Η σοκαριστική από κάθε άποψη δολοφονία του νεαρού Άλκη στη Θεσσαλονίκη, κινητοποίησε για λίγες ώρες και μέρες τα αντανακλαστικά της κοινωνίας αλλά οι ενδείξεις συνηγορούν ότι θα είναι άλλη μια αποτρόπαια κηλίδα βίας που θα ξεχαστεί, μέχρι να συμβεί η επόμενη.

Ads

Το εύκολο, είτε πρόκειται για ένα ανυποψίαστο πολίτη που τρομάζει με τη βάναυση και ψυχρή δολοφονία ενός παιδιού μέσα από το πλήθος, είτε για τον υποψιασμένο με τις κοινωνικές διεργασίες και τους μηχανισμούς πίσω από τη δολοφονία, είναι να εκφράσει τη θλίψη του.  Ακόμη και ο απίθανος αυτός υφυπουργός αθλητισμού, στην εποπτεία του οποίου βρίσκεται ο επαγγελματικός αθλητισμός, έκανε μια δήλωση καταδίκης βγαλμένη από το εγχειρίδιο της πιο θλιβερής κοινοτυπίας.

Σχεδόν στερεοτυπικά, συνήθως, στο διαδίκτυο αλλά και στη δημόσια συζήτηση θα ακουστούν  βολικές μισές αλήθειες (“οι ιδιωτικοί στρατοί των χουλιγκανς”, “η ατιμωρησία της βιας”, “η βία από όπου και αν προέρχεται”, “το μαχαίρι να φτάσει στο κόκκαλο” κλπ) ως και οι συνήθεις μύθοι (“Ναι αλλα η Θάτσερ το ’85…*) Όταν όμως πρέπει να περιγράψουμε τις βαθιές αιτίες του ζητήματος, τότε η συζήτηση γίνεται δύσκολη και …”χρωματίζεται” πολιτικά.

Το πρόβλημα της αθλητικής βίας ξεκινά από το ’80 όταν οι ΠΑΕ αρχίζουν να συντηρούν οργανωμένους οπαδούς  “ελεγχόμενης” αμιγώς αθλητικής βίας, που σταδιακά  επεκτείνεται. Την τελευταία δεκαετία όμως η αυτή η βία έχει πάρει πολιτικά χαρακτηριστικά καθώς, σε ευθεία σύνδεση επίσημα ή ανεπίσημα με τη Χ.Α. και ακροδεξιές ομάδες, όλοι αυτοί επιβάλλονται με την ανοχή και, κυρίως, τη στήριξη των ιδιοκτητών  προκειμένου να “ελέγχουν” τη βία θεσμικά, να χρησιμοποιούν το μηχανισμό σε πολιτικές υπόγειες διαδρομές και να απαλλαγούν από τους “ενοχλητικούς” πυρήνες αντιφασιστών οπαδών που προσεγγίζουν διαφορετικά τα ζητήματα. Όλα αυτά κινούνται παράλληλα με τη θεσμική διάλυση, τον άκρατο οπαδισμό που αναπαράγει ο παρακμιακός αθλητικός τύπος ακόμη και σε “δημόσιες” συχνότητες και φυσικά την απόλυτη πολιτική κάλυψη στους μιντιάρχες-ιδιοκτήτες ΠΑΕ-επιχειρηματίες. 

Ads

Αυτή η πολιτική έκφανση φτάνει σε έκρηξη, ειδικά στο Θεσσαλονίκη, όπου τα φαινόμενα αυτά εκδηλώνονται μεγεθυμένα και ο οπαδικός τύπος/ραδιόφωνα δεν είναι απλώς ακραίος αλλά αποκρουστικό συνονθύλευμα χυδαίου οπαδισμού, ακροδεξιάς ρητορικής και αναχρονιστικών αντιλήψεων. Εκεί τα τελευταία χρόνια, οι οργανωμένες συμμορίες νεοναζί που δρουν υπό οπαδικό μανδύα, δεν αρκούνται στο ξύλο εντός ή εκτός γηπέδου αλλά προβαίνουν σε εμπρησμούς ή επιθέσεις με πολύ βαριά πολιτική χροιά. Είναι άλλωστε η Θεσσαλονίκη μια πόλη της “καρφίτσας” με πολύ βαριά τη σκιά ενός υπερσυντηρητικού και σκοταδιστικού πολιτικο-εκκλησιαστικού κατεστημένου.  

Και φτάνουμε στο σημείο “μηδέν”: Η παρέμβαση στη δημόσια ζωή φτάνει στο απόγειό της στην υπόθεση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Όταν το πρώτο διάστημα η Νέα Δημοκρατία, στον πιο επίσημο τόνο κινείται προσεκτικά και συναινετικά απέναντι στην προφανή λύση, έστω και με αστερίσκους, μια διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη θα ανατρέψει τη ροή των πραγμάτων, θα “φοβίσει” την ηγεσία και θα τη στρέψει στη δημαγωγία των πλατειών, πυροδοτώντας στη συνέχεια το κρεσέντο του διχασμού, στον τόνο που έδωσαν οι ακροδεξιές δυνάμεις. Το πρώτο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης είναι στη γέννησή του, μια γραφική συγκέντρωση που διοργανώνουν περιθωριακοί ακροδεξιοί , επαγγελματίες πατριώτες και προγονόπληκτοι  με περικεφαλαίες, μέχρι τη στιγμή που κάποια “αθλητικά ραδιόφωνα” αναλαμβάνουν σχεδόν εργολαβικά να απογειώσουν τη δημαγωγία και να στείλουν τον κόσμο στην παραλία της Θεσσαλονίκης, αναπαράγοντας αλυτρωτικές και αντικομμουνιστικές δοξασίες. Τότε η ΝΔ διείδε μια ευκαιρία και πράγματι καβάλησε το κύμα του διχασμού και της εμφυλιοπολεμικής ρητορικής. Στη συνέχεια, οι επιθέσεις σε όσους είχαν αντίθετη άποψη, ο εμπρησμός κτιρίου από χούλιγκανς αμέσως μετά το συλλαλητήριο, η επίθεση και ο ξυλοδαρμός του Γιάννη Μπουτάρη οι επιθέσεις σε σπίτια βουλευτών ή οι απόπειρες λυντσαρίσματος δεν συνάντησαν την αποδοκιμασία όσων συνήθως οργισμένοι “καταδικάζουν τη βία από όπου και αν προέρχεται”. Σε όλες αυτές τις ενέργειες οπως και στο ΕΠΑΛ Σταυρούπολης αποδείχτηκε ότι συμμετείχε ο πυρήνας που δολοφόνησε τον Άλκη !

Όποιος λοιπόν ενοχλείται ή εκφράζει αποτροπιασμό τώρα που φτάνουν στο σημείο να αφαιρούν τη ζωή ενός παιδιού που περπατούσε αμέριμνος, η επιδερμική και ανέξοδη καταδίκη δεν αρκεί. Οφείλει να παραδεχτεί κανείς ότι πέρα από τις κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν στη βία, το ζήτημα που μας απασχολεί είναι βαθύτατα πολιτικό, αφορά στη σύνδεση του αθλητισμού με επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα και οι ευθύνες για τη νομιμοποίηση αυτής της βίας έχουν ονοματεπώνυμα.

ΥΓ

*Η περίπτωση του μύθου περί της Θάτσερ μετά τα γεγονότα του Χέιζελ το 1985, συνιστά τη συνήθη αναπαραγωγή του “ξεπλύματος” για όσα έκανε η -μισητή στην πλειοψηφία της βρεττανικής κοινωνίας- πρωθυπουργός  προκειμένου να διαχωρίσει το ποδόσφαιρο σε θέαμα για τους έχοντες εντός του γηπέδου και ξύλο μέχρι θανάτου για τους λοιπούς κοινούς θνητούς-θύματα της περιθωριοποίησης των ακραίων πολιτικών της, εκτός των γηπέδων. Χωρίς να αντιμετωπίσει ποτέ το ίδιο το πρόβλημα της βίας φρόντισε απλώς να την εξαφανίσει από τα φώτα της δημοσιότητας ώστε το ξύλο να συνεχίσει να πέφτει στο περιθώριο και σε ραντεβού θανάτου στις εργατικές συνοικίες και μετέτρεψε το πιο λαϊκό και γνήσιο άθλημα, σε προνόμιο λίγων ενώ προωθούσε την -σχεδόν- ποινικοποίηση της ιδιότητας του φιλάθλου. Πρακτικά δεν πήρε ποτέ καμία απόφαση για τη βία, δεν αποφάσισε ποτέ τον αποκλεισμό των αγγλικών ομάδων αφού έγινε από την Uefa ενώ τα πράγματα άλλαξαν μόνο μετά τη νέα τραγωδία του Hillsbourough, όπου συγκαλύφθηκαν οι αποκλειστικές ευθύνες της Αστυνομίας.