Η απώλεια είναι απώλεια και ο θάνατος θάνατος.

Ads

Οι λέξεις δεν νικούν την πραγματικότητα και ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω από το μη είναι στο είναι. Όμως ο δημιουργός κατ’ εικόνα ιερή δεν απολύεται, δεν σβήνει, δεν χάνεται, γιατί το έργο του παραμένει στο διηνεκές, φύσει αδούλωτο, άφθαρτο, ενίοτε μεταβαλλόμενο και πάντα συνεχές.

Το έργο δεν σβήνει παρά μόνο αν καεί εκ θεμελίων η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, χωρίς εναπομείναν αντίτυπο, ή οι Ούνοι του Τρίτου Ράιχ κατακαύσουν και το τελευταίο κατασχεθέν φύλλο από κάποιο δημιουργικό πνεύμα, χωρίς διαφυγές –πλην ιστορικά αποδεδειγμένη πλειστάκις η σωτηρία, η διάσωση, η περιφρούρηση της ανθρώπινης μνήμης, και εντέλει η ματαιότητα του αφανιστικού μένους…

Αλλά η απώλεια είναι παρούσα και παραμένει στους ζωντανούς, στους εναπομείναντες βαστάζους και αποδέκτες του κάθε έργου, βαριά κατραπακιά, πληγή χαίνουσα, νόστος αλύτρωτος, πόνος βαθύς, πλην βουβός, γιατί οι αποδέκτες δεν είναι οι ίδιοι δημιουργοί, δεν είναι πλάστες…

Ads

Και μας τελέψανε τα μοιρολογίσματα και το πολυήμερο ξόδι των νεκρών, το συλλογικό κατευώδιο όταν μαγικά συμπορεύεται απόληξη νεκρικής πομπής, παραδίδοντας τον νεκρό στις όχθες του Αχέροντα, στις πύλες του Άδη. Γιατί πια οι «κανονικότητες» δεν χωρούν τους αργούς θανάτους, τη «σχόλη» περί των νεκρών, και οι αποτιμήσεις του έργου παραμένουν εχθροί της ταχύτητας και της εναλλαγής, καθώς μια επόμενη σειρά ζώντων και γι’αυτό αεί ανυπόμονων προσμένει επίμονη την αντικατάσταση.

Οι νεκροί μας πια σβήνουν γρηγορότερα από τη φυσική αποσύνθεση, το σεσηπός πτώμα της ίδιας της ανθρώπινης ύλης –βιαστικός νεκροθάφτης κι εχθρικός ο νεώτερος πολιτισμός μας των απόντων, όσο και των παρόντων και εχθρός του πόνου που επιμένει και παραμένει.

Πλην το έργο δεν σβήνει, και απειλεί ακόμα όποιον διανοηθεί να το παρακάμψει, να το ενσωματώσει, πόσω μάλλον να το ματαιώσει.

Το έργο βοά και συνεχίζει το κέντημα του στο σώμα των ανθρώπων, στη σκέψη τους και ως συνέχεια της ζωής συναισθημάτων, που το ίδιο με την επιρροή του οικοδόμησε σταδιακά, θεμελίωσε στα σπάργανα της συλλογικής μνήμης και εξειδίκευσε στην ατομική περίσταση.

Θεριστής ο Θάνατος θερίζει τους Θανάσηδες που για ενα άλφα χάσανε την Αθανασία, όπως τραγούδησε ένα ποιήμα του Ντίνου Χριστιανόπουλου ο Μάνος Χατζιδάκης[1].

Θέλησε να θερίσει και τον Θάνο Μικρούτσικο, που σαν άλλος Εύξεινος Πόντος έκρυβε μέσα του μια ταραγμένη και πλούσια θάλασσα αναζήτησης, πρωτοπορίας, μαγικού χορού πάνω στο φτερό του καρχαρία ή αφοσίωσης στο κυνήγι του Μόμπυ Ντίκ, της λευκής φάλαινας του Μέλβιλ, που διάβασε σίγουρα ο λατρεμένος του Καββαδίας…

Και αυτόν τον Θάνο ο θεριστής δεν τον νίκησε!

Το αποδεικνύει το έργο του που ζωντανό σαγηνεύει ακροατές· τους παλιούς συνοδοιπόρους που ορκίστηκαν στην αιώνια μνήμη του στις κερκίδες των δυο μεγάλων συναυλιών των Βράχων του Βύρωνα το 2018 ξορκίζοντας την ανείπωτη μέλλουσα απουσία του με μάτια βουρκωμένα ή για την ακρίβεια φουρτουνιασμένα σαν τις θάλασσες της Νότιας Κίνας…

Το αποδεικνύει το έργο του που ζωντανό σαγηνεύει τους νέους ακροατές, πολλά νέα παιδιά, μια ακόμα γενιά, προσθήκη στις πολλές γενιές που τον θαυμάζουν, εκφράζονται με τα τραγούδια του και τον ακολουθούν στο ταξίδι της Σειρήνας, παρασυρμένοι από το δικό του πάθος, το ανίκητο πάθος που ταξιδεύει μέσα στις νότες, στα πλήκτρα του Kurt Weill πιάνου του και τραγουδούν μαζί του με τρεμάμενα χείλη: Κι εγώ απόψε θα σε χάσω και αύριο (δεν) θα σε ξεχάσω[2]


[1] ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ Έργο 50 (1992, ανολοκλήρωτο). Κύκλος τραγουδιών σε ποίηση Ντίνου Χριστιανόπουλου και Γιώργου Χρονά για νεανική λαϊκή φωνή, ανδρική χορωδία και στρατιωτική μπάντα. Το έργο ηχογραφήθηκε για πιάνο και φωνή μετά τον θάνατο του συνθέτη. ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ απασχόλησαν τον Μάνο Χατζιδάκι τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του

[2] Το κακοήθες μελάνωμα, ΕΜΠΑΡΚΟ Άλκη Αλκαίου-Θάνου Μικρούτσικου, 1982