Η Κοινή Ευρωπαϊκή Αμυνα είδε πολιτικά το φως το 1998, όταν ο Τόνι Μπλερ ήρε το παραδοσιακό βρετανικό βέτο σε μια συνάντηση που είχε με τον Ζακ Σιράκ. Παρά ταύτα, ύστερα από 12 χρόνια η ευρωπαϊκή στρατιωτική συνεργασία βρίσκεται ακόμη σε εμβρυακό επίπεδο, θύμα πολιτικών και εθνικών συμφερόντων. Παραδόξως, η οικονομική κρίση μοιάζει τώρα ικανή να δώσει στη συνεργασία αυτή την ώθηση που η πολιτική δεν κατάφερε να δώσει. Οι περικοπές που γίνονται την περίοδο των ισχνών αγελάδων δημιουργούν την ανάγκη να συγχωνευτούν πόροι και υποδομές. Άρθρο από την «El PAIS».

Ads

Το κύμα λιτότητας στην Ευρώπη θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην άμυνα. Η Γερμανία αποφάσισε να μειώσει τον αμυντικό της προϋπολογισμό κατά 10 δισεκατομμύρια ευρώ την επόμενη τετραετία, ενώ θα καταργήσει και την υποχρεωτική θητεία. Η Γαλλία θέλει να εξοικονομήσει 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2013. Η Βρετανία θέλει να προχωρήσει σε μια μείωση του προυπολογισμού της τάξης του 10%, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Ανάλογες περικοπές θα γίνουν και στην υπόλοιπη Ευρώπη: η άμυνα είναι ένας τομέας λιγότερο εκρηκτικός από άλλους.

Όπως επισημαίνει El Pais, οι κυριότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αρχίζουν να αναζητούν νέους τρόπους συνεργασίας ώστε να μεγιστοποιηθούν οι διαθέσιμοι πόροι και να παραμείνει άθικτη η ικανότητα δράσης των ενόπλων τους δυνάμεων. Η Γαλλία και η Γερμανία συγκρότησαν πρόσφατα μια ομάδα εργασίας με στόχο την κατανομή μεταξύ τους των πόρων ώστε να γίνουν οικονομίες. Το Παρίσι και το Λονδίνο συγκρότησαν μια άλλη διμερή επιτροπή. Υστερα από χρόνια ακινησίας, κάτι μοιάζει επιτέλους να κινείται.

«Οι επιφυλάξεις δεν έχουν εξαφανιστεί, αλλά πιστεύω ότι μεσοπρόθεσμα θα υπάρξουν αποτελέσματα», λέει ο Νικ Ουίτνεϊ, πρώην διευθυντής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Αμύνης.

Η βασική ιδέα είναι να αποφευχθεί η διάθεση χρημάτων για τη δημιουργία διπλών υποδομών. «Είμαι επιφυλακτικός σε ό,τι αφορά τη δημιουργία πολυεθνικών μονάδων», τονίζει ο Ουίτνεϊ. «Παρά ταύτα, υπάρχουν τομείς όπου είναι πολιτικά αποδεκτή η αύξηση της συνεργασίας, όπως για παράδειγμα η έρευνα και η ανάπτυξη. Δεν υπάρχει κανείς λόγος να έχει κάθε χώρα τη δική της δομή για τη συντήρηση και την επισκευή των ίδιων όπλων».

Ads

Ορισμένες διμερείς σχέσεις μπορεί να αναπτυχθούν πολύ περισσότερο. «Ανάμεσα στη Γαλλία και τη Βρετανία, για παράδειγμα, υπάρχει μεγάλο περιθώριο συνεργασίας», λέει ο Ουίτνεϊ. «Η δεξιά πτέρυγα των συντηρητικών που βρίσκονται στην εξουσία στο Λονδίνο εξακολουθεί να έχει μεγάλες επιφυλάξεις για την αμυντική πολιτική της ΕΕ, και προτιμά να τα αναθέτει όλα στο ΝΑΤΟ. Παρά ταύτα, ακόμη κι εκείνοι υποστηρίζουν τη σύσφιγξη των σχέσεων με τη Γαλλία, την οποία θεωρούν διατεθειμένη να πληρώσει και να πολεμήσει».

Τη δυνατότητα να εξοικονομηθούν χρήματα μέσω της συνεργασίας επισημαίνει και η Ελίζαμπεθ Σκονς, διευθύντρια του τμήματος Στρατιωτικών Δαπανών του Διεθνούς Ινστιτούτου Μελετών για την Ειρήνη στη Στοκχόλμη. «Ορισμένες προσπάθειες στο παρελθόν στέφθηκαν από επιτυχία, αλλά η πρόοδος ήταν ομολογουμένως αργή. Κι αυτό οφείλεται κυρίως στην προστασία των εθνικών στρατιωτικών βιομηχανικών βάσεων και στις διαφορές που αφορούν την αμυντική πολιτική. Τα προβλήματα αυτά παραμένουν, αλλά παίζουν μικρότερο ρόλο χάρις στην εναρμόνιση στους κόλπους της ΕΕ».