Η Coronavirus-crisis φαίνεται ότι θα προκαλέσει πολύ μεγαλύτερες οικονομικές επιπτώσεις από εκείνες που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Μάλιστα υπάρχουν και οι πιο απαισιόδοξοι που βρίσκουν πολλά κοινά σημεία με τη Μεγάλη Ύφεση του 1929.

Ads

Ειδικότερα στην Ευρωζώνη, μετά και από την άρνηση έκδοσης του ευρωομολόγου, η ύφεση υπολογίζεται ότι μπορεί να φτάσει στο -5,9% (Economist-Intelligence Unit). Στο πλαίσιο αυτό, λίγο πριν από την συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δια τηλεδιάσκεψης, στις 26 Μαρτίου 2020, ο Pierre Gattaz Πρόεδρος της παντοδύναμης BusinessEurope, της οργάνωσης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, δήλωvε: «…Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν μια ιστορική ευκαιρία αυτή την εβδομάδα για να φέρουν την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, δράση και υπευθυνότητα στην καρδιά της απάντησης στην κρίσης. Η μακροπρόθεσμη ευημερία της Ευρώπης μπορεί να διασφαλιστεί μόνο εάν οι ευρωπαίοι ηγέτες κάνουν ό, τι χρειάζεται για τη διαφύλαξη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και της ενιαίας μας αγοράς…». Μάλιστα μια από τις πιο σημαντικές προτάσεις της κορυφαίας εργοδοτικής οργάνωσης αφορούσε στην αύξηση του ορίου των κρατικών ενισχύσεων για ποσά πέραν των 800.000 ευρώ /επιχείρηση, για πολλές από τις μεγαλύτερες εταιρείες που επλήγησαν από την κρίση. Βέβαια μέχρι πριν λίγο καιρό κοινός στόχος όλων ήταν ο περιορισμός των δημόσιων δαπανών και η περικοπή δημόσιων πόρων. Αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών ήταν για παράδειγμα ο περιορισμός κατά £ 1δις (από το 2015) των δαπανών για τη δημόσια υγεία στη Μ. Βρετανία, κάτι που υπονόμευσε κάθε κοινωνική πολιτική τα αποτελέσματα της οποίας βλέπουμε σήμερα.

Στην Ελλάδα – μια οικονομία με πολύ μεγάλο αριθμό πολύ μικρών (micro) επιχειρήσεων και αυτοαπασχολουμένων και με ιδιαιτέρα υψηλή συμμετοχή του τουρισμού στο ΑΕΠ (περισσότερο από 20%) – η επιστροφή στην προ της κρίσης εποχή προδιαγράφεται τουλάχιστον «γκρίζα».

Πιο συγκεκριμένα, ο τουρισμός για να ανακάμψει, σε αντίθεση με το δευτερογενή τομέα, χρειάζεται πολύ περισσότερο χρόνο. Έτσι, χιλιάδες επιχειρήσεις σταμάτησαν τη δραστηριότητά τους, ενώ πολλές άλλες έχουν υποστεί δραματική μείωση του κύκλου εργασιών τους. Οι συμβάσεις εργασίας τέθηκαν σε αναστολή ενώ πολλοί εργαζόμενοι θα οδηγηθούν στο ταμείο ανεργίας. Είναι χαρακτηριστικό πως στις ΗΠΑ, μόνο την τελευταία εβδομάδα, η ανεργία αυξήθηκε κατά 3.000.000 άτομα.

Ads

Σε αυτή την πρωτόγνωρη και εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση ο κόσμος των επιχειρήσεων και κυρίως των μεγάλων (!) στρέφεται ως συνήθως προς το κράτος. Είναι χαρακτηριστικό πως στο εβδομαδιαίο οικονομικό του δελτίο του ο ΣΕΒ, παρουσιάζοντας τα απαραίτητα μέτρα στήριξης για τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους, αναφέρει: «…η κρατική αρωγή είναι απαραίτητο να παρέχεται γενναιόδωρα για όσο καιρό διαρκέσει η «κοινωνική απομόνωση», το «κλείσιμο στις επιχειρήσεις» και ο περιορισμός στην ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων μεταξύ των χωρών. Ήδη, οι κυβερνήσεις, περιλαμβανομένης της ελληνικής, έχουν ανακοινώσει μια πληθώρα μέτρων στήριξης για εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Σημαντικές παράμετροι στην χορήγηση της αρωγής είναι το μέγεθος και η ταχύτητα της δημοσιονομικής προώθησης πόρων στην οικονομία…».

Μάλιστα στην ανάλυσή του ο ΣΕΒ υποστηρίζει ότι στην παρούσα φάση η τόνωση της ζήτησης από μόνη της δεν θα οδηγήσει σε αντίστοιχη αύξηση της προσφοράς. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με το παραπάνω, η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης μέσα από τη στήριξη του εισοδήματος των εργαζομένων θα πρέπει να μπει σε δεύτερη μοίρα. Παράλληλα, προτείνει προς την ελληνική κυβέρνηση «…να διερευνήσει την δυνατότητα να δανειστεί στις διεθνείς αγορές, τώρα που μπορεί να αξιοποιήσει και το πρόγραμμα αγοράς ελληνικών ομολόγων ύψους €12 δισ. από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και, ταυτόχρονα, να κάνει χρήση, σε συμφωνία με τους εταίρους, μέρους του αποθέματος ασφαλείας, που διαθέτει, για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας…».

Τα παραπάνω καταλήγουν στο εξής λογικά ερώτημα: η «δημιουργική καταστροφή», που τόσο ενέπνευσε από τον Alan Greenspan και την FED μέχρι τον ΣΕΒ, εν τέλει υιοθετείται à la carte; Όταν ο Schumpeter μιλούσε για δημιουργική καταστροφή, αναφερόταν στην δυναμική εξελικτική φύση του καπιταλισμού, στην οποία κατά τη γνώμη του, η οικονομική ανάπτυξη συμβαίνει όταν οι επιχειρηματίες εφαρμόζουν με επιτυχία τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες, κατά τη διάρκεια των επιχειρηματικών κύκλων (Κεφάλαιο VII του δημοφιλούς βιβλίου του Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία).

Με έμφαση στις μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές αλλαγές που συμβαίνουν μέσω της δυναμικής ανταγωνισμού, η διαδικασία της «δημιουργικής καταστροφής» ήταν χρήσιμη. Άλλωστε αυτός ήταν ο λόγος που τον έβρισκε αντίθετο με την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία. Κάτι που υποστηρίχτηκε και υιοθετήθηκε τελικά από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που αμφισβήτησε τον κεϋνσιανισμό της μεταπολεμικής συναίνεσης, ο οποίος και εγκαταλείπεται την ταραγμένη δεκαετία του 1970 που σηματοδοτούσε και το τέλος της ταχείας ανάπτυξης.

Στην Ελλάδα για περισσότερο από 30 χρόνια υπάρχει ένας ανοιχτός διάλογος για την ανάγκη περιορισμού του Δημόσιου, μείωσης του κράτους, περιορισμού του κρατικού παρεμβατισμού που εμποδίζει την ιδιωτική πρωτοβουλία, για έναν «υπερτροφικό δημόσιο τομέα και εξουθενωμένη ιδιωτική οικονομία» (ΣΕΒ). Είναι χαρακτηριστικό πως ακούγονταν μέχρι και αποφάνσεις του τύπου «Γκρεμίστε το Δημόσιο να τελειώνουμε» (Τζήμερος) ή «ιδιωτικοποιήστε όλα τα δημόσια νοσοκομεία, αφού το κράτος είναι ο πιο αναποτελεσματικός επιχειρηματίας» (Ξαφά). Αλλά και η Γερμανίδα καγκελάριος συμβούλευε το 2013: «η Ελλάδα συνεχίζει να είναι αντιμέτωπη με δυσκολίες, γιατί η μείωση των υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα είναι ένα ζήτημα που πρέπει να λυθεί».

Ωστόσο, φαίνεται ότι για μια ακόμα κρίση, ο Keynes είναι ξανά επίκαιρος και η διαμάχη Friedman /Keynes βρίσκεται μπροστά μας. Ο Keynes, στη Γενική Θεωρία (1936) είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ελεύθερη αγορά συχνά αποτυγχάνει και ότι μια οικονομία σε κρίση συνεχίζει να κινείται προς τα κάτω, εκτός εάν η παρέμβαση οδηγεί τους καταναλωτές να αγοράσουν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες. Αντίθετα η Σχολή του Σικάγο που κυριάρχησε μετά τη δεκαετία του 1970 θεωρεί ότι ο έλεγχος της προσφοράς χρημάτων που εισρέουν στην οικονομία ελέγχει τον πληθωρισμό, και επιτρέπει στην υπόλοιπη αγορά, λόγω του αόρατου χεριού (invisible hand) να επιδιορθωθεί.

Με πολύ απλά λόγια, η διαφορά μεταξύ αυτών των θεωριών είναι ότι η μονεταριστική προσέγγιση περιλαμβάνει τον έλεγχο της ποσότητας χρήματος στην οικονομία, ενώ η κεϋνσιανή θεώρηση στηρίζεται στον παραγωγικό χαρακτήρα των κυβερνητικών δαπανών. Μια θεώρηση που όμως έχει επί μακρόν υπονομευθεί δεδομένου ότι, όπως λέει και η Μarianna Μazzucato, «ο εξέχων ρόλος των επιχειρήσεων στη δημόσια ζωή έχει επίσης οδηγήσει σε απώλεια εμπιστοσύνης σε ό, τι μπορεί να επιτύχει μόνο η κυβέρνηση».

Δύο είναι τα πρώτα συμπεράσματα που συνάγονται: Μήπως είναι πλέον η κατάλληλη στιγμή να ξαναδούμε το ρόλο της δημοσιονομικής πολιτικής; Μήπως ήρθε η στιγμή να δούμε με μια άλλη οπτική το ρόλο του κράτους στην επισκευή και την ανοικοδόμηση δικτύων και στο σύστημα υγείας; Μήπως μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική κεϋνσιανού τύπου θα ωφελήσει την οικονομία τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα; Και ως εκ τούτου να αντιμετωπίσουμε πιο ουσιαστικά το ζήτημα της φορολογίας; Και δεύτερον μήπως ο επιχειρηματικός κόσμος θα ήταν καλύτερο να ήταν λίγο πιο συνεπής αναφορικά με το ρόλο του κράτους;

* Η Βάλια Αρανίτου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Διευθύντρια του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ και μέλος του ΔΣ του ΕΝΑ

Πηγή: Ινστιτούτο Εναλλακτικών Μελετών