Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών ήταν αποκαλυπτικά. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη καταδικάστηκε από τους πολίτες, καθώς έχασε τους μισούς, σχεδόν, ψηφοφόρους της σε σχέση με τις περσινές εκλογές.

Ads

Συγκεκριμένα, ένα εκατομμύριο πολίτες εγκατέλειψαν μέσα σε ένα χρόνο την κυβέρνηση της ΝΔ, καταφανώς δυσαρεστημένοι από την πολιτική της.

Μια ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική που έκανε την Ελλάδα την ακριβότερη ως προς τις τιμές των τροφίμων και την τρίτη ακριβότερη ως προς την βενζίνη χώρα της Ευρώπης, αμέσως μετά τις πλούσιες Δανία και Ολλανδία.

Μια ακραία άδικη κοινωνικά πολιτική που μας ενέταξε στις δέκα ακριβότερες χώρες του κόσμου, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, μαζί με τριτοκοσμικά Αφρικανικά κράτη.

Ads

Οι ψηφοφόροι εγκατέλειψαν την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αποδοκιμάζοντας:

Την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική που αποδυνάμωσε την αγοραστική μας δύναμη, φέρνοντάς μας στην προτελευταία θέση της Ευρώπης, με τελευταία την πρώην ανατολική Βουλγαρία.

Την ακραία νεοφιλελεύθερη και αντικοινωνική πολιτική που έκανε τους Έλληνες προτελευταίους στην Ευρώπη ως προς τη φτώχεια και την απειλή του κοινωνικού αποκλεισμού.

Την ακραία αυταρχική και παλαιοκομματικού τύπου δεξιά πολιτική των σκανδάλων διαφθοράς, με κορυφαία το έγκλημα στα Τέμπη και τις υποκλοπές, της αποδόμησης του κοινωνικού κράτους και της διάλυσης του κράτους δικαίου, που καταδικάστηκε πρόσφατα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, μέχρι πρότινος, κατηγορούσε την αντιπολίτευση ότι δήθεν δεν έχει προτάσεις.

Κι ακόμη, κατηγορούσε τις προτάσεις που συνεχώς υπέβαλλε ο ΣΥΡΙΖΑ για την καταπολέμηση της ακρίβειας, για την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών και για μια δίκαιη ανάπτυξη με κοινωνικό κράτος, σαν φτηνό λαϊκισμό.

Επιμένοντας ότι η ακρίβεια είναι δήθεν ευρωπαϊκή και εισαγόμενη. Και αποκρύπτοντας επίμονα το γεγονός ότι η Ελλάδα έγινε η ακριβότερη χώρα στην Ευρώπη, επειδή είναι η τελευταία που επέμεινε να μην εφαρμόσει κανένα από τα μέτρα που εφάρμοσαν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ακόμη και οι νεοφιλελεύθερες, όπως η Γαλλική.

Μέτρα σε προοδευτική κατεύθυνση όπως η μείωση των έμμεσων φόρων σε τρόφιμα, είδη ανάγκης και βενζίνη, η επανακρατικοποίηση των κάποτε Δημόσιων Επιχειρήσεων Ηλεκτρισμού και οι έλεγχοι της κερδοσκοπίας και της αισχροκέρδειας στις αγορές, το πλαφόν στις ανώτατες τιμές για την ενέργεια και για τα κέρδη, η φορολόγηση των υπερκερδών των ενεργειακών επιχειρήσεων, των διυλιστηρίων και των τραπεζών, που εφαρμόστηκαν με επιτυχία στην Ευρώπη, στην Ελλάδα του κ. Μητσοτάκη θεωρήθηκαν… λαϊκισμός.

Αντίθετα, η ακραία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη, αντί να εφαρμόσει μέτρα που θα ωφελούσαν τους πολίτες, θα ενίσχυαν την αγοραστική τους δύναμη και θα βελτίωναν την ποιότητα της ζωής τους, εφάρμοσε μια πολιτική που με την ιδιωτικοποίηση δημόσιων αγαθών, δημόσιων δομών και δημόσιου πλούτου, με την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, με την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας Υγείας και της δημόσιας Παιδείας και με την εφαρμογή του ιδεολογήματος της αυτορρύθμισης των αγορών, έκανε τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πολύ πλουσιότερους.

Φωνή βοώντος εν τη ερήμω ήταν οι προοδευτικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και των κομμάτων της προοδευτικής αντιπολίτευσης, που λοιδορούνταν και απαξιώνονταν από την κυβερνητική προπαγάνδα σαν… ανύπαρκτες και σαν λαϊκιστικές.

Η μόνιμη απάντηση της κυβέρνησης ήταν ο… άθλος της μεγέθυνσης του πλούτου των λίγων και μεγάλων επιχειρήσεων κατά 2%, που διαφημίζονταν σαν το θαύμα της ανάπτυξης στην Ευρώπη. Μια ανάπτυξη, όμως, που δεν την είδαν οι πολλοί στους μισθούς και τις απολαβές τους, ούτε το κοινωνικό κράτος και τα δημόσια αγαθά.

Αλλά μόνον η ολιγαρχία των λίγων και ευνοημένων από το καθεστώς Μητσοτάκη μεγάλων επιχειρήσεων.

Όπως και τη συντριπτική πλειοψηφία των δισεκατομμυρίων ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης δεν την είδαν ούτε οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ούτε οι κοινωνικές δομές της Υγείας και της Παιδείας, ούτε οι δημόσιες πολιτικές για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών.

Τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης κατευθύνθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στην ολιγαρχία μιας μικρής ελίτ ευνοημένων μεγάλων επιχειρήσεων. Και όσα, λίγα, κατευθύνθηκαν σε δημόσιες δομές και πολιτικές, έχουν ελάχιστη απορρόφηση.

Τελικά, όπως εκ του αποτελέσματος σήμερα αποδεικνύεται, η απόσταση μεταξύ των σκληρά νεοφιλελεύθερων και των προοδευτικών πολιτικών είναι ένα εκατομμύριο ψήφοι.

Τόσες χρειάστηκαν για να παραδεχτεί ο πρωθυπουργός της φτώχειας και της ακρίβειας ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος.

Γιατί το κακό με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι ότι είναι αντιλαϊκές. Και όσο και αν τα καλοταϊσμένα ΜΜΕ χειραγωγούν τους πολίτες και κρύβουν ή αλλοιώνουν με διάφορα επικοινωνιακά τεχνάσματα τις συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής, κάποτε η αλήθεια αποκαλύπτεται.

Κανείς δεν μπορεί να κοροϊδεύει τόσο πολύ, τόσο πολλούς, για τόσο μεγάλο διάστημα.

Έρχεται κάποια στιγμή, που στη δική μας περίπτωση ήταν τα πέντε χρόνια, που οι φτωχοποιημένοι πολίτες ξυπνούν και εγκαταλείπουν μαζικά την κυβέρνηση της φτώχειας των πολλών και του πλούτου των λίγων, αφήνοντας να την υποστηρίζουν μόνο οι λίγοι πλούσιοι.

Το κακό στην περίπτωσή μας είναι ότι οι πολίτες που εγκαταλείπουν την κυβέρνηση απέχουν από τις εκλογές και πάνε σπίτια τους, αντί να υποστηρίζουν κάποια πολιτική δύναμη της προοδευτικής αντιπολίτευσης.

Διαμαρτυρόμενοι με τον τρόπο αυτόν για τον κατακερματισμό του προοδευτικού χώρου και την αδυναμία του να συμφωνήσει και να εκφράσει μια ενιαία πολιτική, στην αντίθετη κατεύθυνση από την κυρίαρχη κυβερνητική.

Γιατί όταν τα κόμματα της αντιπολίτευσης ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιο θα επικρατήσει, αποδομούν το ένα την πολιτική του άλλου, μειώνοντας έτσι την αξιοπιστία της προοδευτικής λύσης.

«Στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται». Και για να εξαπατήσει και πάλι τους πολίτες, φορά την προβιά του προοδευτικού.

Ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος για την αντιλαϊκή νεοφιλελεύθερη πολιτική, ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, επιμένοντας στην ίδια επικοινωνιακή διαχείριση των προβλημάτων και για να ρίξει και πάλι στάχτη στα μάτια των πολιτών, εμφανίζεται μετεκλογικά να ανταποκρίνεται, δήθεν, στα μηνύματα των ψηφοφόρων, δανειζόμενος στοιχεία από την προοδευτική πολιτική.

Υιοθετώντας τα μέτρα που μέχρι χτες ειρωνεύονταν ως λαϊκισμό, μειώνει το ΦΠΑ, έστω και σε ελάχιστα προϊόντα. Κι ακόμη δέχεται αυτό που μέχρι χτες απέρριπτε μετά βδελυγμίας, ότι δηλαδή υπάρχουν υπερκέρδη, έστω και μόνο στα διυλιστήρια και όχι και στις ενεργειακές επιχειρήσεις και στις τράπεζες. Και προχωρεί σε δειλή φορολόγηση των υπερκερδών τους, έστω και μόλις στο 30%, όταν η ΕΕ επιτρέπει μέχρι και 90%.

Αυτό που έχει σήμερα σημασία όμως, δεν είναι η ακόμη μια επικοινωνιακή κυβίστηση του πρωθυπουργού της ακρίβειας, προκειμένου να ξεγελάσει τους ψηφοφόρους που τον εγκατέλειψαν.

Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι ότι πέφτει ένα από τα τελευταία κάστρα του σκληρού νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη.

Αφού ακόμη και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, έστω και για λόγους επικοινωνιακούς, αναγνωρίζει την προοδευτική κατεύθυνση μιας άλλης πολιτικής.

Είναι η ώρα της προοδευτικής αντιπολίτευσης.

Αν τώρα δεν συνεννοηθούν και δεν συνεργαστούν προγραμματικά τα κόμματα του προοδευτικού τόξου σε μια κατεύθυνση μιας δίκαιης αναπτυξιακής πολιτικής με κοινωνικό πρόσημο και περιβαλλοντικό χαρακτήρα, ο κ. Μητσοτάκης είναι ικανός, με τον μηχανισμό προπαγάνδας που διαθέτει και προκειμένου να συνεχίσει την άδικη και καταστροφική για τη χώρα πολιτική του, να πείσει τους πολίτες ότι ξαφνικά ασπάστηκε τον… σοσιαλισμό.