Η Ελλάδα του 2018, βγαίνοντας από τη δεκαετή οικονομική της κρίση, το καθεστώς των Μνημονίων και την πολυετή εσωστρέφεια στην εξωτερική της πολιτική, αρχίζει να επανακτά τον φυσικό γεωπολιτικό της ρόλο σε όλη την περιφέρειά της και ειδικά στα Βαλκάνια. Επανακτά τη χαμένη αυτοπεποίθησή της και συνειδητοποιεί εκ νέου πως έχει τα απαραίτητα προσόντα για να διαδραματίσει ρόλο δραστήριου γεωπολιτικού παίκτη στα Βαλκάνια και να καταστεί, αν το επιθυμεί, περιφερειακή δύναμη στην περιοχή.

Ads

Πρέπει να σημειωθεί πως “γεωπολιτικός παίκτης” μπορεί να θεωρηθεί μια χώρα η οποία έχει την ικανότητα αλλά, κυρίως, τη θέληση να επεκτείνει την επιρροή της πέρα από τα σύνορά της. Τα κίνητρά της είναι ποικίλα και ξεκινούν από επιθυμία για οικονομική επέκταση και φτάνουν ως την ιδεολογική ολοκλήρωση και τον  “μεσσιανισμό”. Στην περίπτωση της Ελλάδας τον πρώτο λόγο φαίνεται να έχει η γεωοικονομική επέκταση και η συνανάπτυξη και τον δεύτερο η επιδίωξη ενός ιστορικά θεμελιωμένου “εθνικού μεγαλείου”. Δεν πρέπει όμως να παραβλεφθεί και το κίνητρο της ιστορικής εκπλήρωσης του Ελληνισμού ο οποίος, έχοντας άμεσα ή έμμεσα κυβερνήσει αυτοκρατορίες, αισθάνεται ότι ήρθε η ώρα ν’ αναλάβει ευρύτερο ρόλο στην περιφέρειά του.
Μολονότι γεωγραφικά η Ελλάδα αντιπροσωπεύει το νότιο άκρο της χερσονήσου, πέφτει δηλαδή κάπως έκκεντρη, ωστόσο έχει τις δυνατότητες να εξελιχθεί σε γεωοικονομικό πυρήνα της. Το οικονομικό “κέντρο βάρους” της Βαλκανικής δεν είναι πλέον ούτε η Κωνσταντινούπολη, ούτε η Αθήνα, ούτε βεβαίως το Βελιγράδι. Το νέο γεωοικονομικό κέντρο της χερσονήσου μας, όπως αναδιαμορφώνεται με βάση την Ευρωατλαντική ενσωμάτωση, συμπίπτει με το ιστορικό επίνειό της: τη Θεσσαλονίκη. Η ανάδειξη της πρωτεύουσας του ελληνικού βορρά σε γεωοικονομική, εμπορική, πολιτιστική, τεχνολογική, επικοινωνιακή, ενεργειακή κ.ά. πρωτεύουσα των Βαλκανίων, αποτελεί το σημαντικότερο πλεονέκτημα της Ελλάδας, το σίγουρο εισιτήριο για τη γεωπολιτική εξακτίνωσή της στη Νοτιανατολική Ευρώπη.

Αυτή τη στιγμή στα Βαλκάνια δεν υπάρχει κάποιος άλλος υποψήφιος περιφερειακός ανταγωνιστής έναντι της Ελλάδας. Άλλωστε η γεωπολιτική ανάσχεση της Τουρκίας, η οποία στρέφει όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον της προς τη Μέση Ανατολή (Συρία, Ιρακινό Κουρδιστάν κλπ.) και αρχίζει να αντιμετωπίζει μια νέα βαθιά οικονομική κρίση η αντιμετώπιση της οποίας απορροφά τον δυναμισμό της, έχει σε μεγάλο βαθμό επιτευχθεί χάρη στη μετριοπαθή, ευέλικτη και πολυδιάστατη ελληνική εξωτερική πολιτική και διπλωματία των τελευταίων χρόνων π.χ. Τετραμερής Συνεργασία Ελλάδας-Βουλγαρίας-Ρουμανίας-Σερβίας. Επί χρόνια η Τουρκία χρησιμοποιούσε ως κύρια μέσα γεωπολιτικής διείσδυσής της στα Βαλκάνια την εργαλειοποίηση των μουσουλμανικών και τουρκογενών μειονοτήτων της χερσονήσου -τα λεγόμενα “ορφανά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας”- καθώς και τον οικονομικό δυναμισμό της, που μεταφράζονταν σε αύξηση του όγκου των εμπορικών συναλλαγών με τις βαλκανικές χώρες και των αντίστοιχων επενδύσεων. Ωστόσο τα πράγματα έχουν δυσκολέψει για την Τουρκία και στους δύο τομείς. Από τη μία οι μουσουλμανικές κοινότητες και μειονότητες των Βαλκανίων θέλουν να απογαλακτιστούν από την εξάρτησή τους από μια όλο και πιο ισλαμιστική Ερντογανική Τουρκία, υιοθετώντας  το μοντέλο ενός πιο κοσμικού Ευρω-ισλάμ, συμβατό με τις ευρωατλαντικές αξίες, και από την άλλη η οικονομική κρίση που μαστίζει πλέον την Τουρκία την οδηγεί σε βαθμιαία γεωοικονομική αναδίπλωσή της από τα Βαλκάνια.

Αυτή τη στιγμή κανένα κράτος ή συνδυασμός κρατών δεν είναι σε θέση να περιορίσουν τον ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια, τα οποία ωστόσο προσελκύουν όλο και περισσότερο τελευταία το ενδιαφέρον των μεγάλων γεωπολιτικών παικτών της Ευρώπης καθώς τα θεωρούν πλέον ζωτική για τα συμφέροντα και την ασφάλειά τους περιφέρεια. Η Γερμανία, αφού σταμάτησε να ασχολείται πλέον με την ανασυγκρότηση της Μεσευρώπης καθώς οι στόχοι της εκεί έχουν σε μεγάλο βαθμό επιτευχθεί, στρέφει και πάλι το ενδιαφέρον της στα Βαλκάνια, ειδικά στα δυτικά, προωθώντας με ζήλο την ευρωατλαντική τους ενσωμάτωση, όχι μόνον για οικονομικούς λόγους αλλά και για λόγους γεωπολιτικής σταθερότητας και ασφάλειας, όπως έδειξε και η ανάγκη ανακοπής του “βαλκανικού διαδρόμου” κατά τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης του 2015.

Ads

Από την πλευρά της η Γαλλία, η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη της Ε.Ε., αν και  υπολογίζει πρωτίστως την ευρωμεσογειακή της προοπτική, κρατώντας πάντοτε στο μανίκι της και το βορειοαφρικανικό “άσσο”, επανακάμπτει στα Βαλκάνια σε ρόλο στρατηγικού επενδυτή σε τομείς ενέργειας, μεταφορών, οπλικών συστημάτων και νέων τεχνολογιών.

Μια άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή, αλλά και ασιατική, δύναμη που παρουσιάζει ζωτικό ενδιαφέρον για τα Βαλκάνια είναι η Ρωσία. Έχοντας εδώ και χρόνια σταματήσει την περαιτέρω αποσύνθεσή της και αφού ανέκτησε, χάρη στη “σιδερένια πυγμή” του Πούτιν και τα άφθονα έσοδα από τους υδρογονάνθρακές της, τη χαμένη της αυτοκρατορική αυτοπεποίθηση και δυναμισμό της, η Ρωσία έχει ανακτήσει το γεωπολιτικό της ρόλο σχεδόν σε όλο το “Εγγύς Εξωτερικό” της, δηλαδή στις χώρες που ανήκαν κάποτε στη Σοβιετική Ένωση, προσάρτησε την Κριμαία (2014) και δημιούργησε μια σειρά από μη αναγνωρισμένα κρατίδια-προτεκτοράτα της, προκαλώντας φυσικά την έντονη αντίδραση της Δύσης. Εκτός από το “Εγγύς Εξωτερικό” της η Μόσχα προωθεί και τη γεωπολιτική της διείσδυση στα Βαλκάνια, προχωρώντας με εργαλείο την ενεργειακή της πολιτική, τους αγωγούς αερίου και την εξαγορά εγχώριων εταιριών ενέργειας κ.ά, ενώ δεν αρνείται να αξιοποιήσει και το χαρτί των πολιτιστικών σχέσεων, ειδικά στο ζήτημα της κοινής ορθόδοξης θρησκείας επενδυμένης, όπου χρειάζεται π.χ. Σερβία, και με “πανσλαβιστική αλληλεγγύη”. Βασικός στόχος της Ρωσίας είναι να χρησιμοποιεί τα Βαλκάνια και ειδικά τα αποσταθεροποιημένα δυτικά Βαλκάνια ως μοχλό πίεσης στο “μαλακό υπογάστριο” της Ευρώπης, για την επίτευξη των ευρύτερων και παγκόσμιων στόχων της Μόσχας.

Η Κίνα επίσης, μια ανερχόμενη παγκόσμια οικονομική δύναμη, φαίνεται να έχει στρατηγικής σημασίας σχέδια για τη νοτιοανατολική Ευρώπη στα πλαίσια του νέου “Δρόμου του Μεταξιού”, όπως έχουν δείξει και οι στρατηγικές επενδύσεις της στο λιμάνι του Πειραιά αλλά και στη σιδηροδρομική σύνδεση Βελιγραδίου-Βουδαπέστης. Και όπως και σε άλλες περιοχές του κόσμου το Πεκίνο έχει δείξει πως δεν θα διστάσει να μετατρέψει, αν χρειαστεί, τη γεωοικονομική διείσδυσή του και σε πολιτική.

Οι βασικοί πάντως γεωπολιτικοί παίκτες, που φαίνεται ότι έχουν κάποιο σχέδιο για τα Βαλκάνια, είναι οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία βέβαια είναι νωρίς ακόμη για ν’ αντιμετωπίζεται ως μία οντότητα με ενιαία γεωπολιτική άποψη. Οι ΗΠΑ προωθούν μια σφαίρα επιρροής στα Βαλκάνια με σκοπό όχι μόνο να δημιουργήσουν ένα προγεφύρωμα στο “μαλακό υπογάστριο” της Ευρασίας αλλά και να διεισδύσουν βαθύτερα στην Ανατολική Ευρώπη για να μπορούν να εμποδίσουν την ενδεχόμενη σύμπτυξη ενός ηπειρωτικού γεωπολιτικού άξονα ανάμεσα στη Γερμανία και τη Ρωσία είτε απλώς για να δημιουργούν πίεση στις Βρυξέλλες και γεωπολιτικά αναχώματα στη Μόσχα. Ο χειρότερος εφιάλτης αυτής της ναυτικής και μάλιστα μη ευρασιατικής υπερδύναμης είναι ένας ενδεχόμενος ηπειρωτικός άξονας Βερολίνου-Μόσχας, στον οποίο θα προστεθεί αργότερα και το Πεκίνο. Σε περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο τότε οι ΗΠΑ θα εκτοπιστούν από την Ευρασία, που καταλαμβάνει σχεδόν τη μισή χερσαία επιφάνεια του πλανήτη μας, κατοικείται από το 75% του παγκόσμιου πληθυσμού και κατέχει πάνω από το 65% της παγκόσμιας οικονομίας. Χωρίς τον έλεγχο του κέντρου της παγκόσμιας ισχύος που λέγεται Ευρασία, οι ΗΠΑ θα είναι απλά μια “συνηθισμένη” περιφερειακή δύναμη.

Για ν’ αποφευχθεί κάτι τέτοιο οι ΗΠΑ προωθούν σταθερό το γεωπολιτικό πλουραλισμό στην Ευρασία, δηλαδή την εκτεταμένη “βαλκανοποίησή” της με το διαμελισμό των μεγάλων πολιτικών ενοτήτων της. Ταυτόχρονα επιδιώκουν την αποτροπή ελέγχου των ευαίσθητων γεωπολιτικά περιοχών της από μεγάλες ευρασιατικές δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Κίνα. Ακολουθούν πολιτική αποτροπής δημιουργίας συνασπισμών που στρέφονται κατά των συμφερόντων τους. Τέλος, επιδιώκουν να διατηρήσουν τον έλεγχο της “περιμέτρου” της Ευρασίας με τη βοήθεια μιας αλυσίδας προγεφυρωμάτων και με μια σειρά προνομιακών σχέσεων με στρατηγικούς εταίρους και “χώρες-πυλώνες”, όπως θεωρούν το Ισραήλ, τη Νότια Κορέα, και την Ιαπωνία ή όπως θεωρούσαν ως πρόσφατα την Τουρκία, τμήμα του ρόλου της οποίας αναλαμβάνει πλέον η Ελλάδα και η Κύπρος  στους σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον.

Από αυτήν την οπτική η συνολική γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδας στα Βαλκάνια αλλά και στην ανατολική Μεσόγειο, όχι μόνο δεν ενοχλεί τις ΗΠΑ, αλλά φαίνεται ότι είναι κάτι που επιδιώκουν κιόλας, αρκεί βεβαίως να συμμετάσχει στα ευρύτερα γεωπολιτικά τους σχέδια. Για τις ΗΠΑ η Ελλάδα αποτελεί χώρα-πυλώνα στην ευρύτερη περιοχή της. Τη βλέπουν ως στρατηγικό τους σύμμαχο και εταίρο, ως πολύτιμο οικονομικό συνεργάτη αλλά και γεωπολιτικό τους προπύργιο, ενώ βαραίνει σημαντικά υπέρ της στρατηγικής σχέσης Αθήνας-Ουάσιγκτον η ιστορία, οι κοινές δημοκρατικές αξίες, αλλά και η σημαντική παρουσία και δράση της  πολυάριθμης Ελληνο-αμερικανικής κοινότητας και του σχετικού λόμπι.  Υπολογίζουν γι’ αυτό στην ταύτιση σε μεγάλο βαθμό των γεωπολιτικών συμφερόντων των δυο χωρών, που είναι παραδοσιακά ναυτικές δυνάμεις κι ανήκουν στο ίδιο γεωπολιτισμικό και γεωφιλοσοφικό στρατόπεδο. Επίσης παίζει σημαντικό ρόλο η ιστορική τους φιλία και η δημοκρατική τους παράδοση, η συμμετοχή τους στο ΝΑΤΟ και, φυσικά, η ύπαρξη των εκατομμυρίων Ελληνοαμερικανών, που αποτελούν μια ζωντανή γέφυρα φιλίας και συνεργασίας. Υπολογίζουν επίσης στη θέληση της Ελλάδας ν’ ασκήσει περιφερειακή επιρροή, στο βαθμό που αυτή δε θίγει τα συμφέροντά τους, χωρίς να τους ενδιαφέρει αν προέρχεται από την επιδίωξη εθνικού μεγαλείου ή απλά της οικονομικής επέκτασης και πολιτιστικής υπεροχής.

Η Ελλάδα αρχίζει να αντιμετωπίζεται εκ μέρους των ΗΠΑ ως περιφερειακός παίκτης, η ενίσχυση του οποίου δεν αναμένεται να προκαλέσει κανενός είδους αποσταθεροποίηση, εφόσον είναι δημοκρατική και συνεπώς μη επεκτατική δύναμη Status Quo, στην οποία αναλογεί ως “μερίδιο συνευθύνης” όχι μόνον η περιοχή των Βαλκανίων, αλλά και τμήματα της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Αυτό προϋποθέτει όμως την γεωπολιτική εξακτίνωση της χώρας μας προς όλες τις κατευθύνσεις, ταυτόχρονα με την προώθηση της διαδικασίας διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα δυτικά Βαλκάνια.

Σύμφωνα με το νέο γεωπολιτικό χάρτη της Ευρώπης, που σχεδιάζεται από “δεξαμενές σκέψης” της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ελληνική χερσόνησος δεν αποτελεί απλά μια μεσογειακή προέκταση της Μεσευρώπης, αλλά και νότιο άκρο της νέας “Κεντρικής Ευρώπης” και μάλιστα βασικός γεωπολιτικός παίκτης του λεγόμενου “βαλκανικού γεωσυστήματος”. Έτσι, στην παραδοσιακή ναυτική ισχύ της Ελλάδας προστίθεται και η προοπτική να διαδραματίσει ρόλο και “χερσαίας δύναμης” στα Βαλκάνια και, ενδεχομένως, ενός δραστήριου γεωπολιτικού παίκτη που θα καταστεί πυρήνας του “βαλκανικού γεωσυστήματος”.

Έχει ωστόσο η σημερινή Ελλάδα, που εξέρχεται από μια δεκάχρονη βαθιά οικονομική κρίση και ανακάμπτει οικονομικά, όλα εκείνα τα προσόντα για να καταστεί πρωταγωνίστρια δύναμη στη βαλκανική χερσόνησο; Αρκεί μια απλή ματιά στον σημερινό χάρτη της περιοχής και λίγες γνώσεις ιστορίας, οικονομίας και διεθνούς πολιτικής, για να καταλάβει κανείς ότι η Ελλάδα διαθέτει αρκετά προσόντα για να εξελιχτεί σε ηγέτιδα δύναμη στο βαλκανικό χώρο. Καταρχάς η γεωστρατηγική της σημασία, που εκπορεύεται από τη γεωγραφική της θέση, εμφανίζεται αναβαθμισμένη. Η Ελλάδα είναι ένας πολύτιμος γεωστρατηγικός χώρος, μια κομβική χώρα, που συνδέει τρεις ηπείρους. Αποτελεί τον απαραίτητο ζωτικό κρίκο διασύνδεσης της Τουρκίας, του Ισραήλ και της Αιγύπτου, με το Ευρωατλαντικό σύστημα (ΝΑΤΟ και Ε.Ε.). Είναι η μεσογειακή κατάληξη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης να συνδέει αυτές τις περιοχές με τον Ινδικό Ωκεανό μέσω του Σουέζ. Ελέγχει τις σημαντικότερες θαλάσσιες οδούς της Μεσογείου, με τη δεσπόζουσα θέση της ανάμεσα σε τρεις θάλασσες. Χάρη στο Αιγαίο και στα πολυάριθμα νησιά του ελέγχει αποτελεσματικά τη δίοδο προς και από τη Μαύρη Θάλασσα. Η Κρήτη είναι ο σημαντικότερος θαλάσσιος στρατηγικός κόμβος της Μεσογείου, ελέγχοντας τον κυριότερο θαλάσσιο άξονα της Μεσογείου (Γιβραλτάρ-Σουέζ). Η Κέρκυρα ελέγχει επίσης τον πορθμό του Οτράντο και την κυκλοφορία Αδριατικής-Ιονίου. Είναι επίσης ένας ανερχόμενος ενεργειακός κόμβος -και μελλοντικά και προμηθευτής ενέργειας- στα Βαλκάνια και στην ανατολική Μεσόγειο.

Πέρα από τη Μεσόγειο η Ελλάδα κατέχει σημαντικότατη γεωστρατηγική θέση και στα Βαλκάνια, χάρη στη Βόρεια Ελλάδα που αποτελεί το “μπαλκόνι” της χερσονήσου, την έξοδο της ενδοχώρας προς το Αιγαίο. Κατέχοντας αυτήν τη σημαντική λωρίδα γης από το Ιόνιο έως τον Έβρο ποταμό, η Ελλάδα αποτελεί τη φυσική πύλη των Βαλκανίων προς τη Μεσόγειο και ταυτόχρονα είναι η μοναδική χώρα που μπορεί να συνδέσει από μόνη της τα δυο άκρα της χερσονήσου (Αδριατική-Μαύρη Θάλασσα). Γι’ αυτόν τον λόγο και η κατασκευή της  Εγνατίας  αναβαθμίζει κατά πολύ τον ρόλο της χώρας μας, ευνοώντας τη γεωοικονομική αλλά και τη γεωπολιτική της διείσδυση προς τη βαλκανική ενδοχώρα. Το ίδιο και η κατασκευή των αγωγών φυσικού αερίου, όπως ο ΤΑΡ, που ολοκληρώνεται το 2019. Επίσης η Θεσσαλονίκη, το επίνειο της Βαλκανικής, επεκτείνει προς τη Μεσόγειο τον σημαντικότερο άξονα οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών της χερσονήσου, τον Πανονο-αιγαιακό, που μέσω του Μοράβα και του Αξιού/Βαρδάρη, συνδέει τη Βουδαπέστη, το Βελιγράδι και τα Σκόπια με τη Θεσσαλονίκη. Σ’ όλα αυτά μπορεί να προστεθεί ότι ο ελληνικός χώρος, εκτός από κόμβος θαλάσσιων μεταφορών, χάρη και στην αξιοποίηση του λιμανιού του Πειραιά από την COSCO, είναι και θα γίνει ακόμη περισσότερο στο μέλλον κι ένας σημαντικός κόμβος για τις εναέριες συγκοινωνίες.

Για να μην εμποδιστεί λοιπόν η διαφαινόμενη γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή και ειδικά στα Βαλκάνια θα πρέπει, μια σειρά από “κακοφορμισμένα” ζητήματα και διενέξεις της χώρας μας με τους γείτονές της, να επιλυθούν άμεσα και ουσιαστικά με γνώμονα τόσο τα καλώς ενοούμενα εθνικά μας συμφέροντα, όσο και με γνώμονα την ασφάλεια, τη σταθερότητα και το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον των χωρών της περιοχής και ιδιαίτερα των πολύπαθων λαών τους. Προς αυτή την κατεύθυνση η επίτευξη της Συμφωνίας των Πρεσπών και η σταδιακή εφαρμογή της αποτελεί ένα ιστορικό και αποφασιστικό βήμα, που απελευθερώνει σημαντικό διπλωματικό και γεωπολιτικό κεφάλαιο για την Ελλάδα, που θα αποδειχθεί πολύτιμο ειδικά για την αντιμετώπιση μιας όλο και πιο αναθεωρητικής Τουρκίας. Η Ελλάδα του 21ου αιώνα, ξεπερνώντας την Κρίση και διδαχόμενη από αυτή, μπορεί να καταστεί μια υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη, η ισχύς της οποίας θα βασίζεται λιγότερο στη βία και περισσότερο στην οικονομία, στη τεχνογνωσία και στον πολιτισμό. Θα είναι μια ήπια δημοκρατική δύναμη, δηλαδή εκ φύσεως μη επεκτατική (μια δύναμη Status Quo), άρα ευπρόσδεκτη από τους άλλους λαούς της περιοχής, που θα πρέπει να περιορίσουν τα αρνητικά ιστορικά αντανακλαστικά απέναντί της. Αν όλα εξελιχθούν ομαλά τότε η Ελλάδα θα δει την ισχύ της ν’ αυξάνει χρόνο με το χρόνο, με αποτέλεσμα η γεωπολιτική της εκδίπλωση να θεωρείται κάτι το “φυσιολογικό”, αν όχι αναγκαίο στα Βαλκάνια, καθώς θα οδηγεί σε περισσότερη σταθερότητα, ασφάλεια, ευημερία, δημοκρατία και συνανάπτυξη όλης της περιοχής, στα πλαίσια μιας ανασυγκροτημένης Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποίας θα αναλαμβάνει έναν όλο και πιο ενεργό και δημιουργικό ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.

* Ο Γιώργος Στάμκος ([email protected]) είναι συγγραφέας, αναλυτής-δημοσιογράφος, ειδικός για τα βαλκανικά ζητήματα και δημιουργός του Ζενίθ (www.zenithmag.wordpress.com). Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο ΤΕΣΛΑ Vs ΕΝΤΙΣΟΝ: Σύγκρουση για το Μέλλον του Κόσμου.