Όσο ο πρωθυπουργός επιμένει επικοινωνιακά ότι η κυβέρνηση κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να αντιμετωπίσει τις καταστροφικές συνέπειες που φέρνει η κλιματική κρίση, τόσο η πραγματικότητα τον διαψεύδει.

Ads

Σύμφωνα με τα διεθνή στοιχεία η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα, με απόσταση από τη δεύτερη, τόσο ως προς το σύνολο των καμένων εκτάσεων, όσο και ως προς τις καταστροφές ανά δασική πυρκαγιά, σε σύγκριση με τα γειτονικά μεσογειακά κράτη που μοιράζονται τις ίδιες με εμάς κλιματικές συνθήκες.

Στο ενδεχόμενο που και οι γειτονικές μας χώρες είχαν τις ίδιες, πάνω-κάτω, με εμάς καταστροφές, αυτός θα ήταν ένας δείκτης ότι πράγματι η κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί.

Η μεγάλη απόσταση όμως μεταξύ των δικών μας και των γειτονικών καταστροφών, διαψεύδει αυτή την εκδοχή. Καθώς αναδεικνύει την αλήθεια, ότι εκεί όπου καταβάλλεται προσπάθεια, οι καταστροφές είναι κατά πολύ μειωμένες.

Ads

Αλλά και η πρόσφατη παραπομπή της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, ως της μόνης ευρωπαϊκής χώρας που δεν εφάρμοσε τις ευρωπαϊκές οδηγίες για την αντιπλημμυρική της προστασία, αφού ούτε καν επικαιροποίησε τους χάρτες κινδύνου πλημμύρας που παραμένουν αναξιοποίητοι από το 2018, ανέδειξε με τον πιο κατηγορηματικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο το μεγάλο κενό στη χώρα μας σε ό,τι αφορά στην προσαρμογή της στις νέες δυσμενείς συνθήκες της κλιματικής κρίσης.

Είναι όμως ολιγωρία και ανικανότητα η αιτία της ελληνικής υστέρησης ή μήπως υπάρχει και κάτι περισσότερο; Κάτι πιο επίμονο και πιο συστηματικό δηλαδή, που εμποδίζει την ελληνική κυβέρνηση να πάρει μέτρα και να εφαρμόσει πολιτικές πρόληψης και μετριασμού για την αντιμετώπιση των καταστροφικών συνεπειών της κλιματικής κρίσης;

Αν υπήρχε ειλικρινής πρόθεση της κυβέρνησης να προσαρμόσει τη χώρα στις νέες συνθήκες, όπως η ίδια επιμένει, αλλά δεν υπήρχαν ικανότητες, γνώσεις ή εμπειρία, κάτι δεν θα είχε προχωρήσει σε κάποιους, έστω, τομείς;

Όπως για παράδειγμα στην εφαρμογή των ευρωπαϊκών οδηγιών για την αντιπλημμυρική προστασία. Η απόλυτη άρνηση να επικαιροποιηθούν οι χάρτες κινδύνου πλημμύρας, με γνώση των συνεπειών που έχει μια τέτοια τακτική, δεν μαρτυρά ανεπάρκεια ή ανικανότητα, αλλά συνειδητή άρνηση λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης.

Κι ακόμη, η πολιτική βούληση για εκτέλεση έργων πρόληψης των ακραίων φαινομένων και μετριασμού των φυσικών καταστροφών, αν υπήρχε, θα αντικατοπτρίζονταν στην κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Όπου συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Η απένταξη έργων αντιπλημμυρικής προστασίας, τα μόλις 185 εκατομμύρια ευρώ που κατανεμήθηκαν για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης από το σύνολο των 34 δις του Ταμείου και η χαμηλή απορρόφηση των σχετικών πόρων μέχρι το φετινό καλοκαίρι από τις περιφέρειες, της τάξης ενός ελάχιστου 0,05%, μαρτυρούν συστηματική αιτία, που ανάγει την αδράνεια και την ολιγωρία απέναντι στην κλιματική κρίση σε κορυφαία και συνειδητή πολιτική στάση.

Αυτή η συστηματική αιτία που καθοδηγεί την κυβέρνηση Μητσοτάκη να απέχει από κάθε είδους πρωτοβουλία προσαρμογής της χώρας στις νέες συνθήκες της κλιματικής κρίσης δεν είναι άλλη από την εχθρική της στάση απέναντι σε κάθε τι δημόσιο.

Είτε πρόκειται για δημόσια αγαθά, τα οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνείται να προστατέψει για να τα ιδιωτικοποιήσει, είτε πρόκειται για δημόσιες πολιτικές, τις οποίες αρνείται να εφαρμόσει, είτε και για δημόσια έργα, τα οποία αρνείται να χρηματοδοτήσει με δημόσιους πόρους.

Ο πρωθυπουργός ήταν ειλικρινής, αν και κυνικός, παρουσιάζοντας στη Βουλή την πολιτική της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.

Καμία δημόσια πολιτική πρόληψης και κανένα δημόσιο έργο για τον μετριασμό των συνεπειών των φυσικών καταστροφών δεν εξαγγέλθηκε.

Αντίθετα, η προστασία των δασών ανατέθηκε σε ιδιώτες. Στους οποίους θα εκχωρηθούν, στο εξής, τα δάση, προκειμένου να τα… προστατεύουν αυτοί μέσω της εκμετάλλευσης, με σκοπό το κέρδος. Όχι βέβαια του δάσους, αλλά των ιδιωτών.

Έβαλαν δηλαδή το λύκο να φυλάει τα… πρόβατα.

Αλλά και για την αντιπλημμυρική προστασία, ακούσαμε από την κυβέρνηση για εκατομμύρια εκ των υστέρων αποζημιώσεων στους πληγέντες, αλλά δεν ακούσαμε για πολιτικές πρόληψης και μετριασμού αυτού καθ’ εαυτού του πλημμυρικού κινδύνου.

Ο πρωθυπουργός, άλλωστε, προχώρησε και σε διάγνωση, ως εάν ήταν ειδικός στο αντικείμενο.

Τα φαινόμενα, είπε, είναι τόσο σφοδρά που ό,τι και να κάνεις δεν μπορείς να τα αντιμετωπίσεις.

Η δήλωση αυτή δεν είναι απλώς μια επικοινωνιακή προσπάθεια απαλλαγής από τις προφανείς ευθύνες της κυβέρνησης και της περιφέρειας Θεσσαλίας για τις εκτεταμένες καταστροφές.

Είναι, πολύ περισσότερο, μια δήλωση προσβλητική για την επιστήμη του σχεδιασμού της αντιπλημμυρικής προστασίας, της επιστήμης της υδραυλικής μηχανικής δηλαδή και των υδραυλικών έργων. Που διδάσκει ότι η ολοκληρωμένη αντιπλημμυρική προστασία, ακόμη και αν δεν είναι επαρκής για να αντιμετωπίσει το σύνολο των πλημμυρικών καταστροφών, τις μετριάζει πάντως σε σημαντικό βαθμό.

Η κυβέρνηση είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι δεν έχει την πολιτική βούληση να επενδύσει, αξιοποιώντας δημόσιους πόρους, στην πρόληψη των φυσικών καταστροφών. Ούτε έχει την πολιτική βούληση να εφαρμόσει δημόσιες πολιτικές για να μετριάσει τις συνέπειες των ακραίων φαινομένων που μας πλήττουν όλο και πιο συχνά και όλο και πιο σκληρά τελευταία.

Στον πυρήνα της πολιτικής της τα δάση, τα νερά, οι λεκάνες απορροής και τα οικοσυστήματα δεν αντιμετωπίζονται σαν κοινά αγαθά, δηλαδή δημόσια, όπως επιβάλλει η παραδοχή της αειφορίας, αλλά αντίθετα, σαν οικονομικά αγαθά προς εκμετάλλευση με σκοπό το κέρδος.

Οι απώλειες ανθρώπινων ζωών, σε αυτή τη σκληρά νεοφιλελεύθερη αντίληψη, εκλαμβάνονται σαν… παράπλευρες απώλειες της οικονομίας της αγοράς.

Και βέβαια, αν υπάρξει η οποιαδήποτε αντίδραση για την ωμή παραβίαση των αρχών της διεθνώς αποδεκτής παραδοχής της Βιώσιμης Ανάπτυξης, θα σου απαντήσουν το γνωστό… 41%.