Η Hanna Arendt είναι μια από τις πιο εμβληματικές μορφές της πολιτικής επιστήμης και της φιλοσοφίας. Γεννήθηκε στη Γερμανία από μεσοαστική εβραϊκή οικογένεια και όριζε τον εαυτό της ως Γερμανίδα. Ήταν απόλυτα ενσωματωμένη στην γερμανική κοινωνία σε σημείο που έπρεπε η μητέρα της να της «υπενθυμίζει» συχνά ότι «είναι Εβραία». Η ίδια δεν βίωνε την παραμικρή αντίφαση ανάμεσα στη γερμανική και την εβραϊκή της ιδιότητα. Με το λεγόμενο «Εβραϊκό Ζήτημα» δεν ασχολούνταν, το έβρισκε «βαρετό». Μέχρι που ο αντισημιτισμός -που σάρωνε την Ευρώπη στις αρχές του 20ου αιώνα- να επηρεάσει άμεσα τη ζωή της…

Ads

Τότε, η νεαρή Hanna Arendt γνώρισε τον Kurt Blumenfeld, έναν από τους πρωτεργάτες του σιωνιστικού κινήματος στη Γερμανία, που της κέντρισε το ενδιαφέρον για το «Εβραϊκό Ζήτημα». Ο Blumenfeld ήταν θιασώτης των απόψεων του Theodor Herzl, ενός από τους ιδρυτές του σιωνισμού, και πίστευε ότι οι Εβραίοι θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τα δεινά τους μόνο με την ίδρυση του δικού τους έθνους-κράτους.

Υπό την επιρροή του Blumenfeld, η Arendt αποφάσισε να γράψει για τη ζωή της Rahel Vernhagen, μιας εξέχουσας εβραϊκής προσωπικότητας. Αυτό που ήθελε να δείξει η Hanna Arendt με το παράδειγμα της Vernhagen ήταν ότι ακόμη και αν ένας Εβραίος ήθελε να αφομοιωθεί στην κοινωνία στην οποία ζούσε, δεν θα μπορούσε να το κάνει. Η κοινωνία θα του «θύμιζε» τελικά ότι ήταν Εβραίος και δεν θα γλίτωνε από τις διακρίσεις.

Πριν ολοκληρωθεί το βιβλίο, οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία και η Arendt θα αισθανόταν πλέον «πολίτης δεύτερης κατηγορίας» και θα αντιλαμβανόταν ότι οι Εβραίοι αποτελούσαν «αντικείμενα μίσους». Η Hanna Arendt, απελπισμένη, έβλεπε πολλούς φίλους διανοούμενους και συμφοιτητές να χαιρετίζουν την άνοδο των Ναζί στην εξουσία και δεν μπορούσε πλέον να παραμείνει θεατής των γεγονότων.

Ads

Το 1933, εγκαταλείπει τη Γερμανία για το Παρίσι, όπου και έζησε μέχρι το 1940. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εξορίας, βίωσε το τί σημαίνει να είσαι πρόσφυγας και μετανάστης. Έμαθε από την εμπειρία της ότι οι εξόριστοι δεν έχουν δικαιώματα, είναι «άνθρωποι που -στις καλύτερες των περιπτώσεων- τους ανέχονται». Έτσι άρχισε να αναπτύσσει τη θεώρηση περί του «δικαιώματος να έχεις δικαιώματα». Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου άρχισε να υποστηρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των εξόριστων και των προσφύγων, πρέπει να έχουν δικαιώματα. Το «δικαίωμα να έχεις δικαιώματα» το αντιλαμβανόταν ως «το δικαίωμα να ζει και να ανήκει κανείς σε μια πολιτική κοινότητα, μέσα σε ένα περιβάλλον όπου κρίνεται μόνο από τις πράξεις και τις απόψεις του». Αυτός ήταν και ο ορισμός της για την έννοια της πατρίδας. Τόνιζε ότι, κανείς δεν πρέπει να καταδικάζεται στην ανιθαγένεια.

Μετά το 1940 η Arendt μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου έκανε μια λαμπρή καριέρα ως πολιτική φιλόσοφος και άφησε σπουδαίο συγγραφικό έργο. Υποστήριζε ότι η πολιτική και η ελευθερία πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, γι’ αυτό είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένας χώρος όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να δρουν ελεύθερα.

Το «Εβραϊκό Ζήτημα» και το κράτος του Ισραήλ

Η Hanna Arendt, όπως και άλλοι κοσμοπολίτες Εβραίοι διανοούμενοι, δεν έβλεπε το «Εβραϊκό Ζήτημα» από τη σκοπιά του σιωνισμού. Αντιλαμβανόταν τους εαυτούς τους ως κοσμοπολίτες διανοούμενους που ήταν «ενσωματωμένοι» στις χώρες στις οποίες ζούσαν. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την «Εβραϊκή τους υπόσταση». Ο αντισημιτισμός δεν το επέτρεπε αυτό…

Η «Τελική Λύση» των Ναζί αποτέλεσε μια φρικαλέα κορύφωση του αντισημιτισμού. Εκατομμύρια Εβραίοι εξοντώθηκαν μέσω από μια «εκβιομηχανοποιημένη» γενοκτονία.

Τρομοκρατημένη από την πολιτική της ολοκληρωτικής εξόντωσης, η ζωή και το έργο της Hanna Arendt θα καθορίζονταν πλέον από το Ολοκαύτωμα. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχε ενεργά σε πολλές εκδηλώσεις για την υπεράσπιση των Εβραίων. Εξακολουθούσε, όμως, να μην ευνοεί τη σιωνιστική πολιτική για την ίδρυση εβραϊκού κράτους στους Αγίους Τόπους. Κατά την άποψή της, η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ σε παλαιστινιακά εδάφη ήταν αντίθετη με τα δικαιώματα των Παλαιστινίων. Παράλληλα, δεν μπορούσε να αποτελέσει λύση για τον αντισημιτισμό.

Η Arendt πίστευε ότι θα ήταν πολύ καλύτερο για τους Εβραίους να δημιουργήσουν ένα δι-εθνικό ομοσπονδιακό κράτος στο οποίο θα ζούσαν μαζί με τους Παλαιστίνιους παρά ένα δικό τους εθνικό κράτος. Τάχθηκε υπέρ της συνεργασίας Εβραίων και Παλαιστινίων, που ήλπιζε ότι σταδιακά θα κατάληγε σε ένα κοινό ομοσπονδιακό κράτος.

Ωστόσο, το Ισραήλ ιδρύθηκε ως εβραϊκό κράτος το 1948. Ακόμη και μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, η Hanna Arendt συνέχισε να εκφράζει απόψεις υπέρ της συνεργασίας, της συμφιλίωσης και της ειρήνης. Για παράδειγμα, το 1950 έγραφε: «Η ειρήνη στη Μέση Ανατολή είναι περισσότερο απαραίτητη για το κράτος του Ισραήλ, τον αραβικό λαό και τον δυτικό κόσμο. Αλλά η ειρήνη, σε αντίθεση με την ανακωχή, δεν μπορεί να επιβληθεί από τα έξω. Μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω διαπραγματεύσεων και συμφιλίωσης.»

Προειδοποιούσε προφητικά, ότι αν δεν ιδρυθεί ένα κοινό κράτος Παλαιστινίων και Εβραίων, ο πόλεμος θα συνεχιζόταν για άλλα εκατό χρόνια…

Η Hanna Arendt δεν αγκαλιάστηκε ποτέ από το σιωνιστικό κίνημα. Αντίθετα, δεν ήταν λίγοι αυτοί που την έβλεπαν ως «αντι-σημιτίστρια». Μια κατηγορία που ενισχύθηκε  κατά πολύ μετά την έκδοση του βιβλίου της «Ο Eichmann στην Ιερουσαλήμ: Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού»

Η κοινοτοπία του κακού

Το 1960, ο Αδόλφος Eichmann (ο ναζί αξιωματικός που ήταν υπεύθυνος για τη μεταφορά των Ευρωπαίων Εβραίων στους θαλάμους αερίων κατά την «Τελική Λύση»), απήχθη από την Αργεντινή από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες και οδηγήθηκε σε δίκη στην Ιερουσαλήμ. Το 1962 δικάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε.

Η Hanna Arendt επιθυμούσε διακαώς να παρακολουθήσει αυτή τη δίκη και ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ για να γράψει ένα ρεπορτάζ για το περιοδικό The New Yorker. Η σειρά των άρθρων που έγραψε και οι «παρατηρήσεις της στη δίκη» εκδόθηκαν ως βιβλίο.

Ο ίδιος ο υπότιτλος του βιβλίου προκάλεσε ήδη μεγάλες αντιδράσεις: «Η κοινοτοπία του κακού…» Η Hanna Arendt θεωρούσε τον Eichmann «ανίκανο να σκεφτεί/ κάποιο που ξέχασε να σκέφτεται» και όχι τέρας. Δεν είχε την ικανότητα να σκέφτεται, να διακρίνει μεταξύ καλού και κακού. Χάρη σε αυτή τη ανικανότητα, ο Eichmann συμμετείχε στην ιεραρχία του φονικού μηχανισμού που εξόντωσε εκατομμύρια ανθρώπους.

Μια άλλη διαπίστωση της Arendt που προκάλεσε αντιδράσεις ήταν ότι τα Εβραϊκά Συμβούλια στην Ευρώπη παρέδωσαν τους καταλόγους του εβραϊκού πληθυσμού στους Ναζί χωρίς καμία αντίσταση.

Επίσης, ένα άλλο σημείο που εξόργισε τους Εβραίους ήταν ο ισχυρισμός της Arendt ότι το ισραηλινό κράτος είχε μετατρέψει τη δίκη του Eichmann σε «σόου».

Όλα αυτά άφησαν τη Hanna Arendt να δέχεται καταιγισμό επιθέσεων από όλες τις πλευρές. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έχασε τους φίλους της και ωθήθηκε στην μοναξιά. Κατηγορήθηκε ότι «μισούσε την εβραϊκότητά της» και χαρακτηρίστηκε ως «άκαρδη και αλαζονική». Εξακολουθούσε να είναι στόχος αυτών των βάναυσων επικρίσεων μέχρι που πέθανε το 1975.

Βλέποντας σήμερα το τί συμβαίνει στη Μέση Ανατολή, αντιλαμβανόμαστε πόσο δίκαιο είχε η διάσημη στοχαστής. Όταν χάνονται ιστορικές ευκαιρίες για συμβιβασμό, η βία παίρνει το πάνω χέρι…