Ας ρίξουμε μια ματιά στις βασικές διατάξεις της συμφωνίας. Το όνομα της χώρας άλλαξε από «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» σε «Βόρεια Μακεδονία».

Ads

Οι όροι “Μακεδονία” και “Μακεδόνας” έχουν δύο διαφορετικές έννοιες που αναφέρονται σε διαφορετικά ιστορικά πλαίσια και πολιτισμικές κληρονομιές. Η ελληνική Μακεδονία βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της επικράτειας της Ελλάδας, με τον πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. 

Αλλά οι όροι “Μακεδονία” και “Μακεδόνας” υποδηλώνουν εξ ίσου το βόρειο τμήμα της περιοχής. Ο λαός της Βόρειας Μακεδονίας με τη δική του γλώσσα, ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά είναι διαφορετικός από εκείνον της ελληνικής Μακεδονίας.

Η ιθαγένεια του πολίτη θα εμφανίζεται στα ταξιδιωτικά έγγραφα του Βορρά ως Macedonian/Citizen of North Macedonia (Μακεδόνας/Πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας).  Αυτό επιτρέπει στους Έλληνες να ισχυρίζονται ότι, επειδή ο όρος “nationality” χρησιμοποιείται στο διεθνές δίκαιο για να υποδηλώσει την έννοια της ιθαγένειας, η Μακεδονική nationality αναφέρεται στην πολιτική και όχι εθνοτική σχέση μεταξύ του πληθυσμού και του κράτους.

Ads

Οι Βόρειοι Μακεδόνες, από την άλλη πλευρά, μπορούν να ισχυρίζονται ότι ο όρος ” nationality”, με την ετυμολογική παρουσία του όρου “έθνος” (nation), αναγνωρίζει την ύπαρξη μακεδονικής εθνικής ταυτότητας. Η συμφωνία αποδέχεται επίσης την ύπαρξη Μακεδονικής γλώσσας, αλλά προσθέτει ότι αυτή ανήκει στην “ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών” που δεν σχετίζονται με τον ελληνικό πολιτισμό.

Η πολυσημική χρήση της γλώσσας επιτρέπει επομένως και στα δύο μέρη να υποστηρίξουν ότι πέτυχαν τις βασικές τους θέσεις. Η σύνθετη ονομασία με τον προσδιορισμό “Βόρεια” διακρίνει την περιοχή με βάση γεωγραφικούς και όχι εθνικούς όρους – αυτό ήταν μια νίκη για την Ελλάδα. Η Βόρεια Μακεδονία με τη δική της εθνότητα και γλώσσα επιτρέπει στους Μακεδόνες να υποστηρίξουν ότι ο πυρήνας του έθνους τους έγινε σεβαστός. 

Η συμφωνία ακολουθεί τα χαρακτηριστικά του Εγελιανού αγώνα για αναγνώριση. Ο Χέγκελ υποστήριξε στη Φαινομενολογία του Πνεύματος ότι η ύπαρξη και η ταυτότητά μας διαμορφώνεται από την αναγνώριση των άλλων. Η θέση αυτή αναπτύχθηκε στο τμήμα για τη διαλεκτική του αφέντη και του δούλου. Η ηθική του αγώνα για αναγνώριση έχει αναπτυχθεί από τους Τσαρλς Τέιλορ, τον Αξελ Χόνετ και την Νάνσυ Φρέιζερ.  Οι αντιμαχόμενοι  έχουν και ομοιότητες και διαφορές, είναι ταυτόχρονα και ίσοι και μοναδικοί. Η ισότητα οδηγεί στο αμοιβαίο σεβασμό και την αναγνώριση της κοινής αξιοπρέπειας.

Η διαφορά οδηγεί στην εκτίμηση, την αναγνώριση των χαρακτηριστικών εκείνων που καθιστούν τον άλλο μοναδικό και πολύτιμο συνομιλητή.  Η αίσθηση της αξιοπρέπειας εξαρτάται από την αναγνώριση της καθολικής μας ιδιότητας ως ηθικών και νομικών δρώντων·  έχουμε τα ίδια δικαιώματα και αξιώσεις όπως και όλοι οι άλλοι. Από την άλλη πλευρά, η περηφάνεια και η αίσθηση της αξίας που έχει καθένας μας εξαρτάται από την αναγνώριση της αξίας που έχει η ιδιαίτερη μορφής της ζωής μας. Αν δεν μας δίνεται η κοινωνική αναγνώριση ή αν δεν μας αναγνωρίσουν σωστά οι άλλοι προκαλείται σημαντική βλαβη. 

Ο αγώνας αναγνώρισης αμφισβητούμενων ταυτοτήτων χαρακτηρίζει πολυεθνικές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Το «Μακεδονικό» τον διεθνοποίησε. Οι πολιτικές ταυτότητας εισέβαλαν στον κόσμο της διεθνούς πολιτικής. Στην διεθνή σκηνή, η αναγνώριση του άλλου περιλαμβάνει την ύπαρξη του κράτους και σεβασμό της εθνικής του αξιοπρέπειας. Δεύτερον, η πολιτισμική εκτίμηση περιλαμβάνει την αναγνώριση και την εκτίμηση του πολιτισμού, της ιστορίας και της παράδοσης του άλλου. Το διεθνές δίκαιο, μέσω της συμφωνίας, και το εσωτερικό δίκαιο, μέσω των συνταγματικών τροποποιήσεων, προσφέρουν στην Βόρεια Μακεδονία την αναγνώριση της ισότητας και της αξιοπρέπειας.  Τα δύο κράτη αποδέχθηκαν ότι είναι τυπικά ίσα και απολαμβάνουν την αξιοπρέπεια της απρόσκοπτης διεθνούς αναγνώρισης. 

Η Βόρεια Μακεδονία κέρδισε: απέκτησε πλήρη νομική προσωπικότητα με τα προνόμια και τα δικαιώματά της. Η άρση του ελληνικού βέτο της επέτρεψε να γίνει πλήρες μέλος της διεθνούς κοινότητας και να συμμετέχει στους διεθνείς θεσμούς.  Η Ελλάδα κέρδισε επίσης. Εκατόν σαράντα κράτη είχαν αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Ο ισχυρισμός ότι ο όρος “Μακεδονία” παραπέμπει αποκλειστικά στην ελληνική περιοχή και στην κλασική αρχαιότητα διαψευδόταν καθημερινά στα διεθνή φόρα και μέσα ενημέρωσης που χρησιμοποιούσαν το συνταγματικό όνομα της γείτονος.  Η Ελλάδα αρνιόταν ένα βασικό συστατικό της αρχής της αυτοδιάθεσης: το δικαίωμα μιας άλλης χώρας να αποφασίσει κυρίαρχα για το όνομά της. Έχανε ως αποτέλεσμα την αξιοπιστία της και την καλή θέληση άλλων κρατών. Η συμφωνία δείχνει ότι ο σεβασμός στην αξιοπρέπεια των άλλων είναι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστούν οι παιδαριώδεις ισχυρισμοί και καταστροφικές συνέπειες του εθνικισμού.

Τα πράγματα είναι διαφορετικά αν εξετάσουμε την πολιτισμική ταυτότητα. Εδώ ο αγώνας για αναγνώριση αφορά τη μοναδικότητα και την αξία του πολιτισμού, της ιστορίας και της παράδοσης του άλλου.  Ο πολιτισμός εξακολουθεί να δημιουργεί μια έντονη πολιτική αντιπαράθεση και στις δύο χώρες. Στην Ελλάδα, Όσοι υποστηρίζαμε την συμφωνία οργανώσαμε συνέδρια, διαλέξεις και δημοσιεύσεις που εξηγούσαν το νόημα, τη σημασία και τα κέρδη της. Έλληνες επισκέφθηκαν και μίλησαν στη Βόρεια Μακεδονία εξηγώντας την αντιεθνικιστική θέση. 

Οι εθνικιστές οργάνωσαν μαζικές συγκεντρώσεις και χρησιμοποίησαν απειλές, εκφοβισμούς και κατηγορίες για προδοσία εναντίον των βουλευτών που τάχθηκαν υπέρ της συμφωνίας και στις δύο πλευρές. Οι παρενοχλήσεις και οι βίαιες επιθέσεις ήταν καθημερινές.  Ως πρόεδρος της Επιτροπής Άμυνας και Εξωτερικών Σχέσεων του Ελληνικού Κοινοβουλίου, δέχθηκα λεκτικές και σωματικές επιθέσεις. Η προσπάθεια των εθνικιστών να εκτροχιάσουν τη συμφωνία απέτυχε. Ωστόσο, δηλητηρίασε τον δημόσιο διάλογο και προετοίμασε την πτώση της πρώτης ριζοσπαστικής αριστερής κυβέρνησης το 2019.  Η συμφωνία χρησιμοποιήθηκε από τη Νέα Δημοκρατία ως κεντρικό όπλο για την ήττα της Αριστεράς, παρόλο που μετά την εκλογική της νίκη την αποδέχτηκε. Αλλά και η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας υπέστη σημαντικές ήττες από την εθνικιστική αντιπολίτευση. Το μεγαλύτερο θύμα της συμφωνίας ήταν η αριστερή πολιτική. Η Αριστερά, ο μοναδικός σύγχρονος κληρονόμος των ριζοσπαστικών αξιών του Διαφωτισμού που παραγκωνίστηκαν από τη Δεξιά και τους φιλελεύθερους, θυσίασε την εσωτερική της θέση της στην υπηρεσία του διεθνισμού και της αλληλεγγύης. 

Μια ιδεολογία κενών σημαινόντων

Η ιδεολογία λειτουργεί ανάμεσα στη γνώση και το ασυνείδητο, ανάμεσα σε πράγματα για τα οποία είμαστε σίγουροι και σε άλλα μυστηριώδη που μας καθορίζουν παρόλο που δεν τα κατανοούμε πλήρως. Τα συναισθήματα, τα πάθη και οι πεποιθήσεις μας καθοδηγούνται από την επιθυμία, το τραύμα και το φόβο. Η ιδεολογική πολιτική του ελληνικού εθνικισμού είναι παραδειγματική.

Χρησιμοποιεί αναφορές στο πραγματικό ή φανταστικό εθνικό μεγαλείο κινητοποιώντας τα συναισθήματα και το αίσθημα περηφάνειας. Η αυταπάτη μεγαλείου συνοδεύεται σχιζοφρενικά, ωστόσο, από την αίσθηση αδυναμίας και την μανία καταδίωξης από μεγάλες και μικρές δυνάμεις. Ο μικρός και στρατιωτικά ανήμπορος βόρειος γείτονας ραδιουργεί εναντίον των ελληνικών συμφερόντων και της ιστορίας μας, ο εξωπραγματικός και ανύπαρκτος αλυτρωτισμός του αποτελεί “θανάσιμη” απειλή. Οι ισχυροί Ευρωπαίοι ταπεινώνουν τους Έλληνες, οι ανίσχυροι ποθούν τα πολιτισμικά μας κοσμήματα. Κάποιοι  έχουν βλέψεις σε μέρος της επικράτειας, άλλοι στην πνευματική μας κληρονομιάς, άλλοι πάλι στην κυριαρχία μας. Μεγάλοι και μικροί καραδοκούν, προσπαθώντας να κλέψουν ό,τι δεν έχουμε. Ένα πληγωμένο μεγαλείο, μια κακοφορμισμένη αρρενωπότητα, μια ένδοξη αλλά ανασφαλής ύπαρξη είναι το κυρίαρχο ιδεολογικό προφίλ της Ελλάδας.

Η μεγαλύτερη επιθυμία της δεξιάς μετά τη νίκη της Αριστεράς το 2015 ήταν να απαλλαγεί από την κυβέρνηση και να επιστρέψει η εξουσία στους “νόμιμους ιδιοκτήτες” που κυβέρνησαν τη χώρα για πενήντα χρόνια και την γονάτισαν το 2010. Όλοι κατανοούσαν, σε προσωπικές συζητήσεις και sotto voce, τις αρνητικές γεωπολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις αν δεν γινόταν η συμφωνία για το Μακεδονικό. Αλλά αυτό δεν ανέκοπτε την δημόσια απόρριψη. Έχουμε εδώ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της παράλογης λογικής του ασυνείδητου: “Γνωρίζω ότι οι ενέργειές μου θα βλάψουν τα συμφέροντα της χώρας – παρόλα αυτά συνεχίζω να τις κάνω”. Έχουμε μια “πεφωτισμένη” ψεύτικη συνείδηση: οι πολιτικοί χτίζουν ένα προστατευτικό cordon sanitaire γύρω τους. Αυτό αποκρούει όσα γνωρίζουν αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να παραδεχτούν.  

Ο ισχυρισμός περί αλήθειας εξακολουθεί να είναι σημαντικός στην εποχή των fake news. Αυτό ισχύει εξίσου για όσους βασίζονται στην “αδιαμφισβήτητη” γνώση και λογική καθώς και για τους άλλους που ακολουθούν τα συναισθήματά. Η ψυχανάλυση υποστηρίζει ότι η επιθυμία είναι η επιθυμία του άλλου. Οι αμοιβαίες σχέσεις δημιουργούν συναισθήματά. Έχω έντονα συναισθήματα, πιστεύω κάτι με πάθος, όταν γνωρίζω ότι και οι άλλοι το πιστεύουν ή το επιθυμούν. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι Έλληνες δεν καταλαβαίνουν τα λόγια και τους ύμνους της λειτουργίας γιατί η εκκλησιαστική γλώσσα παραμένει αρχαϊκή.

Ωστόσο, εφόσον ο ιερέας προφέρει τα λόγια, είμαστε διατεθειμένοι να πιστέψουμε την ιερότητα τους. Τα εκκλησιαστικά μυστήρια αποτελούν γλωσσικά μυστήρια επίσης. Ο ιερέας γνωρίζει το νόημά τους. Αυτό είναι αρκετό για τους εκκλησιαζόμενους. Όσο οι κοινωνίες μας συλλέγουν μεγάλα δεδομένα και πληροφορίες, τόσο αυξάνεται η προσωπική μας άγνοια, που συνοδεύεται όμως από εμπιστοσύνη και πίστη προς αυτούς που γνωρίζουν. Γι’ αυτό και οι αντικρουόμενες επιστημονικές θέσεις στην πανδημία έπληξαν σοβαρά την εμπιστοσύνη προς το κράτος, την επιστήμη και την επιστημονική αλήθεια.

Σε μια κοινωνία συνεχούς ροής πληροφοριών, εξουσιοδοτούμε τους άλλους να πιστεύουν για μας. Πιστεύουμε μέσω πληρεξουσίου.  Αυτό που έχει σημασία είναι ότι υπάρχουν απαντήσεις και κάποιοι -πολιτικοί, επιστήμονες, ειδικοί- τις ξέρουν, ακόμη και αν αυτό δεν ισχύει. Αυτός ο συνδυασμός κυνισμού και ισχυρισμών περί αλήθειας αποτελεί συστατικό της κυρίαρχης ιδεολογίας στη μετα-ιδεολογική εποχή μας. Οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί των εμπειρογνωμόνων στην πανδημία υπονόμευσαν αυτή την “πίστη δια αντιπροσώπου” τροφοδοτώντας παράλογες θεωρίες συνωμοσίας. 

Η πολυσημία του όρου «Μακεδονία» επιτρέπει και στις δύο πλευρές να τον διεκδικήσουν. Στην μετα-ιδεολογία, σημαίνοντα όπως η “Μακεδονία” ή το “έθνος” είναι κενά – κάθε ομάδα τους δίνει τις δικές της προτιμήσεις, προσπαθώντας να συνδέσει το επιθυμητό σημαινόμενο με το κενό σημαίνον γεμίζοντας το με νόημα.  Τέτοια κενά σημαίνοντα αποτελούν το ιδανικό υπόβαθρο για τη διαμόρφωση ατομικής και συλλογικής ταυτότητας. Δεν μπορεί να υπάρξει όμως κοινός ή αποδεκτός ορισμός: οι αναφορές στη Μακεδονία ή στο έθνος γίνονται μέσω φαντασιακών οντοτήτων, που είναι και φανταστικές και εικονικές. ‘Για να καταλάβετε τι σημαίνει Μακεδονία, πρέπει να συμμετάσχετε στα συλλαλητήρια κατά της συμφωνίας’, έλεγαν στην Ελλάδα στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων των Πρεσπών. Οι εικόνες εμφανίζονταν για να κινήσουν τα συναισθήματα: το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Ήλιος της Βεργίνας, το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη. Τίποτα από αυτά δεν εξηγεί τι είναι η “Μακεδονία”. Αλλά πυροδοτούν περισσότερες φαντασιώσεις και εικόνες χαράς, έξαρσης ή θλίψης: αγάλματα, ημέρες εθνικής γιορτής ή πένθους, η κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου το 2004.  Ο συνδυασμός τους δημιουργεί έναν αστερισμό συναισθημάτων που δίνει συναισθηματική σημασία στη “Μακεδονία”. Αυτή η φαντασιακή Μακεδονία, που αδιαφορεί για ιστορικά, γεωγραφικά ή γεωπολιτικά επιχειρήματα έχει πολύ ισχυρότερη επίδραση από την ιστορία ή τα πραγματικά γεγονότα.

Η ψυχολογική αρχιτεκτονική που οικοδομείται γύρω από λέξεις και εικόνες αποτελεί μέρος της ατομικής και συλλογικής μας ταυτότητας. Ποτέ δεν είμαστε σίγουροι, ωστόσο, για τη σημασία των συμβόλων ή για τη στερεότητα της ταυτότητας μας. Η ταυτότητα βρίσκεται πάντα σε κίνηση και υπό απειλή – προχωράει, αλλάζει, ανακατευθύνεται σε νέες συναντήσεις με αγνώστους και κοντινούς μας.

H επιθυμία των άλλων είναι κεντρική στην κατασκευή της ταυτότητας μέσω της αμοιβαίας αναγνώρισης ή της παραγνώρισης. Η ψυχανάλυση δίνει έμφαση στον ρόλο των άλλων στον αγώνα αυτό και διακρίνει δύο τρόπους οργάνωσης της αντίδρασής μας: το “ιδανικό εγώ” (ideal ego) και το “ιδεατό εγώ” (ego ideal). Ιδανικό εγώ: το ατομικό φαντασιακό, με τις εικόνες και τη φαντασία, προβάλλει μια ιδανική ταυτότητα και αντισταθμίζει την έλλειψη και τη φροϋδική δυσφορία από τις προσωπικές και εθνικές αποτυχίες και απογοητεύσεις. Ο αντιεθνικιστής είναι ενημερωμένος, μορφωμένος, ανεκτικός παρά τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Η προσήλωση στη γνώση, την ιστορική αλήθεια και τις ηθικές αξίες εγγυάται την πνευματική του υπόσταση. Έχει δίκιο γιατί γνωρίζει. 

Ιδεατό εγώ: προσπαθώ να είμαι ή να κάνω ότι θεωρώ ότι οι άλλοι θέλουν από μένα. Ο εθνικιστής στηρίζεται στις δόξες του παρελθόντος και στις μελλοντικές ελπίδες που επιβεβαιώνουν το εθνικό μεγαλείο και την υπεροχή απέναντι στους άλλους. Έχω δίκιο επειδή το αισθάνομαι. Ομοίως, με το συλλογικό φαντασιακό. Η “Μακεδονία”, ο Μέγας Αλέξανδρος, οι Βαλκανικοί πόλεμοι αποτελούν μέρος της γνώσης και της ιστορικής κατανόησης – άρα είμαι υπέρ της συμφωνίας.

Ή, αποτελούν μέρη του εθνικού μύθου, της παράδοσης και του πολιτισμού μου – και είμαι εναντίον της συμφωνίας. Όπως και να ‘χει, η αλήθεια, το πάθος, ή και τα δύο, αποζημιώνουν τις εθνικές ταπεινώσεις και τη χρεοκοπία του κράτους στην κρίση της Ευρωζώνης ή την φτωχοποίηση των ανθρώπων και την απώλεια της κυριαρχίας. Ιδεώδες εγώ: Βλέπω τον εαυτό μου από τη θέση του άλλου και προσπαθώ να γίνω ή να κάνω αυτό που νομίζω ότι περιμένει ο άλλος από μένα.

Ο αντιεθνικιστής πανηγυρίζει για τη διεθνή έγκριση της συμφωνίας. Επιβεβαιώνει ότι η πολιτισμένη Ευρώπη αναγνωρίζει τους Έλληνες ως ορθολογικούς, διαλλακτικούς, κοσμοπολίτες. Ο εθνικιστής ενθουσιάζεται με τις μαζικές συγκεντρώσεις κατά της συμφωνίας στην Ελλάδα και στην Βόρεια Μακεδονία. Είμαι το ίδιο με τους άλλους, πιστεύω αυτό που πιστεύουν και αυτοί. Απολαμβάνω την επιθυμία του ναρκισσιστή που βλέπει στους άλλους τη δική του αντανάκλαση και βλέπει τη δική του ταυτότητα ως αντανάκλαση των άλλων.

 

Η συμφωνία των Πρεσπών προσφέρει την ηθική γραμματική για την οικοδόμηση ομοσπονδιών φιλίας και ειρήνης. Δεν είναι ευκαταφρόνητο επίτευγμα όταν μόλις πριν τριάντα χρόνια εθνικιστικοί πόλεμοι στα Βαλκάνια σκότωναν και έδιωχναν από τις εστίες τους χιλιάδες ανθρώπους. Μια Βαλκανική ομοσπονδία του εικοστού πρώτου αιώνα δεν θα προκύψει από διπλωματικές πρωτοβουλίες ή πολιτικές συμφωνίες, αλλά από την αμοιβαία πολιτισμική αναγνώριση και τον σεβασμό των διαφορετικών πολιτιστικών παραδόσεων. Οι εθνικές ιστορίες, οι παραδόσεις και οι πολιτισμοί θα πάψουν να αποτελούν την διαχωριστική γραμμή και θα γίνουν γέφυρα των λαών. Κινούμαστε ανάμεσα στη φαντασία μας, τις εικόνες, τις αλήθειες και την επιθυμία των άλλων, σε διαφορετικά μονοπάτια, προς τη “Μακεδονία των ονείρων μας” κάτι που δεν είχαμε ποτέ ούτε θα αποκτήσουμε ποτέ. Η Μακεδονία, μια άλλη ονομασία για την ουτοπία, είναι η προεικόνιση ενός κοσμοπολιτισμού που θα έρθει.