Στο νέο νόμο για τα Πανεπιστήμια που ήδη εφαρμόζεται άλλαξε η πάγια, εδώ και δεκαετίες, πρόβλεψη της άμεσης και δημοκρατικής εκλογής του Πρύτανη από τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Μια πρόβλεψη που, παρά τις επιμέρους εκδοχές της, διασφάλιζε την ακαδημαϊκή και δημοκρατική νομιμοποίηση του ηγέτη του Πανεπιστημίου.

Ads

Η αλλαγή αυτή στη νέα νομοθεσία προκάλεσε μεγάλα προβλήματα σε πολλά Πανεπιστήμια της χώρας, (ΑΠΘ, Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Αιγαίου), τα οποία αναγκάστηκαν να επαναλάβουν τη διαδικασία των εκλογών προκειμένου να καταλήξουν στην ανάδειξη του Πρύτανη.

Η έμμεση διαδικασία εκλογής, σύμφωνα με την οποία τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας ψηφίζουν άμεσα για την ανάδειξη των έξι εσωτερικών μελών του Συμβουλίου Διοίκησης, όχι όμως και για την ανάδειξη του Πρύτανη, αποδείχθηκε ατελέσφορη και προβληματική.

Η δυστοκία οφείλεται στο γεγονός ότι κάθε ένα από τα έξι εσωτερικά μέλη του ΣΔ είναι, σύμφωνα με το νόμο, και δυνάμει υποψήφιος Πρύτανης. Και αυτό, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξής του στις εκλογές.

Ads

Η ακατανόητη αυτή ρύθμιση, η οποία παραδίδει την ανάδειξη του ηγέτη του Πανεπιστημίου σε αδιευκρίνιστες μεθοδεύσεις και σε αδιαφανείς συμφωνίες εντός ενός κλειστού οργάνου, δίνει κίνητρο για συναλλαγή μεταξύ των υποψηφίων. Όσο περισσότερες υποσχέσεις και ανταλλάγματα δίνει κάποιος εκ των υποψηφίων στους υπόλοιπους, όσον αφορά στη νομή της πανεπιστημιακής εξουσίας και των ακαδημαϊκών θέσεων ευθύνης, (αντιπρυτάνεις, κοσμήτορες κλπ), τόσο πιο κοντά βρίσκεται στην ανάδειξή του στο αξίωμα του Πρύτανη.

Στην περίπτωση του ΑΠΘ, πάντως, μετά την επανάληψη της άγονης, την πρώτη φορά, εκλογικής διαδικασίας, η συναλλαγή κορυφώθηκε. Δύο εκ των εκλεγέντων μελών του ΣΔ συμφώνησαν και ένα τρίτο μέλος το αποδέχθηκε, η τετραετής πρυτανική θητεία να μοιραστεί στα δυο.

Δυο χρόνια δηλαδή να γίνει Πρύτανης ο ένας και άλλα δύο ο άλλος.

Μεταξύ σοβαρού και αστείου, μια πιο ακραία, αλλά και πιο ασφαλής, όσον αφορά στην επίτευξη της αναγκαίας πλειοψηφίας, γενίκευση αυτής της πρωτοφανούς μεθόδευσης θα ήταν στο εξής τέσσερα μέλη του Συμβουλίου να συμφωνούν μεταξύ τους για να μοιράσουν την πρυτανική θητεία στα τέσσερα. Από μια χρονιά έκαστος.

Η επίσημη ανακοίνωση στη Σύγκλητο και την ακαδημαϊκή κοινότητα, πάντως, της συγκεκριμένης μεθόδευσης, με το σκεπτικό ότι «αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία», δεν αρκεί για να κάνει τα πράγματα καλύτερα.

Καθώς αν μια μεθόδευση παραβιάζει τη νομιμότητα, δεν αρκεί η απλή δημοσιοποίησή της για να τη νομιμοποιήσει…

Σε τι όμως συνίσταται η παραβίαση της νομιμότητας στην πρωτοφανή στα πανεπιστημιακά χρονικά συμφωνία των τριών μελών του ΣΔ για το μοίρασμα της πρυτανικής θητείας;

Πρώτα από όλα στο γεγονός ότι η πρυτανική θητεία, δια νόμου, ορίζεται ως τετραετής.

Αυτή η αρχή δεν μπορεί να παραβιαστεί, χωρίς νομική ρύθμιση, ούτε προς τα πάνω, ούτε προς τα κάτω.

Όπως δεν μπορεί, δηλαδή, κάποιος Πρύτανης να παραμείνει στο αξίωμα περισσότερα από τέσσερα χρόνια με δική του, μονομερή απόφαση και χωρίς νομοθετική πρωτοβουλία, καθ’ όμοιο τρόπο δεν μπορεί ένας υποψήφιος με δική του, εξ αρχής δηλωμένη πρόθεση, να παραμείνει λιγότερο από το χρονικό όριο που ο νόμος ορίζει.

Γι’ αυτό άλλωστε και οι Καθηγητές που δεν έχουν το προσδόκιμο όριο της τετραετούς θητείας, όσοι δηλαδή συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από την προβλεπόμενη από το νόμο λήξη της, αποκλείονται εξ αρχής από τις πρυτανικές εκλογές.

Που σημαίνει ότι ο νομοθέτης θέτει ως απαράβατη προϋπόθεση εκλογής Πρύτανη την παραμονή του στο αξίωμα για μια πλήρη τετραετία.

Η μόνη περίπτωση στην οποία προβλέπεται η αντικατάσταση του Πρύτανη κατά τη διάρκεια της θητείας του, είναι η για οποιονδήποτε λόγο έκλειψη, έκπτωση ή αποχώρησή του.

Αυτό, όμως, δεσμευτικά αναφέρεται σε λόγους που ανακύπτουν κατά τη διάρκεια της πρυτανικής θητείας και δεν προκύπτει από καμία ρύθμιση ότι μπορεί να είναι εκ των προτέρων σχεδιασμένο. Γιατί αν ήταν, θα ίσχυε ό,τι ακριβώς ισχύει και για όσους αδυνατούν να συμπληρώσουν την τετραετή θητεία λόγω υπέρβασης του ορίου ηλικίας.

Ο νόμος, δηλαδή, για προφανείς λόγους ισότητας, δεν μπορεί να διαχωρίσει τη μη παραμονή στο ακαδημαϊκό αξίωμα για μια πλήρη τετραετία σε δύο κατηγορίες και να τις αντιμετωπίσει με διαφορετικά κριτήρια.

Δεν είναι δυνατόν, δηλαδή, ο νόμος να απορρίπτει την εξ ανάγκης, λόγω συνταξιοδότησης, μη παραμονή στο αξίωμα για μια τετραετία, ενώ να επιτρέπει την εκ προθέσεως.

Που σημαίνει ότι όποιος για οποιονδήποτε λόγο, είτε από πρόθεση είτε και από αντικειμενική αδυναμία, παραβιάζει την πρόβλεψη της τετραετούς διάρκειας της θητείας, δεν νομιμοποιείται να συμμετέχει στις πρυτανικές εκλογές.

Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο, όταν η εκ προθέσεως παραβίαση της προβλεπόμενης από το νόμο διάρκειας της πρυτανικής θητείας γίνεται αντικείμενο μεθόδευσης και συναλλαγής, προκειμένου ένας υποψήφιος να εκλεγεί στο αξίωμα.

Και τέλος, υπάρχει και ένα ακόμη ύποπτο για παράβαση της νομιμότητας σημείο στην όλη υπόθεση. Πόσο επιτρέπεται να γίνεται προϊόν μεθόδευσης εκ των προτέρων, πριν καν εκλεγεί Πρύτανης, το ποιο μέλος του ΣΔ θα τον αντικαταστήσει, εάν και όταν εκλείψει;

Αφού ο νόμος προβλέπει αυτό να αποφασίζεται από το ΣΔ κατά περίπτωση, όταν και εφόσον προκύψει η σχετική ανάγκη. Αν δεν ήταν έτσι, θα ορίζονταν ρητά εξ αρχής στο νόμο ποιο μέλος του ΣΔ αντικαθιστά τον Πρύτανη, του οποίου η θητεία διακόπτεται πριν ολοκληρωθεί. Δεν θα το άφηνε ο νομοθέτης στη διακριτική ευχέρεια μιας μεθόδευσης με σκοπό την επικράτηση στις εκλογές κάποιων εκ των υποψηφίων.

Με δυο λόγια η συναλλαγή για την εναλλαγή στο Πρυτανικό αξίωμα δυο ή περισσότερων διεκδικητών του δεν είναι συμβατή όχι μόνο με το γράμμα, αλλά ούτε και με το πνεύμα του νόμου.

Το τοπίο, πάντως, ξεκαθάρισε με ρητή δήλωσή του ο καθ’ ύλην αρμόδιος γενικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας. Ο οποίος διαβεβαίωσε ότι η συμφωνία για την παραβίαση του χρόνου της πρυτανικής θητείας και το μοίρασμά της σε δυο ή περισσότερους υποψήφιους Πρυτάνεις, είναι εκτός πνεύματος του νόμου.

Επιπλέον, όμως, του κορυφαίου ζητήματος της παραβίασης της νομιμότητας, υπάρχουν και ισχυροί ακαδημαϊκοί λόγοι που απαγορεύουν μια τέτοια μεθόδευση.

Πρώτα γιατί δεν νοείται ο θεματοφύλακας της νομιμότητας στο Πανεπιστήμιο να την παραβιάζει πρώτος ο ίδιος και μάλιστα με δημόσια δήλωσή του, προκειμένου να εκλεγεί στο αξίωμα του Πρύτανη.

Κι ύστερα, ποιο ακαδημαϊκό παράδειγμα δίνει στους Καθηγητές, στο προσωπικό και στους χιλιάδες φοιτητές ένας Πρύτανης που «συναλλάσσεται» με άλλους συνυποψήφιούς του για να «μοιραστούν» το ύπατο ακαδημαϊκό αξίωμα, ως εάν να επρόκειτο για λάφυρο;

Τα προφανή κενά και οι αδυναμίες ενός νόμου δεν μπορεί να αποτελούν αφορμή για την ωμή παραβίασή του. Και μάλιστα από εκείνον που διεκδικεί να εκλεγεί στο αξίωμα του εγγυητή της νομιμότητας στο Πανεπιστήμιο.

Ούτε επιτρέπεται, βεβαίως, να παρεισφρήσουν στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, για οποιονδήποτε λόγο, αμφίβολης νομιμότητας και σαφώς ξένες με τα ακαδημαϊκά ήθη μεθοδεύσεις συναλλαγής. Ακόμη και αν αυτές δίνουν προσωρινά μια πρακτική διέξοδο στα αδιέξοδα που συσσωρεύει ένας κακός νόμος.

«Ενός κακού μύρια έπονται». Ένας κακός νόμος οδηγεί σε ακόμη χειρότερες «μεθοδεύσεις», προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που προκαλεί.

Η Πολιτεία δεν μπορεί απλώς να παρεμβαίνει διαπιστωτικά. Οφείλει να παρέμβει άμεσα και νομοθετικά, για να δώσει λύση στο αδιέξοδο.

Αλλά και η ακαδημαϊκή κοινότητα δεν μπορεί να παρακολουθεί αδρανής. Οφείλει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να αναλάβει πρωτοβουλία, προστατεύοντας το κύρος και την αξιοπιστία του Πανεπιστημίου.