Από τις ερωτικές σχέσεις μέχρι το κόμμα, κάθε απόφαση για το μέλλον χρειάζεται μια άποψη για το παρελθόν. Με βάση αυτό -και τώρα που σας τράβηξα την προσοχή- ας προσπαθήσουμε να συνεννοηθούμε. Γιατί, τελευταία, τα αυτονόητα τρεκλίζουν. Πάμε βήμα-βήμα.

Ads

Βήμα πρώτο. Ιδεολογία

Ο ΣΥΡΙΖΑ από τη δημιουργία του είχε τον χαρακτήρα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ενός κόμματος που τα μέλη του κατά βάση δεν είχαν αποδεχτεί τις κοινωνικές ανισότητες ως “φυσικές” ή “αναπόφευκτες”. Που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο και που δεν είχαν συμβιβαστεί με τα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού, με την αιώνια νίκη του καπιταλισμού και με το τέλος της ιστορίας. Που μιλούσαν για τον στόχο του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία.

Βήμα δεύτερο. Πρακτική

Αυτές οι ιδέες δεν κρέμονταν στον αέρα. Οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει μία συγκεκριμένη πρακτική. Την σταθερή και οργανική σχέση με τα κινήματα. Και αυτή η συμμετοχή του στα κινήματα επέτρεπε στο κόμμα να μαθαίνει από την κοινωνία. Αλλά και να έχει πρόσωπο. Το πρόσωπο των μελών του. Να κερδίζει σε αξιοπιστία από τον δραστήριο ΣΥΡΙΖαίο της γειτονιάς, από την αγωνίστρια ΣΥΡΙΖαία του σωματείου και του φοιτητικού συλλόγου.

Ads

Βήμα τρίτο. Νίκη στις εκλογές

Οι ιδεολογικές αρχές του ΣΥΡΙΖΑ και οι πολιτικές πρακτικές του -που μαζί έφτιαχναν την ταυτότητά του- είχαν τις εξής συνέπειες: Να αναδυθεί μια γενιά μελών και στελεχών που είχαν ξεκάθαρο στο μυαλό τους ότι αγωνίζονται για έναν άλλο κόσμο. Να εκλεγεί στην ηγεσία του κόμματος ο Αλέξης Τσίπρας, μέλος και ο ίδιος αυτής της ευρύτερης γενιάς. Και όταν ήρθαν τα Μνημόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ να συγκρουστεί και να μη γίνει ούτε ΔΗΜΑΡ, μία “ρεαλιστική” Αριστερά που δεν δίνει μάχες στην κοινωνία, αλλά μόνο στα γραφεία, ούτε Ποτάμι, ένα κόμμα που έχει αποδεχτεί πλήρως τον νεοφιλελευθερισμό και ασχολείται μόνο με επί μέρους βελτιώσεις. Και έτσι τελικά έγινε κυβέρνηση.

Βήμα τέταρτο. Κυβέρνηση εντός του νεοφιλελευθερισμού κι απέναντί του

Η ίδια αυτή πολιτική ταυτότητα έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και όταν -εκβιαστικά- εφάρμοσε ο ίδιος μνημόνια να μην αποδεχτεί τη λογική τους. Και όπου μπορούσε να κάνει τα ανάποδα από την λογική των μνημονίων. Να ενισχύσει τη θέση των εργαζόμενων, με την Επιθεώρηση Εργασίας που έριχνε πρόστιμα εκατομμυρίων στους μεγάλους εργοδότες και με την επέκταση των Συλλογικών Συμβάσεων, μειώνοντας έτσι την μαύρη εργασία και αυξάνοντας μισθούς. Να σώσει ανθρώπινες ζωές και να χαλάσει μπίζνες εκατομμυρίων που ετοιμάζονταν πάνω στην πλάτη του λαού, με την πρόσβαση των ανασφάλιστων στο ΕΣΥ και το άνοιγμα νέων δομών, όπως οι ΤΟΜΥ ή το νοσοκομείο της Σαντορίνης που προοριζόταν να δοθεί σε ιδιώτες. Και πολλά άλλα. Και όσο οξύμωρο ή δυσανάλογο κι αν ακούγεται, αν τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και οι ίδιοι οι υπουργοί του δεν πίστευαν σε έναν άλλο κόσμο, αν δεν είχαν δεσμευτεί πολιτικά και ηθικά απέναντι στα κινήματα στα οποία συμμετείχαν με το ίδιο τους το σώμα, αν δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν όλα τα προηγούμενα χρόνια ένα κόμμα παραδοχής της ήττας και διαχείρισης του νεοφιλελευθερισμού, τότε τίποτε από αυτά δεν θα είχε γίνει. Φυσικά, θα πει κανείς ότι οι συλλογικές συμβάσεις δεν είναι σοσιαλισμός. Αλλά και σοσιαλισμός χωρίς συλλογικές συμβάσεις δεν γίνεται. Καλά ως εδώ; Πάμε στα πιο δυσάρεστα.

Βήμα πέμπτο. Η κούφια μαζικοποίηση 

Η κυβερνητική περίοδος εξαφάνισε την στρατηγική συζήτηση μέσα στο κόμμα. Έπρεπε να βγούμε από τα μνημόνια. Όλη η στρατηγική συμπυκνώθηκε σε αυτό. Επίσης, αποδυναμώθηκε η λειτουργία του κόμματος συνολικά, η παρέμβαση των μελών του στην κοινωνία. Όμως, η ήττα του 2019 ήταν μια ευκαιρία να αρχίσουμε ξανά την στρατηγική συζήτηση. Να θυμηθούμε που θέλουμε να πάμε. Η πανδημία ακύρωσε την ευκαιρία. Και στο τέλος επελέγη η “φυγή προς τα εμπρός”. Η μαζικοποίηση του κόμματος. Που επελέγη ορθώς και εκτελέστηκε λανθασμένα. Γιατί το κόμμα μαζικοποιήθηκε στα νούμερα του, αλλά δεν έγινε ένα πραγματικά μαζικό κόμμα. Δηλαδή, ένα κόμμα που τα μέλη του παρεμβαίνουν με ενιαίο σχέδιο στην κοινωνική κίνηση και συμμετέχουν οργανικά και στη ζωή του κόμματος, διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα του. Τέτοιο σχέδιο δεν υπήρχε. Και μετά ήρθε η νέα ήττα, του 2023. Που φαίνεται ότι έφερε ηττοπάθεια. Και ζαλάδα. Και μια αδυναμία να εντοπίσουμε το πρόβλημα, άρα και τη λύση. Να δούμε ότι χάσαμε τις εκλογές, για δύο λόγους. Επειδή ως κυβέρνηση χάσαμε την αξιοπιστία μας και επειδή ως αντιπολίτευση δεν την ξαναβρήκαμε.

Βήμα έκτο. Η επανόρθωση

Σήμερα, χρειαζόμαστε πάλι ένα κόμμα αρχών. Όχι κλειστής ταυτότητας. Αλλά αυτογνωσίας. Ένα κόμμα που δεν τυραννιέται από τη ζαλάδα της ήττας και δεν ψάχνει να βρει εύκολες λύσεις σε σύνθετα προβλήματα. Που ξέρει τι του φταίει και που δεν ελπίζει ότι θα γυρίσει το παιχνίδι με επικοινωνιακά και άλλα κόλπα. Ένα κόμμα σοβαρό. Με σχέδιο για την κοινωνική παρέμβαση του. Την παρέμβαση που χρειάζεται για να περάσει το πρόγραμμά του στον κόσμο και να το εμπλουτίσει από αυτόν. Ένα κόμμα που δεν θα φτάσει λόγω της ήττας και της ιδεολογικής κυριαρχίας του αντιπάλου να ανταλλάξει τις ιδέες του με τις ιδέες του συστήματος, για να μπορέσει να ξαναγίνει κυβέρνηση. Που θα δίνει την μάχη των ιδεών του, τη μάχη για τα μυαλά των ανθρώπων, γιατί ξέρει ότι αν δεν την κερδίσει, ακόμη κι αν κυβερνήσει ξανά, δεν θα μπορεί να εφαρμόσει αυτά που θέλει. Ολόκληρη η ιστορία μας το βροντοφωνάζει. Η ιδέα ότι «Το θέμα είναι να κυβερνάμε εμείς» είναι καταστροφική. Από τα εγχειρήματα του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, μέχρι το ΠΑΣΟΚ και τους Άγγλους Εργατικούς, η ιδέα αυτή έχει γίνει ένας Αττίλας για όσους, από την προοδευτική πλευρά, την υιοθέτησαν.

Το διά ταύτα

Αυτό το κόμμα, το κόμμα μας, που έχει ζαλιστεί, κάποιος πρέπει να το πιάσει από το χέρι για τα νέα του βήματα. Αλλά προς μια κατεύθυνση που θα το ξανακάνει κυβέρνηση. Αριστερή κυβέρνηση. Και αυτό είναι το πραγματικό ζήτημα της διαδικασίας εκλογής προέδρου. Ως τώρα μέσα από αυτήν έχουν αποτυπωθεί δύο λογικές. Η πρώτη υποστηρίζει πως για να γίνουμε ξανά κυβέρνηση πρέπει να πετύχουμε μια συμπόρευση με το “Κέντρο”. Και προκειμένου να το πετύχουμε στα σίγουρα αυτό, επιλέγεται μια ατζέντα, ένας λόγος, κάποιες προτεραιότητες που μας κάνουν εμάς τους ίδιους ΠΑΣΟΚ.

Γνώμη μου είναι πως αυτό, στις σημερινές συνθήκες, δεν θα μας κάνει απλώς δεξιούς. Αλλά δεν θα μας κάνει καν κυβέρνηση. Η μεγάλη αποχή που σημειώθηκε στις τελευταίες εκλογές στις λαϊκές γειτονιές και από ανθρώπους που είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ το 2019, δεν ήταν αποχή ψηφοφόρων που έκριναν ότι παραήμασταν ριζοσπαστικοί. Αλλά ανθρώπων που ένιωσαν πως είτε ως ριζοσπαστικοί είτε ως διαχειριστικοί, απλώς δεν ήμασταν αξιόπιστοι. Δεν έβλεπαν τι νόημα είχε η ψήφος σε εμάς. Και ασφαλώς, αυτό δεν είναι μόνο, ούτε πρωτίστως, θέμα “επικοινωνίας”, δηλαδή πολιτικού μάρκετινγκ. Αλλιώς, θα αρκούσε να πάρουμε έναν πολύ καλό επικοινωνιολόγο. Είναι θέμα πολιτικής στρατηγικής. Προτεραιοτήτων. Κι αυτό δεν παίρνει κόλπα κι εύκολες λύσεις. Να το ξαναπούμε.

Η δεύτερη ομάδα λογικών, τολμώ να πω ότι είναι πιο κοντά σε δύο παρακαταθήκες που μας άφησε ο Αλέξης Τσίπρας, στις τελευταίες συνεδριακές διαδικασίες. Όταν ανέφερε πως «Για να πάρουμε το Κέντρο, πρέπει να κινηθούμε προς τα αριστερά». Και όταν επανέφερε το δίλλημα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Κι εδώ τώρα θα πεταχτεί κάποιος και θα πει «Καλά, αλλά τι σημαίνει σήμερα “αριστερά” και “κέντρο” και τι σημαίνει “σοσιαλισμός”;». Πολύ ωραία.

Τι χρειάζεται, λοιπόν, να κάνουμε; Να αντιστρέψουμε την συζήτηση. Τόσο αυτοί που λένε ότι το κόμμα πρέπει να είναι αριστερό, όσο κι αυτοί που υποστηρίζουν ότι πρέπει να γίνει πιο κεντρώο, να μην κάνουν την συζήτηση με όρους ταυτοτήτων, πίσω από τις οποίες όλοι οχυρώνονται, όλοι δικαιώνονται και κανείς δεν μετακινείται. Αλλά με όρους πολιτικών επιλογών. Τι εννοούν ότι πρέπει να πούμε για τα εργασιακά δικαιώματα και για το κοινωνικό κράτος όσοι λένε ότι πρέπει να κάνουμε “πιο αριστερά” και τι όσοι μιλάνε για το “κέντρο”;

Συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τις ισχυρότερες συλλογικές συμβάσεις, την μεγαλύτερη δυσκολία στην απόλυση, την αναβάθμιση της Επιθεώρησης Εργασίας, το 35ωρο ή ακόμη και το 4ήμερο; Η απαγόρευση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, η μη εύνοια προς το μεγάλο κεφάλαιο στην υγεία και την ενέργεια, είναι σωστή ή λάθος πολιτική; Η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική είναι αριστερή ή κεντρώα; Σε αυτά πρέπει να απαντήσουμε. Για να συνεννοηθούμε επί της ουσίας. Και μεταξύ μας και με τον κόσμο.

Αυτή η λογική, ότι πέρα από τους χαρακτηρισμούς πρέπει να μιλήσουμε με ανοιχτά χαρτιά για την ουσία της πολιτικής, είναι αυτή που εξέφρασε από την πρώτη στιγμή η συντρόφισσα Έφη Αχτσιόγλου. Μαζί με την θέση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να γίνει ένα κόμμα με κοινωνική παρέμβαση, διαδικασίες και κανόνες. Με όργανα που θα λειτουργούν παραγωγικά. Χωρίς παραγοντισμούς και μπαϊράκια που πληγώνουν τον κόσμο του και κάνουν το κόμμα αναξιόπιστο.

Έχοντας γνωρίσει την Έφη Αχτσιόγλου ως υπουργό, έχοντας συνεργαστεί μαζί της από τη θέση του προϊσταμένου του Γραφείου Κοινωνικής Πολιτικής του Πρωθυπουργού, αλλά και ξέροντας την πορεία της, γνωρίζοντας ότι έχει γαλουχηθεί μέσα από τα ίδια βιώματα και τις ίδιες αξίες με όλη την κομματική γενιά της κρίσης, πως έχει αναπτύξει ένα ευρύ πολιτικό σκεπτικό και μια ισχυρή αντίληψη του τι παίζεται στην κοινωνία, αλλά και διαπιστώνοντας το ηθικό της φορτίο και την πυγμή της, κρίνω πως είναι ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για να μας οδηγήσει, ως πρώτη μεταξύ ίσων, στις νέες συνθήκες. Και στο να μιλήσουμε επί της ουσίας.

Ενάντια στην μεταπολιτική. Χωρίς κρυφές ατζέντες και απέναντι σε επιδιώξεις ρευστοποίησης ενός αριστερού κόμματος σε κάτι που δεν είναι ούτε αριστερό, ούτε κόμμα. Εκπροσωπώντας πολλές από τις νίκες μας κατά των μνημονίων, που άλλωστε ήταν και δικές της. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμη, πολύ μεγάλης σημασίας για ένα κυβερνητικό κόμμα. Κρίνω πως η Αχτσιόγλου, λόγω του προφίλ της, είναι αυτό το πρόσωπο που μπορεί να αποτελέσει τη γέφυρα για να μας ακούσουν και αυτοί που ως τώρα δεν μας άκουγαν, οι ψηφοφόροι άλλων χώρων. Το δείχνει και η δημοφιλία της ανάμεσά τους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε μια καμπή. Και στις καμπές τα κόμματα πρέπει να διασφαλίζουν ότι για το μέλλον τους θα κρατήσουν όσα χρειάζεται και θα αλλάξουν όσα πρέπει από το παρελθόν τους. Αυτό κάνουν και οι ηγέτες. Συνδέουν το παρελθόν με το μέλλον της κοινωνίας.

Ακριβώς, δηλαδή, αυτό που κάνει και η εκπαίδευση. Γιατί ο ηγέτης πρέπει να είναι και δάσκαλος. Αλλά ο καλός δάσκαλος είναι αυτό που αγαπάει πρώτα από όλα το να μαθαίνει ο ίδιος. Και η Έφη Αχτσιόγλου, πέρα από όλα τα άλλα, έχει δείξει ότι μαθαίνει γρήγορα.