Εκεί στη σκάλα την πλατιά
στη σκάλα των δακρύων
στο Βίνερ Γκράμπεν το βαθύ
το λατομείο των θρήνων

Ads

Εβραίοι κι αντάρτες περπατούν
Εβραίοι κι αντάρτες πέφτουν,
βράχο στη ράχη κουβαλούν
βράχο σταυρό θανάτου.

Το τραγούδι είναι εμβληματικό. Η σκάλα πραγματική. Αληθινή και η ιστορία των 122.000 ανθρώπων που άφησαν την τελευταία πνοή τους σε κάποιο από τα 186 σκαλιά του θανάτου. Στο λατομείο Βίνερ Γκράμπεν (Wiener-Graben). Ένα χιλιόμετρο από το στρατόπεδο Μαουτχάουζεν.

H σκάλα των δακρύων

Σαν να μην ήταν αρκετή η φρίκη του στρατοπέδου, οι ναζί εφηύραν αυτό το κάτεργο με τα 186 σκαλιά. Εδώ σε ένα λατομείο που έμοιαζε με κρατήρα ηφαιστείου, κατέβαιναν κάθε πρωί, τουλάχιστον 1.500 κρατούμενοι, φορτώνονταν πέτρες βάρους έως και 50 κιλών και άρχιζαν να ανεβαίνουν φορτωμένοι, ως την κορυφή, σε σειρές των πέντε, έπειτα ακολουθούσε κι άλλο περπάτημα στο μονοπάτι, πάντα με την πέτρα στην πλάτη. Αυτή η διαδρομή γινόταν οκτώ έως δέκα φορές την ημέρα. Χωρίς σταματημό. Όποιος έκανε το λάθος να ζητήσει να σταματήσει για λίγο, το πλήρωνε ακριβά. Πολλές φορές ένας αξιωματικός έδινε εντολή σε κάποιον κρατούμενο να σταματήσει για λίγο, και μόλις καθόταν, τον πυροβολούσε στο κεφάλι. Έπειτα έλεγε ότι ο κρατούμενος προσπάθησε να δραπετεύσει.

Ads

Εκεί ο Αντώνης τη φωνή
φωνή, φωνή ακούει
ω καμαράντ, ω καμαράντ
βόηθα ν’ ανέβω τη σκάλα.
Μα κει στη σκάλα την πλατιά
και των δακρύων τη σκάλα
τέτοια βοήθεια είναι βρισιά
τέτοια σπλαχνιά είν’ κατάρα.

Κανένας κρατούμενος δεν έπρεπε να πέσει. Όχι μόνο για να μην χάσει τη ζωή του αλλά για να μην παρασύρει και τους άλλους σε ένα ανθρώπινο ντόμινο καθώς θα έπεφτε πάνω στον μπροστινό του, κι ο μπροστινός στον μπροστινό του και ο κίνδυνος ήταν να βρεθούν όλοι κάτω. Όσοι έπεφταν, εννοείται ότι δεν είχαν καμία ελπίδα να ξανασηκωθούν. Με κάθε τρόπο έπρεπε να σταθούν όρθιοι ακόμη κι αν κάποια πέτρα έπεφτε από πιο ψηλά και τους χτυπούσε τα πόδια. Ο συγγραφέας Ζαν Λαφίτ (Jean Lafitte), κρατούμενος στο Μαουτχάουζεν με τον αριθμό 25519, περιγράφει την καθημερινότητα στα σκαλιά του θανάτου: «Έπρεπε να μάθεις να αναπνέεις, έπρεπε να προσέχεις πού βάζεις τα πόδια σου. Αλίμονο σε αυτόν που χάσει ένα παπούτσι ή το τσόκαρό του, αλίμονο σε αυτόν που του πέσει το μπολ, αλίμονο σε αυτόν που πέφτει…»

Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί
και κοκκινίζει η σκάλα
κι εσύ λεβέντη μου έλα εδώ
βράχο διπλό κουβάλα.

Παίρνω διπλό, παίρνω τριπλό
μένα με λένε Αντώνη
κι αν είσαι άντρας, έλα εδώ
στο μαρμαρένιο αλώνι.

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στο βιβλίο του «Μαουτχάουζεν» εξηγεί την ιστορία του Αντώνη: ”Σ’ ένα ανέβασμα της σκάλας του λατομείου, ένας Εβραίος άρχισε να παραπατά. Ο Αντώνης του έκανε νόημα να πλησιάσει. Ο Εβραίος πλησίασε κι ο Αντώνης κράτησε το δικό του αγκωνάρι με το δεξιό και με τ’ αριστερό σήκωσε το αγκωνάρι του Εβραίου.

Όμως αυτό έγινε στη μέση της σκάλας. Έμενε ακόμα πολύ ανέβασμα. Ο Ες-Ες τους είδε και τους χώρισε. Διέταξε τον Εβραίο να τρέξει. Αυτός ανέβηκε λίγα σκαλοπάτια, ύστερα άφησε την πέτρα να πέσει και γονάτισε στο σκαλί. Ο Ες-Ες πλησίασε και του είπε να ανοίξει το στόμα. Ο Εβραίος άνοιξε το στόμα. Ο Ες-Ες έβγαλε το περίστροφο, το έχωσε στο στόμα του Εβραίου και πυροβόλησε. Ύστερα γύρισε προς τον Αντώνη και στύλωσε τα μάτια επάνω του. Ο Αντώνης τον κύτταξε άφοβα. Ύστερα πλησίασε τον νεκρό, φορτώθηκε και το δεύτερο αγκωνάρι και συνέχισε να ανεβαίνει την σκάλα. Ο Ες-Ες πάγωσε. Δεν είπε τίποτε. Δεν έκανε τίποτε… Όταν όμως ξαναγύρισαν στο λατομείο για να ξαναφορτωθούν αγκωνάρια φώναξε τον Αντώνη να πάει κοντά. Άρχισε να βολτάρει σαν μανιακός ανάμεσα στις πέτρες και να ψάχνει. Βρήκε ένα αγκωνάρι διπλό από τ’ άλλα, το ’δειξε στον Αντώνη και του είπε “Αυτό είναι το δικό σου”. Ο Αντώνης κύτταξε το αγκωνάρι, ύστερα τον Ες-Ες, ύστερα τα σκόρπια αγκωνάρια γύρω του. …. Ο Ες-Ες είχε κιόλας βγάλει το περίστροφό του από τη θήκη, το ‘τριβε νευρικά στο παντελόνι του και ετοιμάζονταν. Ο Αντώνης σταμάτησε μπροστά σ’ ένα αγκωνάρι ακόμα πιο μεγάλο από εκείνο που του διάλεξε ο Ες-Ες. «Αυτό είναι το δικό μου», είπε και το φορτώθηκε. Σ’ όλους τους δρόμους που κάνανε ως το βράδυ, ώσπου σήμανε η ώρα για μέσα ο Αντώνης διάλεγε και φορτωνόταν τα πιο βαριά αγκωνάρια. Το ίδιο βράδυ το στρατόπεδο απ’ άκρη σ’ άκρη μίλαγε για τον Έλληνα τον Αντώνη.”

Ο τοίχος των αλεξιπτωτιστών

Οι φρουροί πάντως δεν έχαναν το χιούμορ τους. Όλο και κάτι έβρισκαν για να διασκεδάσουν την πλήξη τους. Όπως τον τοίχο των αλεξιπτωτιστών.

Ο Άντολφ Άρνολντ (Adolphe Arnold), κρατούμενος με τον αριθμό 89033, περιγράφει στη βιογραφία του όχι μόνο τη γρανιτένια σκάλα με τα ακανόνιστα λαξευμένα σκαλιά αλλά και τα αστεία των φρουρών με τις ζωές των άλλων. Αν κάποιος κρατούμενος έφτανε στην κορυφή της σκάλας δίχως πέτρα, οι φρουροί τον τραβούσαν στην άκρη και τον έσπρωχναν στον γκρεμό, γελώντας και κάνοντας πλάκα. Αυτή η ευφάνταστη εκτέλεση – έτσι για να σπάει η μονοτονία – λεγόταν: «ο Τοίχος των Αλεξιπτωτιστών» [στα γερμανικά: Fallschirmspringerwand].

Ο Έντουαρντ Μόσμπεργκ (Edward Mosberg) που βρέθηκε στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν στα δεκατέσσερά του, περιγράφει το ανατριχιαστικό παιχνίδι των Γερμανών φρουρών: «Μερικές φορές οι φρουροί έβαζαν τους κρατούμενους εξαντλημένους από ώρες στο κάτεργο, νηστικούς και διψασμένους να παραβγαίνουν στο ανέβασμα της σκάλας, τρέχοντας και κουβαλώντας πέτρες. Αυτοί που επιζούσαν στέκονταν στη σειρά, στην άκρη του γκρεμού και με το πιστόλι στον κρόταφο, έπρεπε να επιλέξουν είτε να εκτελεστούν είτε να σπρώξουν τον μπροστινό τους συγκρατούμενο από τον γκρεμό. Αυτός ήταν ο τοίχος των αλεξιπτωτιστών.»

Μερικά πτώματα παρέμεναν κρεμασμένα στον γκρεμό και το τρομακτικό θέαμα θύμιζε σε όλους ότι αυτή θα μπορούσε να είναι και η τελευταία του μέρα.

Πώς να γλιτώσεις από τον «μύλο των οστών»;

Με τις συνθήκες που επικρατούσαν, όσοι κρατούμενοι πήγαιναν για δουλειά στο λατομείο ήταν σαν να υπέγραφαν τη θανατική τους καταδίκη. Το πολύ να άντεχαν τρεις μήνες. Οι ίδιοι Γερμανοί φρουροί είχαν ονομάσει τη σκάλα του λατομείου «ο μύλος των οστών» [στα γερμανικά: Knochenmühle].

Ο Adolphe Arnold περιγράφει τον χειμώνα του 1944 ως εφιαλτικό. Με αφορμή τον μεγάλο αριθμό νέων κρατουμένων που είχαν έρθει από τη Ρωσία, ο διοικητής του στρατοπέδου είχε ήδη μειώσει το πενιχρό ημερήσιο συσσίτιο στο μισό. Το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα και δεν υπήρχε ούτε καν η ελπίδα να βρει κανείς κάπου γύρω λίγα χόρτα όπως το καλοκαίρι. Οι κρατούμενοι λιμοκτονούσαν. Ξαφνικά κάποιες μερίδες κλεμμένου κρέατος έκαναν την εμφάνισή τους σε μαύρη αγορά. Πολύ γρήγορα αποκαλύφθηκε η αλήθεια. Το κρέας ήταν ανθρώπινο. Οι ετοιμοθάνατοι κρατούμενοι που έπεφταν για ύπνο κινδύνευαν να γίνουν λεία άλλων κρατουμένων που καραδοκούσαν για να κόψουν ένα κομμάτι κρέας από το κάτισχνο σώμα τους. Ο συγγραφέας περιγράφει τον τρόμο και την αγωνία να κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό από φόβο μήπως τον κανιβαλίσουν οι άλλοι κρατούμενοι.

Σε αυτό το περιβάλλον φρίκης, η αλληλεγγύη μεταξύ κρατουμένων ήταν η μοναδική ελπίδα να επιβιώσει κανείς. Ο Adolphe Arnold διηγείται ότι μια μικρή ομάδα από «μοβ τρίγωνα» δηλαδή κρατούμενοι για την πίστη τους Μάρτυρες του Ιεχωβά που πρόσεχαν ο ένας τον άλλον, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας, τον βοήθησαν να γλιτώσει από τη σκάλα του θανάτου. Ένα μοβ τρίγωνο, ο Mattischek [Franz Mattischek] που δούλευε ως χτίστης -έκοβε κι άφηνε στην άκρη ελαφρύτερες πέτρες για πιο αδύναμους κρατουμένους-, φρόντιζε να του δίνει όσο το δυνατόν μικρότερες πέτρες ενώ ένας άλλος κρατούμενος Μάρτυρας, ο Eugen Schwab που ήταν στο στρατόπεδο από το 1936, και είχε ήδη αποκτήσει κάποια προνόμια όπως το να κινείται δίχως φύλαξη μέσα στο στρατόπεδο, φρόντισε να του βρει μια θέση στα πλυντήρια κι έτσι επέζησε από τη σκάλα του θανάτου.

Για τους περισσότερους κρατούμενους, η λύτρωση ήρθε στις 5 Μαΐου 1945 όταν τα αμερικανικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το Μαουτχάουζεν.

Σήμερα, τα 186 σκαλιά του θανάτου αποτελούν μέρος του μνημείου. Στον τοίχο δίπλα, δεν στέκονται φρουροί, το μέρος σφύζει από βλάστηση. Επισκέπτες ανεβοκατεβαίνουν τα σκαλιά. Ο Γάλλος αντιστασιακός Κριστιάν Μπερναντάκ (Christian Bernadac) πρώην κρατούμενος κι ο ίδιος στο Μαουτχάουζεν, γράφει στο βιβλίο του «Τα 186 σκαλιά»: «Όσοι επισκέπτονται το λατομείο Μαουτχάουζεν σήμερα, δεν βλέπουν το ίδιο πράγμα, τα σκαλοπάτια έχουν ξαναφτιαχτεί… Τότε, τα σκαλιά ήταν απλώς κομμένα κομμάτια πηλού ή βράχου που τα συγκρατούσαν κορμοί δέντρων, επομένως ήταν άνισα σε μέγεθος, άλλα ψηλά άλλα πιο κοντά, άλλα πλατιά άλλα πιο στενά, κάτι που έκανε ιδιαίτερα δύσκολο όχι μόνο το ανέβασμα αλλά και το κατέβασμα, έτσι όπως περπατούσαμε γρήγορα με τα ξύλινα πέδιλά μας πατώντας πάνω σε πέτρες που γλιστρούσαν.»

Ο συνολικός αριθμός κρατουμένων στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν υπολογίζεται σε 206.000 άτομα από 40 χώρες, εκ των οποίων 38.120 κρατούμενοι ήταν Εβραίοι. Οι υπόλοιποι ήταν αντιστασιακοί, κομμουνιστές και αναρχικοί, ομοφυλόφιλοι, Ισπανοί, Πολωνοί, Σλάβοι της Ανατολικής Ευρώπης, Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου, Ρομά, και Μάρτυρες του Ιεχωβά [σπουδαστές της Γραφής όπως λέγονταν τότε] με τα μοβ τρίγωνα. Ανάμεσα σε αυτούς που άφησαν την τελευταία πνοή τους στο στρατόπεδο ήταν και 3.700 Έλληνες.

Πηγές

  • Μαουτχάουζεν – Ιάκωβος Καμπανέλης
  • Biography Adolphe Arnold Chapter7 (1944-1945): HORRORS OF MAUTHAUSEN
  • Friedländer, Saul. The Years of Extermination: Nazi Germany and the Jews, 1939-1945. New York: Harper Perennial, 2007
  • Holocaust Encyclopedia

Photo credit: German Federal Archive/Wikimedia