Μετά και την ομιλία Τσίπρα στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ καθορίστηκε το πολιτικό πλαίσιο του προεκλογικού αγώνα: Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει νίκη, ώστε να εμποδίσει τον Μητσοτάκη να καταστεί κοινοβουλευτικά πλήρως ανεξέλεγκτος. Αυτό πρακτικά σημαίνει σημαντική άνοδος των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα μη αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ.

Ads

Ο στόχος είναι σωστός. Ωστόσο ο εντοπισμός των λαθών πάσχει, διότι περιστρέφεται γύρω από τον τρόπο προβολής των θέσεων προεκλογικά, από την άρνηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης να αποδεχθούν κυβέρνηση συνεργασίας, από την έλλειψη ενότητας της ηγεσίας και από την υπεροπλία της ΝΔ στο τομέα της επικοινωνίας.

Όλα αυτά είναι σωστά, αλλά απουσιάζει εντελώς το ζήτημα του περιεχομένου της πολιτικής, των προτάσεων δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ και της κριτικής της συνολικής πολιτικής του στάσης από το 2019 μέχρι σήμερα. Παλιά το λέγαμε αυτό, κάπως ειρωνικά, «χάσαμε διότι οι άλλοι κέρδισαν». Αυτό δεν μας οδηγεί μακριά.

Υπάρχουν σοβαρές στρατηγικές επιλογές της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την ήττα.

Ads

Πρώτον, η πλήρης αποδοχή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Δεύτερον, η εξίσου πλήρης αποδοχή των επιλογών της Κομισιόν και της ΕΕ.

Τρίτον, η πλήρης στροφή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ προς την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.

Αυτές οι τρεις στρατηγικές επιλογές, που κρίθηκαν απαραίτητες ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει αποδεκτός από τον διεθνή παράγοντα και να καταστεί κυβερνητική δύναμη με προοπτική επανόδου στην εξουσία, έδωσε την ευκαιρία στα μικρότερα κόμματα της αριστεράς, ΚΚΕ, ΜΕΡΑ και Πλεύση, να βρουν εκλογικό ακροατήριο κυρίως στα νεανικά κοινά, με τη φράση «Όλοι ίδιοι είναι». 

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε προς αυτήν την κατεύθυνση περίπου 5%, αλλά το σημαντικότερο είναι πως θόλωσε το ριζοσπαστικό του προφίλ, αυτό ακριβώς που τον κατέστησε κυβερνητική δύναμη. Στην προσπάθειά της η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να αποτινάξει από πάνω της την κατηγορία του «λαϊκισμού», άλλαξε την εικόνα του κόμματος, από ένα λαϊκό, αριστερό, αντιδεξιό κόμμα, που αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό την ευρωπαϊκή ελίτ των Βρυξελλών και την αμερικανική πολιτική στην ΝΑ Ευρώπη, σε ένα κόμμα που ήταν πλέον συμπληρωματικό των άλλων φιλοευρωπαϊκών ελληνικών κομμάτων.

Το Μένουμε Ευρώπη έγινε Να Γίνουμε Ευρώπη.

Όμως, στο σημείο αυτό η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διέπραξε ένα σοβαρότατο λάθος ανάλυσης. Ο «αντιλαϊκισμός» είναι η συνεκτική ιδεολογική πλατφόρμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών κομμάτων, με την οποία προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα όλο και πιο μαζικά λαϊκά κινήματα στην Ευρώπη και την Αμερική. 

Όταν επικαλείσαι «λαϊκισμό» ουσιαστικά αρνείσαι τη δυνατότητα του λαού να επιβάλει αυτός τις πολιτικές που τον συμφέρουν. Αυτός είναι και ο λόγος που τα νεοφιλελεύθερα κόμματα εξουσίας, κεντροδεξιά και σοσιαλδημοκρατικά, αποφεύγουν τον όρο λαός και χρησιμοποιούν σταθερά τον όρο πολίτης.

Το δεύτερο λάθος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ  είναι η τυφλή της σχεδόν προσήλωση στις πολιτικές της ΕΕ και της διακυβέρνησης Μπάϊντεν. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν άσκησε σχεδόν καμία κριτική στην επιλογή Μητσοτάκη για αποστολή ελληνικών όπλων στην Ουκρανία και κυρίως για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Η Ελλάδα ουσιαστικά κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία, σε βάρος των εθνικών συμφερόντων, αλλά και των ιστορικών παραδόσεων του λαού και των δεσμών του με τον ρωσικό λαό.

Το συμφέρον της Ελλάδας ήταν η υιοθέτηση μιας φιλειρηνικής στάσης διαμεσολάβησης και φυσικά η απόρριψη κάθε ιδέας μεταφοράς ελληνικού πολεμικού οπλισμού και στρατευμάτων στην Ουκρανία. Όταν ακόμη και ο Μακρόν τηρεί σαφείς αποστάσεις από τις ΗΠΑ, όταν η Τουρκία επίσης τηρεί στάση ουδετερότητας με απτά ωφέλη, όταν μέσα στις ΗΠΑ ενισχύονται οι φωνές για ειρήνη και απεμπλοκή από τον πόλεμο, όταν η Γερμανία σχεδιάζει διόρθωση της τυφλής προσήλωσης στις ΗΠΑ, δεν μπορεί  η Ελλάδα να μετατρέπεται σε αμερικανικό προτεκτοράτο και να μην υψώνει δική της, ανεξάρτητη και εθνικά ωφέλιμη στρατηγική, στο πλέον σοβαρό πολιτικό ζήτημα που ανέκυψε τα τελευταία χρόνια. Ο ΣΥΡΙΖΑ στο σημείο αυτό σχεδόν χάθηκε.

Το τρίτο λάθος ήταν η απουσία σοβαρής κριτικής στην ΕΕ και στην ελίτ των Βρυξελλών, στην Κομισιόν και τις αποφάσεις της. Το ταμείο ανάκαμψης χρησιμοποιήθηκε με τις ευλογίες της, για να πλουτίζουν οι επιχειρηματίες φίλοι του κ. Μητσοτάκη και να δοθεί στον ίδιο η δυνατότητα προεκλογικής χρήσης τεράστιων κονδυλίων για την επανεκλογή του. Η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ έπληξε τα λαϊκά εισοδήματα και ο  ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναιμικός στην κριτική του στο σημείο και από αυστηρός κριτής της ΕΕ έγινε σχεδόν άκριτος υποστηρικτής της.

Εκτός αυτών των στρατηγικών λαθών, υπήρξαν και τακτικά λάθη: η αδύναμη θέση του ΣΥΡΙΖΑ στην πανδημία, στο ζήτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού και της καταπάτησης των ατομικών δικαιωμάτων με τους ηλίθιους αλλά στοχευμένα αυταρχικούς περιορισμούς στη μετακίνηση που έγιναν δεκτοί αδιαμαρτύρητα. Ο λαός εσωτερίκευσε την ισχύ και πειθάρχησε στην εξουσία, χωρίς μια φωνή να τον καλεί σε αντίσταση. Και επιπλέον, τιμωρήθηκε και με πρόστιμο 100 ευρώ, μια απόφαση πρωτοφανούς βιαιότητας. Και εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν στάθηκε στο ύψος του.

Το τελευταίο τακτικό λάθος το οποίο υπήρξε καθοριστικό για τη διάσωση του καθεστώτος Μητσοτάκη, ήταν οι υποκλοπές. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απάντησε άμεσα, στα τέλη Αυγούστου του ’22, στην αποκάλυψη της παγίδευσης του τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ από την ΕΥΠ και το Μέγαρο Μαξίμου.

Εκείνες τις μέρες ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την ευκαιρία ανατροπής της κυβέρνησης ή τουλάχιστον της παραίτησης Μητσοτάκη και δεν την εκμεταλλεύθηκε.

Ουσιαστικά έμεινε ανενεργός, δεν χρησιμοποίησε τα όπλα του στο μέγιστο βαθμό, γι’ αυτήν την απροκάλυπτη παραβίαση του Συντάγματος, την οποία ο Ευάγγελος Βενιζέλος χαρακτήρισε σφετερισμό εξουσίας, δηλαδή έγκλημα εσχάτης προδοσίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να αναδείξει αυτό το σκάνδαλο σε κορυφαίο ζήτημα, να υποβάλει αμέσως μήνυση εναντίον της εισαγγελέως και του διοικητή της ΕΥΠ και ταυτόχρονα να ζητήσει από τα κόμματα  κοινή δράση, με την απαίτηση της παραίτησης του πρωθυπουργού. Ταυτόχρονα έπρεπε να απειλήσει με οριστική και πλήρη αποχώρηση από τη Βουλή, εάν η δικαιοσύνη δεν ασκούσε άμεσα διώξεις εναντίον των υπευθύνων και των πολιτικών προσώπων, ενώ έπρεπε ταυτόχρονα να απευθυνθεί και στα ευρωπαϊκά δικαστήρια και στην Κομισιόν. Και εάν η δικαιοσύνη δεν ασκούσε διώξεις, έπρεπε να προχωρήσει σε παραίτηση όλων των βουλευτών του και των αναπληρωτών τους από τη Βουλή και να απόσχει από κάθε κοινοβουλευτική δράση, μέχρι να αποτασταθεί η δημοκρατική τάξη

Αντ΄ αυτών άφησε τον καιρό να περάσει, άφησε να θολώσει το ζήτημα στη δημοσιογραφική έρευνα, έδωσε χρόνο στον Μητσοτάκη να οργανώσει την διαχείριση της κρίσης και στη δικαιοσύνη να δράσει με την άνεσή της, καλύπτοντας τον χρόνο και τις συνέπειες του σκανδάλου.

Αυτά τα στρατηγικά και τακτικά λάθη θόλωσαν το αντισυμβατικό, λαϊκο, ριζοσπαστικό προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα το σύνολο της κριτικής του προς την κυβέρνηση να γυρίζει στον αέρα χωρίς θεμελίωση, χωρίς πολιτική βάση, ως κριτική περί κράτους δικαίου γενικώς και ως υπόσχεση παροχών.

Αλλά όταν φτάσει στο σημείο αυτό η κατάσταση είναι πολύ πιθανόν ο κόσμος να επιλέξει κυβερνητική σταθερότητα, εφόσον η εναλλακτική που του προτείνεται είναι ή αφηρημένη ή το πολύ διαχειριστικού τύπου. Εάν οι διαφορές των δύο κομμάτων δεν είναι στρατηγικού τύπου, αλλά πάνω  σε ζητήματα καθημερινότητας κυρίως, τότε  προφανώς θα επιλεγεί αυτός που διαθέτει σαφή κυβερνητική πρόταση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα της αριστεράς και ταυτόχρονα λαϊκό κόμμα. Δεν θα πάει πουθενά εάν εμφανίζεται ως κόμμα του Σολτς και της Φον Ντερ Λάϊεν.

Είχε προβλήματα ως κυβέρνηση, είχε όμως προβλήματα και ως αντιπολίτευση. Δεν είχε ισχυρή αντιπολιτευτική θέση. Έκανε ισχνή αντιπολίτευση.

Τώρα πρέπει άμεσα να δράσει με αποφασιστικότητα, ώστε να αποφύγει τα χειρότερα.