Ανεξάρτητα από τα προεκλογικά φληναφήματα του ΓΑΠ, στις μέρες μας το πρόβλημα της πράσινης ανάπτυξης τίθεται, και μάλιστα με τρόπο επιτακτικό, από την ίδια τη συγκυρία. Πράγματι, κάτι η συζήτηση για τις ανανεώσιμες πηγές, κάτι η κουβέντα για τα πετρελαϊκά αποθέματα, κάτι η προοπτική ανασυγκρότησης της γεωργικής παραγωγής και της μεταποίησης, κοντολογίς το ζήτημα της επανεκκίνησης της οικονομίας θέτει επί τάπητος, πέρα από τα ποσοτικά, και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης. Είμαι της γνώμης ότι η συζήτηση για την πράσινη ανάπτυξη αποτελεί μια καλή βάση τοποθέτησης του ζητήματος της οικοσοσιαλιστικής προοπτικής.

Ads

Στις ΗΠΑ αναπτύσσεται αυτό τον καιρό ενδιαφέρουσα συζήτηση. Βασικό στοιχείο της νέας προβληματικής είναι η ανάγκη αποδόμησης των διαδικασιών της κλασικής οικονομικής ανάπτυξης και η επιδίωξη ποιοτικών έναντι ποσοτικών στόχων. Θίγεται επίσης ο κρίσιμος ρόλος της ενεργειακής βάσης της οικονομίας, προτείνεται η γενικευμένη χρήση της ηλιακής ενέργειας και γίνεται κουβέντα για τη μετάβαση προς μια ευσταθή πλανητική οικονομία στη βάση της εκμετάλλευσης της ηλιακής ενέργειας. Ανάμεσα στα πλεονεκτήματα από την εφαρμογή της νέας αναπτυξιακής προοπτικής αναφέρονται η ποιότητα του αέρα και των νερών, η γενικευμένη κατανάλωση οργανικών τροφίμων, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Το αξιοσημείωτο για την οικοαριστερά είναι ότι για πρώτη φορά γίνεται αναφορά στην απασχόληση με νόημα (αξία) για τον άνθρωπο και στον ελεύθερο παραγωγικό χρόνο. Μάλιστα, αναφέρεται ρητά ότι έτσι είναι δυνατή η δημιουργία μαζικής βάσης που θα ευνοεί τον οικοσοσιαλιστικό μετασχηματισμό, και όλα αυτά σε κλίμακα πλανητική.

Η πράσινη πολιτική κατά Σβάρτσμαν και οι παγίδες της κυρίαρχης συντηρητικής πολιτικής οικολογίας

Μια αξιόπιστη έκθεση αυτών των αντιλήψεων διατυπώθηκε από τον Σβάρτσμαν (Schwartzman) σε μια διάλεξή του τον Φεβρουάριο του 2010, καθώς και σε ένα κείμενό του που δημοσιεύτηκε το 2009 στο περιοδικό Capitalism Nature Socialism (τ. 20, σ. 6-33). Εκμεταλλευόμενος τη ρητορική γύρω από την κλιματική μεταβολή και την προφανή σπατάλη ενεργειακών πόρων, ο συγγραφέας προτείνει μια εκδοχή πράσινης πολιτικής που, ως επί το πλείστον, υιοθετείται και στην Ελλάδα από μερίδα των Οικολόγων-Πράσινων, αλλά, όπως φαίνεται, και από τη Δημοκρατική Αριστερά. Αυτή η εκδοχή θα μπορούσε να συνοψιστεί στα ακόλουθα τέσσερα σημεία:

Ads

α) Ανάπτυξη υποδομής για την εκμετάλλευσης της ηλιακής ενέργειας σε πλανητικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, γίνεται η εκτίμηση ότι με τη μείωση των αρνητικών εξωτερικοτήτων που επάγει η προμήθεια ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, αλλά και από πυρηνικούς αντιδραστήρες, θα βελτιωθεί η ποιότητα ζωής, χωρίς παράλληλα να μεταβληθεί το επίπεδο διαβίωσης.

β) Εφαρμογή σε πλανητικό επίπεδο ενός συστήματος περιορισμών καθώς και αρχών περιβαλλοντικής προφύλαξης, με στόχους τη διάδοση της λεγόμενης βιομηχανικής οικολογίας, την επέκταση της οργανικής γεωργίας και το πρασίνισμα των πολεοδομικών συναθροίσεων. Στο εύλογο ερώτημα κατά πόσον θα μπορέσουν η βιομηχανική οικολογία και η αγροοικολογία να θρέψουν τον κόσμο, και μάλιστα χωρίς αρνητικές συνέπειες, η απάντηση δίνεται στη βάση επιστημονικών υποτίθεται τεκμηρίων και, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη χρήση φωτοβολταϊκών είναι απολύτως καταφατική.

γ) Ταχεία διάδοση σε πλανητικά επίπεδα των πάσης φύσεως τεχνολογικών εξελίξεων στην πληροφορική και εφαρμογή προγραμμάτων απο-υλοποίησης της τεχνολογίας (π.χ. ασύρματη επικοινωνία), τα οποία μπορούν να μειώσουν την απαιτούμενη κατά κεφαλή κατανάλωση ενέργειας.

δ) Εφαρμογή πολιτικών που ευνοούν αυξημένη πληθυσμιακή συγκέντρωση στις πόλεις,συνδυασμένων με πολιτικές πρασινίσματος των τελευταίων. Η γη που απελευθερώνεται με αυτό τον τρόπο διατίθεται για τη δημιουργία εκτεταμένων βιοσφαιρικών αποθεμάτων (reserves), με στόχο την προστασία της βιοποικιλότητας

Προαπαιτούμενο γι’ αυτούς τους στόχους θεωρείται η ανατροπή της διαπλοκής του στρατού με τη βιομηχανία (φέρεται με το ακρωνύμιο MIC: Military Industrial Complex ή, κατά παράφραση, Molochian Instrument of Carnage), που θεωρείται το κατεξοχήν όργανο οικολογικής καταστροφής ή ο σύγχρονος Μολώχ. Αυτό, επειδή χαριτολογώντας αναφέρεται ότι η “αόρατος χειρ” της αγοράς δεν μπορεί ποτέ να λειτουργήσει χωρίς την αόρατη γροθιά. Όπως ήδη προανέφερα, άλλα προαπαιτούμενα είναι και η ηλιοποίηση –όπως με δόση επιτήδευσης ονομάζεται– των ενεργειακών πηγών, η αγρο-οικολογία, η πράσινη βιομηχανία και η δημιουργία πράσινων μεγαλουπόλεων.

Με όλα τα παραπάνω, επιχειρείται να τεκμηριωθεί η απάντηση στην ερώτηση υπέρ ποιου συμβαίνουν όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα στον κόσμο. Και, το κυριότερο, με βάση αυτή την απάντηση να αλλάξει η ατζέντα. Συγκεκριμένα, εκφράζεται η βεβαιότητα ότι η πράσινη ανάπτυξη υπονομεύει τα επιχειρήματα της πολιτικοστρατιωτικής διαπλοκής, ενώ, στρατευόμενη κόντρα στην ιμπεριαλιστική ατζέντα και υπέρ της παγκόσμιας αποστρατιωτικοποίησης, προωθεί την ιδέα ενός ειρηνικού και συνεργατικού κόσμου.Μια ξεκάθαρη οριοθέτηση της οικολογικής θεωρίας και πράξης

Ας σημειωθεί εδώ ότι η Αριστερά δεν περιμένει την έλευση του σοσιαλισμού για να δώσει τη μάχη. Το αντίθετο, θεωρείται ότι η πάλη για την οικολογική ατζέντα συμβάλει αποφασιστικά στο άνοιγμα του δρόμου προς τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Την ίδια στιγμή αναγνωρίζεται ότι ο αγώνας υπέρ της οικοαριστεράς απαιτεί την ξεκάθαρη οριοθέτηση της οικολογικής θεωρίας και της πράξης που της αντιστοιχεί — και αυτό είναι που με ενδιαφέρει σε τούτο το άρθρο.

Και με ενδιαφέρει επειδή, όπως δυστυχώς συμβαίνει συχνά, οι απόψεις που εκφράζονται από τον Σβάρτσμαν αλλά και τους Οικολόγους-Πράσινους και τη ΔΗΜ.ΑΡ. δεν αποφεύγουν τις παγίδες της κυρίαρχης συντηρητικής πολιτικής οικολογίας. Οι τελευταίες εμφανίζουν την οικολογία ως εναλλακτική πολιτική πρόταση που αντλεί από τις τάχατες βεβαιότητες της επιστήμης, και ειδικά από τη θεωρία των συστημάτων. Αναπτύσσεται έτσι μια επιστημονικοφανή ρητορική, που προωθεί την ολιστική πρόσληψη των πραγμάτων και εμπλέκει σύνθετες κοινωνικο-επιστημονικές οντότητες.

Στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής που συζητάμε εδώ, η λύση θα αναζητηθεί στην τεχνολογία των ηλιακών συστημάτων, τις πράσινες καινοτομίες, την πράσινη βιομηχανία, την πράσινη αγροτεχνολογία, και θα εφαρμοστεί σε πλανητικό επίπεδο. Εδώ μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι τα προβλήματα από την εξωτερίκευση των επιβαρύνσεων που επάγει η απο-υλικοποίηση της τεχνολογίας, καθώς και το περιβαλλοντικό κόστος των ασύρματων συστημάτων, όπως και της πράσινης βιομηχανίας και της αγροτεχνολογίας, δεν έχουν ακόμη σταθμιστεί. Έτσι, μολονότι σε μια πρώτη ματιά το κόστος δείχνει αμελητέο μπορεί, εντούτοις, να αποδειχθεί τελικά δυσβάσταχτο. Όμως αυτό δεν είναι το σημαντικότερο στοιχείο κριτικής. Η κριτική εστιάζεται κυρίως στο γεγονός ότι εκείνο που θεμελιώνει την εμμονή στην τεχνολογία είναι η ιδέα του τεχνοκρατικού οπτιμισμού που θέλει να υπάρχει τεχνική λύση για το κάθε πρόβλημα –στην περίπτωση αυτή, στην κλιματική αλλαγή. Όμως, ο τεχνοκρατικός οπτιμισμός απαιτεί εν τέλει την υπαγωγή φυσικών ρυθμών (π.χ. του βιολογικού κύκλου της αγελάδας ή του γουρουνιού), που έχουν εγκαθιδρυθεί χάρη στη δαρβινική επιλογή εκατομμυρίων ετών, στους οικονομικούς ρυθμούς που απαιτούν την όσο το δυνατόν ταχύτερη κυκλοφορία του κεφαλαίου. Ωστόσο, η οικοαριστερά έχει δείξει ότι αυτή η υπαγωγή οδηγεί αναπόφευκτα σε περιβαλλοντικά επεισόδια, όπωςδιατροφικές καταστροφές («τρελές αγελάδες»,  βελγικά χοιρινά κλπ.).

Η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο τοπικό και το ολικό

Το ακόμα χειρότερο, εδώ, είναι ότι υιοθετείται άκριτα η ολιστική οπτική που υπάγει τα πάντα σε υποθετικούς αναδραστικούς μηχανισμούς, οι οποίοι λειτουργούν, τάχαμ δήθεν, σε επίπεδο πλανητικό. Πρόκειται για τις κατά βάθος ολοκληρωτικές ιδεοληψίες τύπου Γαίας που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θεμελιώνουν την παρέμβαση της συντηρητικής πολιτικής οικολογίας. Αντίθετα, αγνοείται η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο τοπικό και το ολικό. Όμως, η τοπικότητα είναι μια από τις θεμελιακές έννοιες που έχει αναδείξει η αριστερή προοπτική στον χώρο της οικολογίας. Δεν θα επεκταθώ εδώ, θα αναφέρω όμως συνοπτικά ότι η διαλεκτική «τοπικότητα-ολότητα» θα καταγράψει το γεγονός ότι οι φυσικές διαδικασίες, όπως για παράδειγμα η εξόρυξη του λιγνίτη, ολοκληρώνονται σε τοπικό επίπεδο, συγκεκριμένα στην περιοχή Κοζάνης-Πτολεμαΐδας-Φλώρινας (αλλά και στη Μεγαλόπολη), όπου και κατά κύριο λόγο εξωτερικεύονται τα περιβαλλοντικά κόστη. Θα αντιληφθεί όμως ταυτόχρονα ότι ο έλεγχος της διαδικασίας ανήκει στον ευρύτερο κρατικό σχηματισμό, ενώ και ο πλούτος που παράγεται τοπικά καταναλώνεται ευρύτερα. Θα αναγνωρίσει, κοντολογίς, ότι η τοπική λιγνιτοπαραγωγή εντάσσεται σε μια ευρύτερη εθνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια ενεργειακή ατζέντα. Στο πλαίσιο αυτό, όπου τα κόστη είναι τοπικά, όχι όμως και τα κέρδη, θα ερμηνεύσει τις συνέπειες που επάγει η καταστροφή της τοπικότητας σε κάθε της έκφανση, περιβαλλοντική, οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική. Στο ίδιο πλαίσιο θα δικαιώσει τον αγώνα των κατοίκων της Φλώρινας για φτηνότερο πετρέλαιο θέρμανσης, και θα συμπαρασταθεί στην απαίτησή τους για τηλεθέρμανση.

Το παράδειγμα της Φλώρινας αναδεικνύει και την ειδική σημασία που αποδίδει η οικοαριστερά –όχι όμως και η συντηρητική οικολογία– στα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, τα φυσικά στοιχεία γίνονται αντιληπτά ως οιονεί ενεργοί δράστες που υπαγορεύουν πολιτικές. Για παράδειγμα, οι χειμερινές θερμοκρασίες μετέχουν στον οικονομικό σχεδιασμό στον βαθμό που η τιμή του πετρελαίου, για παράδειγμα, δεν μπορεί να είναι η ίδια στη Φλώρινα και την Ιεράπετρα. Γενικεύοντας, θα υποστηρίξω ότι για την οικοαριστερά ο πλούτος σε αυτό τον κόσμο εξαρτάται, τουλάχιστον εν μέρει, και από την πολλαπλότητα των φυσικών συνθηκών πάνω στις οποίες εδράζεται η υλική βάση του πλούτου. Εδώ ακριβώς θα βρει κανείς και την οργανική σύνδεση ανάμεσα στην κοινωνία και την ταξική πάλη αφενός, με την οικολογία αφετέρου, οπότε θα μιλήσει για υλικοκοινωνική αναπαραγωγή.

Ανάλυση ολιστικού τύπου λοιπόν, όμως όχι όπως αυτή του Σβάρτζμαν ή των Οικολόγων-Πράσινων, της ΔΗΜΑΡ ή του ΚΚΕ — όσο ασχολείται το τελευταίο. Το είδος του επιχειρήματός τους ανήκει σε εκείνα που δεν ταιριάζουν στη σύγχρονη Αριστερά: Γενικότητες δηλαδή, που δεν ερμηνεύουν τα φαινόμενα με τρόπο συγκεκριμένο και δεν περιγράφουν συγκεκριμένες πολιτικές αντιμετώπισής τους εδώ και τώρα. Αντίθετα, η φερέγγυα Αριστερά οφείλει να μιλά συγκεκριμένα, για τη συνέργεια αφενός των φυσικών και αφετέρου των κοινωνικών μηχανισμών που γεννούν τα φαινόμενα. Στην περίπτωση της εκδήλωσης φαινομένων κλιματικής αλλαγής στη Δυτική Μακεδονία, για παράδειγμα, οφείλει να μιλήσει κανείς για τη λειτουργία του κύκλου του άνθρακα (εδαφική ποιότητα, βλάστηση, εκπομπές αερίων κλπ.) στο τοπικό επίπεδο, σε συνδυασμό με τις κλιματικές ιδιαιτερότητες της περιοχής αλλά και τις αστοχίες της εθνικής και της παγκόσμιας ενεργειακής πολιτικής. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, θα εστιαστεί στις συνθήκες που επιτρέπουν ή όχι στα φαινόμενα να εμφανιστούν. Στην περίπτωσή μας, θα μιλήσουμε για την εκτεταμένη εκμετάλλευση των ορυκτών πηγών, καθώς και τον συσχετισμό κοινωνικών δυνάμεων που οδήγησαν στην αποτυχία των περιβαλλοντικών πολιτικών στην τοπική, την εθνική και την παγκόσμια κλίμακα. Μόνο ύστερα από μια τέτοια ενδελεχή εξέταση μπορούμε να μιλήσουμε για τα εμπειρικά φαινόμενα που εμφανίζονται σε ένα επιφανειακό τρίτο επίπεδο. Να αποφανθούμε δηλαδή αν πράγματι έχουμε την εμφάνιση ακραίων φαινομένων (π.χ. θερμότερων καλοκαιριών και συχνών καταιγίδων) — ή αν αυτά αποτελούν πλάσματα της προπαγάνδας του οικολογικού ζόφου. Και αν απαντήσουμε θετικά, μόνο τότε θα προσδιορίσουμε ακριβή μέτρα για την αντιμετώπισή τους.

Ολιστικού τύπου ανάλυση λοιπόν και μάλιστα συμμετρική, όπου τα φυσικά και τα ανθρώπινα θα αντιμετωπίζονται ως ισότιμα δρώντα υποκείμενα. Όμως αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι θα αγνοηθούν οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις της κοινωνικής και υλικής παραγωγικής διαδικασίας, την ίδια στιγμή που θα περιγραφούν οι φυσικές συνθήκες και τα όρια του παραγωγικού συστήματος στην ολότητά του. Η εσωτερική διαφοροποίηση αποσκοπεί στην κατανόηση της κοινωνικής και υλικής δυναμικής (στον χώρο και τον χρόνο), που αφορά τις ανταλλαγές κοινωνίας-φύσης. Ανταλλαγές οι οποίες καθορίζονται από την ποικιλομορφία της φύσης, σε συνδυασμό με τις ειδικές σχέσεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων με τις συνθήκες παραγωγής, και αυτό λόγω της ειδικής θέσης που η καθεμιά από αυτές τις ομάδες κατέχει στο πλαίσιο του κοινωνικά οργανωμένου συστήματος υλικής παραγωγής.

Ο Γ. Π. Στάμου διδάσκει στο ΑΠΘ
 
Πηγή: ΕΝΘΕΜΑΤΑ