Το σχέδιο έχει τεθεί σε εφαρμογή εδώ και χρόνια, υλοποιείται δε με μεθοδικότητα από τη Γερμανική ηγεσία. Η σφιχτή οικονομική πολιτική που ακολούθησε την τελευταία εικοσαετία, σε συνδυασμό με την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, έχει επιτρέψει στους Γερμανούς να ανακτήσουν την οικονομική κυριαρχία στην Ευρώπη και παράλληλα να αποκτήσουν ισχυρές προσβάσεις μέσα στους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθορίζοντας στρατηγικές σε συνεργασία με χώρες του Βορρά.

Ads

Αυτή τη χρονική περίοδο δεν μπορούμε να μιλάμε για μια Ευρωπαϊκή Ένωση της αλληλεγγύης και των δημοκρατικών ευαισθησιών. Έχουμε να κάνουμε με μια κοινότητα υποταγμένη στις ορέξεις των αγορών, μ’ ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό τέρας, ο οποίος δεν έχει καμία διάθεση να τεθεί υπό δημοκρατικό έλεγχο.

Η Γερμανία είναι ο αδυσώπητος τιμωρός όσων χωρών ξεφεύγουν από τη συνθήκη δημοσιονομικής προσαρμογής, που προβλέπει χαμηλά ελλείμματα. Τα μνημόνια που έχουν εφαρμοστεί σε χώρες του Νότου έχουν οδηγήσει τις κοινωνίες της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, στην ανέχεια και τη φτώχεια, χωρίς όμως να υπάρχουν οι ίδιες επιπτώσεις στους οικονομικά ισχυρούς και κυρίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα και τα κερδοσκοπικά funds.

Την ώρα όμως που οι οικονομίες χωρών του Νότου είναι καθημαγμένες από τις πολιτικές λιτότητας, το Γερμανικό δημόσιο- ενώ αυτή την περίοδο έχει πολύ χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης- αυξάνει τα αποθεματικά του.

Ads

Τούτο συμβαίνει γιατί πολλοί καταθέτες, βλέποντας τι γίνεται στις οικονομίες των χωρών του νότου και υπό το φόβο κατάρρευσής της ευρωζώνης, που εντέχνως καλλιεργείται, επιλέγουν την αγορά Γερμανικών ομολόγων προκειμένου να διασφαλίσουν το κεφάλαιό τους. Τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά ή μηδενικά και έτσι ουσιαστικά πληρώνουν και από πάνω για να έχουν… το κεφάλι τους ήσυχο. Για να δώσουμε ένα απλό παράδειγμα ένας αποταμιευτής που επιλέγει να αγοράσει σήμερα ένα ομόλογο του Γερμανικού αξίας 1000 ευρώ, στη λήξη του θα εισπράξει 950 ευρώ. Ουσιαστικά πληρώνεις για να φυλάξεις τα χρήματά σου. Επειδή όμως τα κεφάλαια που επενδύονται σε Γερμανικά ομόλογα είναι αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ, αντιλαμβάνεται καθένας το κέρδος που υπάρχει για την ισχυρότερη οικονομία της ευρωζώνης.

Έτσι η Γερμανική ηγεσία αντί να προωθήσει μια πολιτική ενίσχυσης των αδύναμων οικονομιών, δίνοντας βάρος στην ανάπτυξη, όπως έγινε με την ίδια το 1953, ακολουθεί την πρακτική του σκληρού τιμωρού. Όποια χώρα δεν ακολουθεί τους κανόνες που έχει επιβάλει… εκτελείται.

Τι μας θυμίζει αυτό;

Είναι χαρακτηριστική η στάση της μετά την απόφαση της Γαλλικής κυβέρνησης να μην αποδεχθεί τη μείωση κοινωνικών δαπανών, προκειμένου να περιορίσει το έλλειμμά της στο 3% του ΑΕΠ σύμφωνα με τη συνθήκη της ευρωζώνης.

Αμέσως την επομένη δε δίστασε να δημιουργήσει πρόβλημα στη σύνθεση της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπό τον Ζαν Κλοντ Γιουγκέρ, καταψηφίζοντας την παρουσίαση του νέου Επιτρόπου οικονομικών, του Γάλλου σοσιαλιστή Πιερ Μοσκοβισί. Ο Γερμανός πρόεδρος της επιτροπής οικονομικών του ευρωκοινοβουλίου, παρασύροντας και την ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, αποφάσισαν ότι η ακρόαση του κ. Μοσκοβισί δεν ήταν… επαρκής.

Βρισκόμαστε μπροστά σε μια Γερμανική Ευρώπη. Θεσμικά τούτο δεν έχει βέβαια επιτευχθεί, αλλά στην πραγματικότητα η Γερμανία είναι εκείνη που καθορίζει την οικονομική και όχι μόνο πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περισσότερο της Ευρωζώνης, έχοντας απέναντί της μειωμένου κύρους και δυναμικότητας πολιτικές ηγεσίες στις χώρες του Νότου.

Εάν δεν μπει φρένο σε αυτή την τακτική είναι πολύ πιθανό η Ευρώπη σε μερικά χρόνια να επιστρέψει σε γεγονότα που τα έχει ρίξει στη λήθη, αλλά αναβιώνουν με τέτοιες πολιτικές πρακτικές.

Ίσως κάτι να ήξεραν οι Βρετανοί που δεν μπήκαν στην ευρωζώνη και είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί στην Ευρωπαϊκή ενοποίηση, όπως αυτή προωθείται.

Για να έχουμε ανατροπή αυτής της πολιτικής πρακτικής χρειάζεται ενδυνάμωση των  δημοκρατικών θεσμών και αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών. Η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη έχει υποταχθεί στους κανόνες της αγοράς, έχοντας χάσει το κύρος της. Μόνο ένα ισχυρό ρεύμα της Αριστεράς μπορεί να φέρει αυτή την ανατροπή, και απ’ ότι φαίνεται, εάν εξαιρέσουμε την Ελλάδα, χρειάζεται χρόνος, διότι δεν έχουν ακόμη ωριμάσει οι κοινωνικές συνθήκες που θα δώσουν τη δυναμική που απαιτείται.