Ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της κυπριακής διένεξης αποτελεί αναμφίβολα το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ της 4ης Μαρτίου 1964. Με αυτή την απόφαση, η κυβέρνηση Μακαρίου αναγνωρίστηκε ως η νόμιμη κυβέρνηση της Kυπριακής Δημοκρατίας.

Ads

Την προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έκανε τότε τόσο η Μεγάλη Βρετανία, όσο και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο. Οι Βρετανοί μετά την αποτυχία των πρωτοβουλιών για συντονισμό των εγγυητριών δυνάμεων για ομαλοποίηση της κατάστασης που προέκυψε μετά τις δικοινοτικές συγκρούσεις του 1963-64, προσέφυγαν στον ΟΗΕ. Από την πλευρά του, ο Μακάριος, στόχευε κυρίως στον τερματισμό της Συμφωνίας Εγγυήσεων.  Μάλιστα, στην ομιλία που έκανε στις 14 Φεβρουαρίου 1964 ανάφερε πως προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας «για να αντισταθεί στην εξωτερική απειλή», εννοώντας, βεβαίως, μια πιθανή εισβολή της Τουρκίας.

Πέραν τούτου, η ελληνοκυπριακή ηγεσία επιδίωκε να διασφαλίσει την εγκατάσταση στρατευμάτων του ΟΗΕ αντί του ΝΑΤΟ στο νησί και ήλπιζε για κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεως και Συμμαχίας ή, τουλάχιστον, τροποποίηση τους.

Οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί αντιτάσσονταν έντονα στο να ικανοποιηθούν οι ελληνοκυπριακές αξιώσεις. Τα Ηνωμένα Έθνη δεν ήταν θεσμός με δυνατότητα να τροποποιήσει τις κυπριακές Συμφωνίες και ως εκ τούτου οι ελληνοκυπριακές προσπάθειες ήταν καταδικασμένες να μην τελεσφορήσουν. Ωστόσο, το Συμβούλιο Ασφαλείας ικανοποίησε το αίτημα των Ελληνοκυπρίων για «σεβασμό στην ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας».

Ads

Το πιο σημαντικό από όλα, όμως, στο σχετικό ψήφισμα, ήταν η συχνή αναφορά στην  κυπριακή κυβέρνηση την οποία ντε φάκτο συγκροτούσαν οι Ελληνοκύπριοι, πράγμα που η ελληνοκυπριακή πλευρά θεώρησε ως πραγματική νίκη. Αντίθετα, οι Τουρκοκύπριοι θεώρησαν ότι υπέστησαν μια πολιτική «πανωλεθρία».  Ο Ντεκτάς θεωρούσε ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας έκανε «δώρο στον Μακάριο σε χρυσό δίσκο», προσθέτοντας ότι το μέγεθος της «συντριβής» του από την απόφαση της 4ης Μαρτίου ήταν τέτοιο που «δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του».

Η απόφαση της 4ης Μαρτίου του 1964, εκκινώντας από τη διαπίστωση ότι «η κατάσταση στην Κύπρο απειλεί τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια», προέβλεπε «την άμεση λήψη επιπρόσθετων μέτρων προκειμένου να διαφυλαχθεί η διεθνής ειρήνη και να επιτευχθεί μια μόνιμη λύση στο πρόβλημα». Επιπρόσθετα, στην απόφαση αναφερόταν ότι «οι πλευρές λαμβάνουν υπόψη τη στάση που τήρησαν σχετικά με τις συμφωνίες που υπέγραψαν στις 16 Αυγούστου 1960 στη Λευκωσία», γεγονός που δυσαρεστούσε την ελληνοκυπριακή πλευρά. Η συγκεκριμένη αναφορά ενσωματώθηκε στην απόφαση ως αποτέλεσμα των εντατικών τουρκικών και βρετανικών πιέσεων.

Το πρώτο άρθρο της απόφασης καλούσε όλα τα κράτη-μέλη «να αποφύγουν οποιαδήποτε ενέργεια ή απειλητική κίνηση η οποία ήταν δυνατό να δυσχεράνει την κατάσταση στην κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία ή να θέσει σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη». Το δεύτερο άρθρο εισηγείτο «τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προκειμένου να αποφευχθεί η βία και η αιματοχυσία» και το τρίτο καλούσε «τις κοινότητες και τους ηγέτες στην Κύπρο να επιδείξουν τη μέγιστη δυνατή ψυχραιμία».

Στο τέταρτο άρθρο προτεινόταν «με τη συναίνεση της κυπριακής κυβέρνησης να δημιουργηθεί μια ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών, της οποίας η δομή και το ανθρώπινο δυναμικό, θα καθορίζονταν με τη σύμφωνη γνώμη των κυβερνήσεων της Κύπρου, της Ελλάδας, της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου».

Μολονότι απορρίφθηκε η ελληνοκυπριακή θέση ότι οι Συμφωνίες του 1960 ήταν ενάντια στη Συνθήκη του ΟΗΕ, και, παρά το γεγονός ότι, στην απόφαση της 4ης Μαρτίου, γινόταν ρητή αναφορά ότι οι Συμφωνίες θα μπορούσαν να τροποποιηθούν μόνο με τη συναίνεση όλων των πλευρών, η ελληνοκυπριακή ηγεσία εμφανιζόταν ικανοποιημένη, καθότι, με τις παρεμβάσεις της Σοβιετικής Ένωσης και των Αδεσμεύτων, επιτεύχθηκε η συχνή αναφορά σε «Κυπριακή Κυβέρνηση». Μια κυβέρνηση χωρίς Τουρκοκύπριους…

Οι Τουρκοκύπριοι, από τότε, δηλαδή το 1964, βρίσκονται εκτός των κρατικών θεσμών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ότι αυτό θα ήταν μια ολέθρια εξέλιξη για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, το είχε προβλέψει ο έμπειρος Τούρκος πολιτικός Ισμέτ Ινονού.

Οι Δρ. Κουτσούκ και Ραούφ Ντεκτάς μένοντας εκτός του κυπριακού κράτους έλπιζαν, ότι θα δημιουργούσαν ένα Τουκοκυπριακό κράτος στην Κύπρο. Ο Ινονού, όμως, τους καλούσε να επιστρέψουν στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Με μια επιστολή ιστορικής σημασίας που έστειλε στην τουρκοκυπριακή ηγεσία στις 9 Μαρτίου 1964, επέμεινε στη σημασία της παραμονής των Τουρκοκυπρίων στους θεσμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας και τόνιζε τα εξής: «Είναι επιτακτική ανάγκη οι Τουρκοκύπριοι να μην αφήσουν τις κρατικές υποθέσεις στους Ελληνοκύπριους και να υπερασπιστούν τα τουρκικά τους δικαιώματα και συμφέροντα εντός της οργάνωσης του κυπριακού κράτους». (…) «Εάν οι Τούρκοι συνεχίσουν να μην αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους και τις θέσεις τους στον κυπριακό κρατικό οργανισμό, οι αντιρρήσεις και οι καταγγελίες που πρέπει να γίνουν από εμάς εναντίον των Ελληνοκυπρίων που διαχειρίζονται τις υποθέσεις του κράτους μόνοι τους και σε βάρος των τουρκικών δικαιωμάτων και συμφερόντων, δεν θα πείσουν τον κόσμο». (…) «

Το γεγονός ότι μόνο οι Ελληνοκύπριοι θα κυριαρχήσουν στη διοίκηση του κράτους την περίοδο μέχρι να βρεθεί η τελική λύση στο Κυπριακό, θα δημιουργήσει αναμφίβολα πολλά μειονεκτήματα για τα τουρκικά δικαιώματα και συμφέροντα». (…) «Όσο λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα για εδραίωση της ασφάλειας, όλοι οι Τούρκοι, ξεκινώντας από τον Αντιπρόεδρο και τους Τούρκους υπουργούς, θα επιστρέψουν σταδιακά, το συντομότερο δυνατό, στα καθήκοντά τους στην κρατική οργάνωση και θα καταπολεμήσουν τις αρνητικές δραστηριότητες των Ελληνοκυπρίων εντός του κρατικού μηχανισμού, με το σύνταγμα και τα νομικά μέσα. Με επιμονή και σθένος, θα βοηθήσουν σημαντικά στην επιτυχία της εθνικής μας υπόθεσης».

Η τουρκοκυπριακή ηγεσία, δυστυχώς, αγνόησε αυτή την επιστολή και απείλησε τον Ισμέτ Ινονού με εγκατάλειψη της Κύπρου από όλους τους Τουρκοκύπριους. Χαρακτηριστικά, ο Δρ. Κουτσούκ έλεγε «θα πάρω την κοινότητα μου και θα φύγω».

Αναμφίβολα, η ιστορία τελικά δικαίωσε τον μεγάλο Τούρκο πολιτικό…