Δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις για το ζήτημα των προσφυγικών ροών από τις εμπόλεμες ζώνες προς την Ευρώπη απασχολούν το δημόσιο διάλογο τελευταία.

Ads

Η πρώτη έρχεται από τη Βρετανία και τον γνωστό σκηνοθέτη Κεν Λόουτς, με τη νέα ταινία του «The old oak» που παίχτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.

Ίσως η πιο βαθιά πολιτική ταινία που έχουμε δει, χωρίς συγχρόνως να αναφέρεται καθόλου στην τρέχουσα πολιτική. Παρουσιάζει την ξενοφοβία και τον ρατσισμό των φτωχοποιημένων και περιθωριοποιημένων, μετά τη συντριβή τους από τη Θάτσερ, Βρετανών ανθρακωρύχων, απέναντι στους πρόσφυγες που εγκαθίστανται στο χωριό τους, διωγμένοι από τις εμπόλεμες ζώνες της Μέσης Ανατολής.

Πρόκειται για έναν ύμνο της αλληλεγγύης και της ανθρωπιάς, σε μια εποχή που ο φόβος για το διαφορετικό, όταν φωλιάζει στα φτωχά και μη προνομιούχα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα, μεταλλάσσεται σε ρατσισμό και σε βίαιες συμπεριφορές.

Ads

Η αφομοίωση του διαφορετικού από μια κοινωνία με αντανακλαστικά ανθρωπισμού και αλληλεγγύης, προβάλλεται από τον δεξιοτέχνη στο είδος του Κεν Λόουτς σαν μια αισιόδοξη πρόταση, στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση από το μίσος που γεννά ο ρατσισμός.

Από την ευαίσθητη ανθρωπιστική ματιά του Κεν Λόουτς που, αν και Βρετανός, μας θυμίζει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον σήμερα τις ευρωπαϊκές αξίες του ανθρωπισμού και της ισότητας ανεξάρτητα από καταγωγή και χρώμα, περνάμε απότομα στα ρατσιστικά υπονοούμενα μιας πρώην σοσιαλίστριας, με θητεία σε ευρωπαϊκούς θεσμούς, της Άννας Διαμαντοπούλου.

Η οποία, κλείνοντας το μάτι στα κινήματα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, υπενθύμισε με νόημα τον κίνδυνο για την δια της βίας μετατροπή της Ευρώπης σε… σκουρόχρωμη στα επόμενα 100 χρόνια.

Υποστηρίζοντας, με τον τρόπο της, το τείχος που κατασκευάζει η εγχώρια Δεξιά για να σταματήσει τις προσφυγικές ροές στον Έβρο. Και δικαιολογώντας έντεχνα την πολιτική των βάρβαρων και εγκληματικών επαναπροωθήσεων, (push backs), των προσφύγων στις ελληνικές θάλασσες, που εφαρμόζει η ελληνική κυβέρνηση.

Το ενδιαφέρον στη ρατσιστική αποστροφή της κάποτε προοδευτικής Ελληνίδας πολιτικού είναι ότι σπέρνει τον φόβο για τις συνέπειες ενός μεγάλου πολιτικού και κοινωνικού προβλήματος που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη, αποσιωπώντας εντέχνως τις αιτίες που το προκαλούν. Και οι οποίες δεν είναι ξένες από τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της νεοφιλελεύθερης άρχουσας ευρωπαϊκής τάξης, που και η ίδια σήμερα εκπροσωπεί.

Γιατί είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι ο πλούσιος Βορράς της νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης, δεν είναι άμοιρος ευθυνών για τη βία και τους πολέμους στη Μέση Ανατολή. Που αναγκάζουν τους κατοίκους της Συρίας, του Ιράκ, της Βόρειας Αφρικής και σύντομα και της Παλαιστίνης να γίνουν πρόσφυγες και να ζητήσουν καταφύγιο στην Ευρώπη.

Όσο περισσότεροι οι πόλεμοι στον τρίτο κόσμο που η πλούσια Ευρώπη, για να προωθήσει τα συμφέροντά της, άλλοτε ευθέως προκαλεί και άλλοτε εμμέσως υποθάλπει, τόσο μεγαλύτερες είναι και οι προσφυγικές ροές προς την Ευρώπη.

Και είναι, αν μη τι άλλο, κοντόφθαλμο για τους Ευρωπαίους να προκαλούν ή να συντηρούν πολέμους σε τρίτες χώρες με χιλιάδες θύματα και από την άλλη να ενοχοποιούν τα θύματα αυτών των πολέμων όταν αναζητούν άσυλο στην Ευρώπη.

Η γνωστή παροιμία «όποιος κατουράει στη θάλασσα το βρίσκει στο αλάτι» είναι, για άλλη μια φορά, εξόχως διδακτική.

Αν λοιπόν οι εκφραστές της σημερινής άρχουσας τάξης και οι εκπρόσωποι του διεθνούς κεφαλαίου ήθελαν για μια φορά μόνο να πουν την αλήθεια για το προσφυγικό, έπρεπε να κοιτάξουν στον καθρέφτη. Για να δουν τις ευθύνες τους για τους πολέμους στη Μέση Ανατολή, όταν ψηφίζουν κατά ή και αποχή στις προτάσεις για εκεχειρία στον ΟΗΕ.

Και βέβαια, αν οι εκπρόσωποι της ολιγαρχίας του πλούτου ήθελαν για μια φορά να πουν την αλήθεια για τις πραγματικές απειλές της εποχής, έπρεπε να κάνουν την αυτοκριτική τους για τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Που με τον φρενήρη οικονομικό ανταγωνισμό που επέβαλε για να δημιουργήσει τη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, παραβίασε τη φέρουσα ικανότητα του πλανήτη.

Εξαντλώντας φυσικά αποθέματα και ορυκτούς πόρους και καταστρέφοντας φύση, δάση, νερά και οικοσυστήματα.

Και το χειρότερο, προκαλώντας κλιματική κρίση με συνέπειες μεγάλων φυσικών καταστροφών που τείνουν να ερημοποιήσουν κάποτε εύφορες περιοχές της Ευρώπης, όπως η Θεσσαλία, η Αττική, ο Έβρος, η Ρόδος και η Εύβοια. Που βρέθηκαν ανοχύρωτες και γι’ αυτό και κτυπήθηκαν άγρια από τα ακραία φαινόμενα των φθινοπωρινών πλημμυρών και των καλοκαιρινών πυρκαγιών.

Και τέλος, αν οι εκπρόσωποι του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα ήθελαν για μια φορά να είναι ειλικρινείς, θα έπρεπε να κάνουν την αυτοκριτική τους για τις καταστροφές που προκάλεσε η πολιτική επιλογή τους, αντί να αξιοποιήσουν το Ταμείο Ανάκαμψης για να θωρακίσουν τις ευάλωτες περιοχές από τα ακραία φαινόμενα της κλιματικής κρίσης, να μοιράσουν το 85% των πόρων του σε φιλικές τους μεγάλες επιχειρήσεις.

Δεν είναι βέβαιο αν είναι πραγματική απειλή, όπως ανησυχεί η Άννα, η Ευρώπη να γίνει κάποτε… σκουρόχρωμη. Ειδικά εμείς οι Έλληνες, άλλωστε, λόγω… χρώματος δεν έχουμε και πολλούς λόγους να ανησυχούμε.

Αυτό που οπωσδήποτε θα συμβεί όμως εντωμεταξύ και που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό που δεν ανησυχεί την Άννα και τους ομοϊδεάτες της, είναι η ερημοποίηση και συνεπώς και η φτωχοποίηση εκτεταμένων περιοχών από την κλιματική κρίση.

Μια απειλή που έχει τις ίδιες αιτίες με τους πολέμους στον τρίτο κόσμο και με τις προσφυγικές ροές που αυτοί προκαλούν.

Αλλά φαίνεται ότι οι καθρέφτες του νεοφιλελευθερισμού είναι παραμορφωτικοί και ξέρουν μόνο να αποδίδουν και όχι και να αναλαμβάνουν ευθύνες.