Και τώρα που έκατσε λίγο η σκόνη και το σοκ άρχισε να αφομοιώνεται και να γίνεται γνώση, ας δούμε τις αιτίες του εκλογικού αποτελέσματος.

Ads

Ας ξεκινήσουμε από τον νικητή. Η ΝΔ, σε μία συνθήκη πρωτοφανή για την εποχή μετά τον θάνατο του Παπάγου, είναι από το 2015 το κόμμα στο οποίο εναπόθεσαν τις ελπίδες τους με φανατισμό όλες οι πλευρές του ελληνικού αστισμού. Έκφραση αυτού είναι η τρομακτική μιντιακή παντοκρατορία της και η ασυλία που απολαμβάνει από τις τράπεζες στις οποίες χρωστάει 400 εκατομμύρια.

Συνθήκες που εντάθηκαν με την άνοδο της στην εξουσία το 2019. Η επικοινωνιακή υπεροπλία της κυβέρνησης ήταν η βάση για τα πάντα. Για να διαστρεβλώνεται η πραγματικότητα, να εμφανίζονται επιτεύγματα που δεν υπήρχαν, να υπερδιογκώνονται αυτά που υπήρχαν, να κρύβονται όσα μπορούσαν να κρυφτούν. Και για όσα δεν μπορούσαν να κρυφτούν -αυτό ήταν το χειρότερο για τη δημοκρατία- να πειθόμαστε είτε πως «δεν έγινε και τίποτα, όλοι τα ίδια κάνουν», όπως για τις υποκλοπές, είτε πως «φταίνε όλοι, όλοι ίδιοι είναι», όπως για την τραγωδία των Τεμπών.

Η πολιτική επιβίωση της ΝΔ περνούσε μέσα από την παραπληροφόρηση των πολιτών, από την εκμηδένιση της κριτικής ικανότητας τους και από το άπλωμα του υποστρώματος για τον εκφασισμό της κοινωνίας. Κανένα από αυτά δεν την έκαναν να διστάσει. Έτσι, οι πολίτες πίστεψαν -εντελώς ενδεικτικά- πως η εξωτερική πολιτική μας έχει κάνει την Ελλάδα πρωταγωνίστρια (παρά τα τουρκολυβικά σύμφωνα που υπογράφονταν κάτω από τα μάτια μας και την διεθνή αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας), πως ο Πιερακάκης παρέλαβε την Ελλάδα στο τέταρτο ψηφιακό υπόγειο και την έχει φτάσει στον 20ο όροφο (παρά τις τεράστιες βάσεις που είχε βάλει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που είχε παραλάβει παγωμένα ακόμα και τα ευρωπαϊκά κονδύλια), πως για την ακρίβεια φταίει ο Πούτιν και πως η διαχείριση της πανδημίας ήταν τέλεια. Ειδικά αυτό το τελευταίο, είναι συγκλονιστικό.

Ads

Αν ρωτήσουμε 100 πολίτες σε ποια θέση βρέθηκε η Ελλάδα σε νεκρούς ως ποσοστό του πληθυσμού της, οι περισσότεροι θα μας πούνε ότι είναι πχ κάτω από την 15η θέση στην Ευρώπη και κάτω από την 100η στον κόσμο. Και είμαστε 2οι στην Ευρώπη και 14οι στον κόσμο σε νεκρούς. Μια τραγωδία που θα αρκούσε για να πέσει κάθε άλλη κυβέρνηση στον δυτικό κόσμο. Το επίτευγμα των ΜΜΕ είναι ασύλληπτο.

Με αυτά ως βάση, ήταν λογικό οι ελάχιστες κυβερνητικές παρεμβάσεις και τα κάθε λογής “pass” να γίνονται δεκτά ως κάτι “έξτρα”, ως κάτι που μας έδινε ο Μητσοτάκης από την καλή του την καρδιά και την αγάπη του για τον λαό. Κι ας ήταν από τα δημόσια ταμεία. Κι ας μην ήταν παρά ασπιρίνες. Από κοντά και οι πιο μεγάλες παρεμβάσεις, οι επιστρεπτέες και μη επιστρεπτέες προκαταβολές που σε συνδυασμό με την εκπλήρωση της μεγάλης υπόσχεσης του Μητσοτάκη στους μικρούς επιχειρηματίες πως δεν θα στέλνει το ΣΔΟΕ και την Επιθεώρηση Εργασίας (την οποία διέλυσε) του έδωσαν μεγάλο αέρα. Από δίπλα και τα υπερτροφικά πελατειακά δίκτυα των 15 δις απευθείας αναθέσεων και κλειστών διαγωνισμών, οι κραυγές για την «εθνική εξαίρεση» της Κομοτηνής και γενικά ο πατροπαράδοτος συνδυασμός λαμογιάς και κούφιου πατριωτισμού.

Όμως, η υπεροπλία της ΝΔ δεν μπορεί να είναι η μόνη ερμηνεία του αποτελέσματος. Γιατί αυτή εξηγεί το πως κρατήθηκε η ΝΔ στο 40%. Όχι την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ. Ας δούμε τι έγινε κι εδώ.

Καταρχάς, ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοπαγιδεύτηκε στην απλή αναλογική. Η ΝΔ έλεγε στον κόσμο: «Εμένα με ξέρετε, με τα καλά μου και με τα στραβά μου. Θα σας κυβερνήσω μόνη μου, σταθερά, για άλλα τέσσερα χρόνια. Με ψηφίζετε και ξενοιάζετε. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξέρει με ποιον θα κυβερνήσει, μαλώνουν από τώρα με το ΠΑΣΟΚ γιατί διαφωνούνε, θα πάρουν και τον τρελό τον Βαρουφάκη μαζί και θα γίνει πάλι κανένα ατύχημα». Και έπεισε. Ο ΣΥΡΙΖΑ, επιμένοντας να τιμά την απλή αναλογική και την λογική των συμμαχιών, έκανε την ψήφο σε αυτόν σχεδόν συνώνυμο της αβεβαιότητας και της αστάθειας. Και αναγκάστηκε να υποστείλει την σημαία της κριτικής του προς το ΠΑΣΟΚ. Ζημιά πολλαπλή.

Όμως, η απλή αναλογική, όπως και οι παραφωνίες των στελεχών του τις τελευταίες μέρες, απλώς υπερδιόγκωσαν ένα προϋπάρχον μεγάλο πρόβλημα. Εξαιτίας του οποίου, από ένα σημείο και μετά, ό,τι κι αν έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, ό,τι κι αν έλεγε, για ό,τι κι αν δεσμευόταν, απλώς δεν έπιανε. Δεν είχε σημασία. Από ένα σημείο και μετά, το πρόβλημα δεν ήταν πια το μήνυμα. Ήταν ο ίδιος ο πομπός. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε γίνει αναξιόπιστος.

Στη ΔΕΘ του 2022 ο Αλέξης Τσίπρας έκανε μεγάλες εξαγγελίες. Ανάμεσά τους το αφορολόγητο 10.000 ευρώ για τους μη μισθωτούς. Το μεγαλύτερο αίτημα όλων αυτών που τόσα χρόνια διαμαρτύρονται ότι «πληρώνουμε φόρο από το πρώτο ευρώ», ότι «έχουμε συνέταιρο το κράτος». Θα περίμενε κανείς να κάνει μια αίσθηση στην κοινωνία, να προκαλέσει μια συζήτηση.

Τίποτα. Όπως και για οτιδήποτε άλλο είπαμε και λέγαμε από τότε. Δεν κουνιόταν φύλλο. Είτε το λέγαμε, είτε όχι, ένα και το αυτό.

Θα το διαπιστώσαμε πολλοί και πολλές. Όταν κάποια στιγμή το πολιτικό μας μήνυμα κατάφερνε να ξεφύγει από τις στενωπούς των ΜΜΕ, όταν έφτανε μέσα από εμάς στους φίλους, τους συγγενείς και τους συναδέλφους μας, όταν λέγαμε «Δεν είναι λύση τα market pass, αλλά η μείωση του ΦΠΑ», «Δεν είναι η λύση οι επιδοτήσεις της αισχροκέρδειας στο ρεύμα, αλλά η ανακρατικοποίηση της ΔΕΗ», το μήνυμα δεν έπειθε. Η αντιμετώπιση που είχαμε κινούνταν σε ένα φάσμα που ξεκινούσε από το «Σίγουρα μπορεί να γίνει αυτό που μου λες;» και έφτανε ως το «Και σιγά μην το κάνετε!». Δύο πλευρές του ίδιου προβλήματος. Κρίση αξιοπιστίας. Το πρόβλημα ήταν ο πομπός.

Από το καλοκαίρι το 2015 η αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ είχε τρωθεί. Υπερεκτιμήσαμε το αποτέλεσμα των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015, νομίσαμε πως ο κόσμος κατάλαβε τι κάναμε με τη διαπραγμάτευση και την υπογραφή του μνημονίου και δεν ασχοληθήκαμε ποτέ ξανά με το να εξηγήσουμε τι έγινε. Το κάναμε μόνο όταν μας προκαλούσαν. Κατά τα άλλα, απλώς κρύβαμε την άβολη συζήτηση κάτω από το χαλί. Αλλά το πρόβλημα παρέμενε εκεί. Μαζί με αυτό, η τρομερά ελλιπής προβολή του κυβερνητικού έργου και η προπαγάνδα των ΜΜΕ σε βάρος μας, δημιούργησαν τελικά μια αίσθηση ανικανότητας του ΣΥΡΙΖΑ. Μια εντύπωση πως επί ΣΥΡΙΖΑ δεν λύνονταν προβλήματα, ενώ συνέβαινε σε μεγάλο βαθμό το αντίθετο. Μια ψευδή και άδικη αίσθηση απόλυτης αφερεγγυότητας.

Και η χαριστική βολή ήρθε στην πανδημία. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε το πρώτο κόμμα που απαξιώθηκε ως κυβέρνηση αναδρομικά, ενώ ήταν στην αντιπολίτευση. Ο φόβος του κόσμου για τον covid και η στάση των ΜΜΕ έφτιαξαν μια εικόνα υπεύθυνης κυβέρνησης κι ενός πρωθυπουργού – φύλακα αγγέλου των ζωών μας. Και λίγο σπρωχτά, λίγο αυθόρμητα, στη σκέψη και στο στόμα του κόσμου ερχόταν πια ένα «Σκέψου να είχαμε τώρα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ…».

Όταν, λοιπόν, ως πολιτικός φορέας εκπέμπεις ένα μήνυμα, είσαι ένας καμβάς. Και πάνω στον καμβά στήνεις τα χρώματα, τα σχέδια, το αφήγημά σου. Όσο πιο γερός είναι ο καμβάς, από όσο πιο καλά υλικά είναι φτιαγμένος, όσο πιο αξιόπιστος είναι, τόσο πιο σταθερά στέκονται όσα βάζεις επάνω του. Το μήνυμά σου. Στην περίπτωσή μας, αυτό ήταν που δεν είχαμε καταλάβει. Ότι ο καμβάς ήταν πια από ρυζόχαρτο. Κι ό,τι κι αν βάζαμε επάνω του, έπεφτε. Μέχρι που στο τέλος μούλιασε κι ίδιος από τα χρώματα. Και σκίστηκε. Έλιωσε.

Και τώρα, τι κάνουμε; Επινοούμε ξανά τον καμβά, αυτό κάνουμε. Δίνουμε ξανά τη μάχη της αξιοπιστίας μας. Αλλά αυτό έχει προϋποθέσεις. Να αποδεχτούμε το πρόβλημα. Να δούμε τα ερωτήματα των τάξεων, των στρωμάτων, των ομάδων, των υποκειμένων που μας ενδιαφέρει πρωτίστως να εκφράσουμε. Να τα απαντήσουμε. Όπως κρίνουμε, με όποιες αξιακές προτεραιότητες θέλουμε, αλλά να τα απαντήσουμε, καθαρά και απλά. Και να δώσουμε τη μάχη για τις απαντήσεις μας, για να τις κάνουμε ηγεμονικές. Ώστε να κερδίσουμε την μάχη της αξιοπιστίας μας, με όλη την κοινωνία. Ακόμη και προς αυτούς που θα διαφωνούν μαζί μας. Γιατί την αξιοπιστία σου δεν την χάνεις μόνο όταν λες πράγματα που ο άλλος τα αξιολογεί ως ανεδαφικά ή όταν δεν κάνεις αυτά που έχεις υποσχεθεί. Αλλά και όταν αυτός που σε ακούει απλώς δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς θέλεις να κάνεις. Όταν δεν μπορεί να δει στον χάρτη το στίγμα σου.

Υπάρχει μια ειρωνεία. Αυτοί που πιο πολλοί από όλους μας θεωρούν αξιόπιστους είναι οι μεγάλοι ταξικοί μας αντίπαλοι. Είναι τα μεγάλα συμφέροντα. Για αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί σήμερα εναλλακτική επιλογή για το σύστημα, για αυτό όλα τα συμφέροντα είναι ακόμη επάνω στον Μητσοτάκη. Γιατί αν στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το ΠΑΣΟΚ, θα είχε φροντίσει εδώ και χρόνια να αποκτήσει σχέσεις με δύο τράπεζες, πέντε εργολάβους και τρεις εφοπλιστές, θα είχε βάλει δύο κανάλια και μερικές εφημερίδες και sites να χτυπάνε την κυβέρνηση του Μητσοτάκη και στο τέλος αυτή θα είχε απαξιωθεί τόσο πολύ που το ίδιο το σύστημα θα του έλεγε «Έχεις φθαρεί πια, δεν μπορείς να κάνεις όσα θέλουμε, φύγε, να έρθει το ΠΑΣΟΚ, να φανεί στον κόσμο ότι κάτι άλλαξε, για να μπορέσει να κάνει αυτό όσα θέλουμε».

Είναι τιμή μας που το σύστημα δεν μας έχει για εναλλακτική. Και πρέπει να δίνουμε σημασία στο ταξικό κριτήριο των μεγάλων αντιπάλων μας. Αυτοί είναι πεισμένοι για εμάς. Πρέπει, όμως, να πείσουμε και τους δικούς μας. Τους ανθρώπους που είναι σαν κι εμάς, που έχουν τα δικά μας προβλήματα, τις δικές μας ανασφάλειες, τις δικές μας έγνοιες. Τι δικές μας ανάγκες. Την μεγάλη μάχη της αξιοπιστίας την έχουμε μπροστά μας. Να ξαναγίνουμε ο καμβάς που πάνω του θα στηρίζεται η ανάλυσή μας για τον κόσμο. Και ο ίδιος ο κόσμος. Αυτό είναι το μεγάλο έργο της νέας ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου του κόμματος. Και για να επιτευχθεί στα σοβαρά, χρειάζεται τον υψηλότερο βαθμό συλλογικής δουλειάς και επεξεργασίας θέσεων που έχει επιδείξει ποτέ κόμμα στην ελληνική ιστορία.

*Ο Σταύρος Παναγιωτίδης είναι Δρ. Ιστορίας, Μέλος ΟΜ ΣΥΡΙΖΑ Νέου Κόσμου