τεράστια κοινωνική επιρροή της, όμως η πολιτική κοινότητα οργανώθηκε και λειτουργούσε με κύρια αναφορά τις αξίες της ισότητας, της ελευθερίας, της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Ads

Σε τούτο συνέβαλλε και η επιστήμη του συνταγματικού δικαίου που ομόφωνα υποστηρίζει, ότι η οργάνωση της Εκκλησίας ως ν.π.δ.δ. εγγυάται την διοικητική της αυτοτέλεια (έναντι τόσο του Πατριαρχείου, όσο και της εκτελεστικής εξουσίας) και επιβάλλει στους δύο φορείς δημόσιας εξουσίας, εκκλησία και πολιτεία, να έχουν και να ασκούν, με βάση το εκάστοτε ισχύον θεσμικό πλαίσιο, διακριτές αρμοδιότητες και ξεχωριστά πεδία δραστηριότητας: το κράτος ρυθμίζει την κοινωνική συμβίωση και αναπτύσσει τις αναγκαίες πολιτικές, η Εκκλησία ποιμαίνει τους πιστούς, που αποτελούν το σημαντικότερο τμήμα του πληθυσμού.

Έωλη εκκλησιαστική ερμηνεία

Ωστόσο, η Εκκλησία της Ελλάδας προχωρεί, τις δυο τελευταίες δεκαετίες με ιδιαίτερη επιμονή, σε δική της ερμηνεία του Συντάγματος: στηριγμένη στο άρθρο 3 Συντ., υποστηρίζει ότι η χώρα διαθέτει επίσημη, κρατική θρησκεία και γι’ αυτό τον λόγο, αυτή ως θεσμικός εκφραστής της οφείλει να συμπράττει στην άσκηση πλήθους κρατικών αρμοδιοτήτων. Πρόκειται για μια έωλη, μη υποστηρίξιμη ερμηνεία, που όχι μόνον προσδίδει αυθαίρετα νόημα στην παραπάνω διάταξη, αλλά την αποκόπτει από τις συνταγματικές ρυθμίσεις που εγγυώνται την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας και εξασφαλίζουν την ίση προστασία όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων. Με την δύναμη της κοινωνικής επιρροής της και με τη βοήθεια κρατικών λειτουργών που είναι ένθερμοι οπαδοί της, ιδίως στους κόλπους της δικαστικής εξουσίας, η Εκκλησία επιδιώκει να θέσει εκποδών τους συνταγματικούς κανόνες που διαμορφώνουν τον ουδετερόθρησκο χαρακτήρα του κράτους, καθιερώνοντας το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης και την απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός (άρθρο 13 παρ. 1 Συντ.). Η συνταγματική επιταγή κάθε γνωστή θρησκεία να είναι ελεύθερη και η λατρεία της να τελείται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων (άρθρο 13 παρ. 2 Συντ.) αγνοείται, αντίθετα «αξιοποιείται» η ρύθμιση που προβλέπει (άρθρο 16 παρ. 2 Συντ.) ότι «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό…. την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλαση τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.», ώστε η Εκκλησία να καταστεί συννομοθέτης με τη λαϊκή αντιπροσωπεία ή την κυβέρνηση όταν αυτή ασκεί κατ’ εξουσιοδότηση κανονιστική αρμοδιότητα.

Νομοθέτης και διαμορφωτής

Η στρέβλωση που επέρχεται έχει μεγάλη θεσμικοπολιτική σημασία, που αναδεικνύεται με την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη διδασκαλία των θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση (ΣτΕ 660/2018). Η πλειοψηφία του ανώτατου ακυρωτικού έκρινε, ότι από την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 Συντ. συνάγεται πως η αποστολή του κράτους εκπληρώνεται όταν «δια της διδασκαλίας των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού», εξασφαλίζεται η «εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών». Με άλλα λόγια, το ανώτατο ακυρωτικό επιχειρεί να διαμορφώσει υποχρέωση του κράτους να κατηχεί τους μαθητές στην επικρατούσα θρησκεία και να αγνοεί τόσο τα διδάγματα των οικείων επιστημών, όσο και τα δικαιώματα των μελών των θρησκευτικών μειονοτήτων. Τούτο γίνεται κατά παράβαση του Συντάγματος, αλλά στο όνομά του. Δίνεται έτσι η δυνατότητα στην Εκκλησία να επωφελείται της ιδιότητας της ως δημόσιας αρχής και σε αυτή να στηρίζει την ανανέωση του ρόλου της ως ιδεολογικοπολιτικού μηχανισμού του κράτους.

Πραγματικά, σε μια παγκόσμια πραγματικότητα, όπου το παραδοσιακό μοντέλο θέσμισης του κράτους-έθνους υποχωρεί και η λειτουργία των κοινωνικών σχέσεων τείνει να στηριχθεί αφενός στους νόμους της αγοράς αφετέρου σε «προαιώνιες, φυσικές» αρχές και αξίες που καλλιεργούν στα μέλη των κοινοτήτων συνείδηση αγαθή, οι θρησκευτικές οικογένειες διεκδικούν όλο και πιο έντονα την εξουσία να ρυθμίζουν την ανθρώπινη συνύπαρξη. Επωφελούμενη των ευρύτερων εξελίξεων, η ηγεσία της `Εκκλησίας της Ελλάδας θέλει να γίνει νομοθέτης και διαμορφωτής των δημόσιων πολιτικών, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο και το νεωτερικό Σύνταγμα. Επειδή, δε, όσοι δικαστές απέμειναν στην Αθήνα να κατανοούν το Σύνταγμα ως εγγύηση της προσωπικής και πολιτικής αυτονομίας, παραμένουν σταθερά στη μειοψηφία, υπάρχει πια επείγουσα ανάγκη αναθεώρησης του καταστατικού χάρτη, ώστε η Εκκλησία να βρεθεί στον φυσικό της χώρο, την ιδιωτική σφαίρα.

* Η Ιφιγένεια Καμτσίδου είναι Aν. καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ.

Πηγή: Η Εποχή