Ακολουθεί μια απόπειρα σύνθεσης των αιτιών της συντριβής του ΣΥΡΙΖΑ. Κάποια από τα σημεία είχαν αναπτυχθεί σε άρθρα στον παρόντα ιστότοπο ήδη από το 2021 (αυτά για να προλάβω κριτική τύπου «δρυός πεσούσης»). Περιλαμβάνονται αποκλειστικά ερμηνευτικά σημεία που αφορούν στα πεπραγμένα ή στις παραλείψεις του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ και όχι στα αποτελέσματα επιθέσεων άλλων δυνάμεων εναντίον του:

Ads

1. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε αλλά ούτε καν προσπάθησε να μεταφράσει τη θεσμική εκτροπή που υλοποιούσε μεθοδικά το σύστημα Μητσοτάκη σε καθημερινά οικονομικά μεγέθη. Όσο και αν τέτοιες εξηγήσεις μοιάζουν αχρείαστες στα υψηλά δώματα της Κουμουνδούρου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξήγησε με ποιόν ακριβώς τρόπο οι υποκλοπές αφορούν τον μέσο πολίτη: πόσα εκατομμύρια υπερχρεώνεται το Δημόσιο και άρα ο φορολογούμενος από τα εξοπλιστικά που παρακολουθούσε στενά το Μαξίμου, ποιές συμφωνίες εκβιάζονταν σε όφελος των καρτέλ τροφίμων, των λαθρεμπόρων καυσίμων και τους ολιγαρχών της ενέργειας. Αντ’ αυτών, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέσυρε μια απαρχαιωμένη συνθηματική ρητορική εποχής Ηλία Ηλιού που εξ ορισμού αποδυνάμωνε την τεκμηρίωση της σοβαρότητας του σκανδάλου των υποκλοπών. Οι, δε, όψιμες θεσμικές παλινωδίες περί κυβέρνησης ειδικού σκοπού για την διερεύνηση του σκανδάλου τη στιγμή που κόσμος έχανε τα σπίτια του, πρόδωσαν έναν κακοφορμισμένο και κενό ουσιαστικής αντιπρότασης κυβερνητισμό.

2. Η συγκράτηση των ποσοστών στην ήττα του 2019 απομαγνήτισε την πυξίδα και προσανατόλισε το κόμμα προς μια αλαζονική αίσθηση ότι η διατηρηθείσα ισχύς θα παραμείνει δεδομένη. Ωσάν το 33% σε συνθήκες ήττας να προέκυψε από «φενταγίν» της ριζοσπαστικής αριστεράς, φανατικά αντιδεξιούς και πιστούς οπαδούς του κόμματος. Ξεχάστηκε ότι όσο ο ΣΥΡΙΖΑ αρκείτο στους πρώτους δεν ξεπέρασε ποτέ το 5%, όταν απευθύνθηκε στους δεύτερους δεν «φρόντισε» να αντιπαραβάλλει στο αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα κάτι αντίστοιχο και ότι το κόμμα, στην τωρινή του μορφή, είναι σχετικά νεαρό για να μπορεί να στηριχθεί με μαζικό τρόπο στην (ισχνή) τρίτη κατηγορία. Η Ελλάδα επί μία τετραετία, με τον ένα ή άλλο τρόπο, άλλαζε και ο ΣΥΡΙΖΑ έχανε τις εξελίξεις σαν άμμο που πέφτει ανάμεσα από τα δάχτυλα.

3. Η επί δεκαετία θρυλούμενη «πασοκοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ, τελικά, δεν είχε καμία σχέση με την ηγεμονική μεταστέγαση ιστορικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ που δήθεν ‘’άρπαξαν το κόμμα από τους αριστερούς’’. Αντίθετα, είχε να κάνει με βασικά αντιπολιτευτικά ένστικτα που οποιοδήποτε σοσιαλιστικό, αριστερό, κεντροαριστερό, ακόμα και κεντρώο κόμμα και να βρισκόταν στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ, θα φρόντιζε να οξύνει αντί να αδρανοποιεί: το ολέθριο ’θα λογαριαστούμε μετά’’ κατέστη modus operandi καθώς η αξιωματική αντιπολίτευση το επικαλέστηκε επανειλημμένα σε κομβικές στιγμές της 4ετίας και συγκεκριμένα:

Ads

α) κατά τους μαζικούς θανάτους της πανδημίας

β) στις πυρκαγιές της Εύβοιας

γ) στα Τέμπη.

Στη, δε, τελευταία περίπτωση, ο Τσίπρας σταδιακά ενστερνίστηκε την θεωρία της ατομικής ευθύνης («ο σταθμάρχης με το μέσο») εγκαταλείποντας τις χρόνιες, εγκληματικές συστημικές αβελτηρίες και ανεπάρκειες αλλά και την μέχρι τούδε καταγγελίας τους από τον ίδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με ευθύνη της ηγετικής ομάδας, επέλεξε την ενσωμάτωση σε ένα θεσμικό comme il faut, σε μια κανονικότητα, που όσο και αν διατράνωναν ότι αντιμάχονταν, τελικά την ενίσχυαν, την επεδίωκαν και την αναπαρήγαγαν: από το κοινοβουλευτικό business as usual μέχρι την κανονικοποίηση της συχνά εξευτελιστικής, καθημερινής αυτοέκθεσης στα κανάλια της διαπλοκής. Η αξιωματική αντιπολίτευση, με την κεκτημένη ταχύτητα της μνημονιακής συνθηκολόγησης, θεώρησε ότι ξέρει να παίζει με το δίκοπο μαχαίρι της κακώς νοούμενης «ομαλότητας» που εγκαθιδρύεται χάρη σε μια επίσης κακώς νοούμενη «συναίνεση» στους κανόνες που θέτει ο αντίπαλος.

4. Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να πιστέψει ειλικρινά στην απλή αναλογική, διακαή πόθο πολλών γενεών αριστερών, την εργαλειοποίησε για να πιέσει και να συμπιέσει, όπως πίστευε, το ΠΑΣΟΚ και το ΜΕΡΑ25. Αυτή η εργαλειοποίηση κόστισε και προς τα αριστερά (λιγότερο) αλλά κυρίως προς τα δεξιά. Εφόσον ο Τσίπρας δεν προσήλθε, ως ώφειλε και μπορούσε, σε προεκλογικό διάλογο και συμφωνία, εκτέλεσε εν ψυχρώ και με αλαζονεία μια μεγάλη αριστερή κατάκτηση. Το «άλλα λέμε πριν τις εκλογές, άλλα μετά» ήταν η φράση για την οποία αδημονούσε η ΝΔ. Και ο Τσίπρας τής την προσέφερε. Δεν είναι δυνατόν, όταν όλοι, από ένα σημείο και μετά, αποκλείουν την συνεργασία,  να ζητάς από το λαό να σε ψηφίσει για να συγκυβερνήσεις με τις φαντασιώσεις σου. Φυσιολογικά, ο αναποφάσιστος θα πάει σε όποιον προειδοποιεί για αποσταθεροποίηση και όχι σε όποιον την υπόσχεται.

5. Η μνημονιακή περίοδος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αντικειμενικά δυσβάσταχτη για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Η δίκαιη επιμονή στο ότι επί ημερών του ρυθμίστηκε το χρέος και ότι η χώρα βγήκε από τα μνημόνια, την ίδια στιγμή που – χωρίς να είναι αναγκασμένος – υπερψήφιζε ως αξιωματική αντιπολίτευση την καζινοποίηση του Ελληνικού και ο Τσίπρας σε συνεντεύξεις του μιλούσε για ‘’θεμιτά κέρδη funds’’ που εκποιούν κατοικίες και ‘’υγιές άνοιγμα των σιδηροδρόμων στους ιδιώτες’’, ήταν μηνύματα αμφίσημα αν όχι αλληλοακυρούμενα. Άλλωστε τέτοιες δουλειές το ΠΑΣΟΚ ήξερε και ξέρει να τις κάνει πολύ καλύτερα.

6. Σε αναπτυξιακό και οικονομικό επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ υποτίμησε την κεφαλαιοποίηση που έκανε η ΝΔ επί των διθυραμβικών διεθνών αναφορών περί «σταθερότητας», «αναπτυξιακού big bang» κτλ. Όσο ψευδεπίγραφες κι αν είναι αυτές – δεδομένων των κλυδωνισμών που ήδη προκαλεί ο μεγάλος δημοσιονομικός εκτροχιασμός μέσω κυρίως της αύξησης του δημόσιου χρέους – δεν αρκεί να υπενθυμίζεις σαν σοφός γέροντας ότι άφησες παρακαταθήκη 37 δις στην πιο διεφθαρμένη πολιτική οικογένεια της Ελλάδας. Στην τελική, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ προικοδότησε τη ΝΔ «με τον σταυρό στο χέρι»; Πότε άραγε έκανε μία σοβαρή προσπάθεια να αναζητήσει πού πήγαν αυτά τα λεφτά; Για ποιο λόγο να καμωθείς την υπεύθυνη απερχόμενη κυβέρνηση και να εγκαταλείψεις τις θυσίες του ελληνικού λαού στα αρπακτικά; Ακόμα κι έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε, πρώτον να δεσμεύσει τα 37 δις μέσω νόμων σε μισθούς και συντάξεις και, δεύτερον, να δημιουργήσει παρατηρητήρια για τη διασπάθισή τους.

7. Σε κοινωνικό επίπεδο, η ομάδα του Τσίπρα απεκόπη απότομα από τα κινηματικά τροφοδοτικά του κόμματος. Ένας Αντώναρος μπορεί να μοιάζει μετριοπαθής σε σχέση με έναν Βορίδη αλλά το επιτελείο Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ αδιαφόρησε για τις αντιδράσεις που μπορεί να προκαλεί μία τέτοια ας το πούμε διεύρυνση σε ένα κομμάτι της ευρύτερης νεολαίας μέχρι 35 ετών που συγκρούστηκε με το σύστημα Καραμανλή για το άρθρο 16, που έζησε τον Δεκέμβρη του 2008 και την κατάρρευση του 2009. Ακόμα, οι άστεγοι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής, όντως μπορεί να είναι ‘’απλοί άνθρωποι’’. Και το αντιφασιστικό κίνημα που στις 7.10.2020 έξω από το Εφετείο ξανάναψε τη σπίθα της ελπίδας, από απλούς νέους ανθρώπους αποτελείτο. Ωστόσο τις δύο αυτές κοινωνικές ομάδες χωρίζει άβυσσος.

8. Το άτυπο moratorium – αν όχι κομπρεμί – του Τσίπρα με την καραμανλική πτέρυγα της ΝΔ έσκασε εκκωφαντικά επαναπατρίζοντας με τρόπο ραγδαίο απολωλότες ψηφοφόρους της Δεξιάς. Η σοβαρότερη συνέπεια, ωστόσο, είναι η εικόνα ενός κόμματος-avatar που τηρουμένων των αναλογιών, θύμισε τις παρακμιακές περιόδους του ΠΑΣΟΚ όταν υποδεχόταν δεξιούς όπως ο Μάνος, ο Κοντογιαννόπουλος και ο Ανδριανόπουλος. Όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ΠΑΣΟΚ. Έχει άλλες ιστορικές καταβολές. Άλλες ρίζες. Η κομματική μνήμη, η «χωρητικότητα» του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ευεπίφορη σε τέτοια υπερβατικά και ουρανοκατέβατα μπολιάσματα.

9. Σε επίπεδο διεθνών τάσεων και προκλήσεων, η Ελλάδα δεν επρόκειτο να αποστεί από ένα φαινόμενο ενίσχυσης των σκληρών εκδοχών της Δεξιάς πανευρωπαϊκά και παγκοσμίως. Ιδιαίτερα σε μια φάση όπου ο Ερντογάν εμφανίζεται ως αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος στην Τουρκία, η φυσική ροπή στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να είναι αντίθετη από την ενίσχυση του ηγεμονεύοντος πόλου. Η, δε, πιθανή ερντογανοποίηση του ελληνικού πολιτικού συστήματος σε περίπτωση μονοκομματικής συνταγματικής αναθεώρησης, «απαντά» με έναν φαντασιακό, μεν, θεσμικά συγκεκριμένο, δε, τρόπο στην ενίσχυση του ηγέτη του βασικού γεωπολιτικού αντιπάλου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διάβασε αυτό το σενάριο και φάνηκε να αδιαφορεί για πιθανή πολιτική αποσταθεροποίηση σε μια φάση που οι σχέσεις με την Τουρκία εξελίσσονται ασαφώς. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διδάχθηκε από τη διαδικασία αναστήλωσης του κομματικού «πείσματος», την παύση της αυτοενοχοποίησης και την προγραμματική και αξιακή επάνοδο μετά από κρίσεις και ήττες συγγενικών κομμάτων όπως το Front de Gauche στη Γαλλία, οι Podemos στην Ισπανία ή ακόμα και οι Λούλα και Μαδούρο. Αντίθετα, ακολούθησε την ατολμία και τη συστολή του ΑΚΕΛ στην Κύπρο και την πολιτική συντριβή του Bloco και του ΚΚ στην Πορτογαλία, κομμάτων που πλήρωσαν ακριβά την αμφισβήτηση της νέας πραγματικότητας στη χώρα τους.

10.Ο Αλέξης Τσίπρας όφειλε να έχει παραιτηθεί το βράδυ των εκλογών. Θα το είχε κάνει αν τον ένοιαζε να μην πάρει μαζί του στην καταστροφή και ό,τι απόμεινε από την Αριστερά εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχει να κερδίσει κάτι προσωπικά στις επόμενες κάλπες ακόμα και αν οικειοποιηθεί μερικές μονάδες από τα κόμματα που έμειναν εκτός. Η δήλωσή του ότι ‘’παραμένει στο τιμόνι στα δύσκολα’’ πείθει μόνο πορωμένα κομματικά στελέχη και αρνητές της πραγματικότητας.

Αντίθετα, η παραίτησή του παράλληλα με το κάλεσμα σε όλη την αριστερά να μην επιτρέψει στη ΝΔ να συγκεντρώσει 180 έδρες (που αυτός πρέπει να είναι πια ο ‘’εθνικός’’ στόχος του ΣΥΡΙΖΑ), ίσως να είναι πιο αποτελεσματικές κινήσεις για την προφύλαξη της δημοκρατίας.  Το όφειλε στην παράδοση της Αριστεράς και στο πολύπαθο ηθικό πλεονέκτημά της. Αυτά είναι τα μόνα που θα απομείνουν την επαύριο, σαν απάγκιο για την κοινωνική καταιγίδα που έρχεται. Εκεί πάνω θα ανατάξει τις δυνάμεις του το νέο, γνήσιο, αταλάντευτο, χρήσιμο, ώριμο αριστερό κίνημα.

*Ο Βαγγέλης Γέττος είναι νομικός