Οι ευρωεκλογές υπήρξαν, αναμφίβολα, το εκλογικό Βατερλό της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η οποία, μετά τον περσινό θρίαμβο του 41%, έφτασε φέτος στον χαμηλότερο απόλυτο αριθμό ψήφων που πήρε ποτέ. Μικρότερο ακόμη και από την κατάρρευση της ΝΔ στις πρώτες εκλογές του 2012, με αρχηγό, τότε, τον Σαμαρά.

Ads

Όταν χάνεις τη μισή εκλογική σου δύναμη μέσα σε ένα μόλις χρόνο, απώλεια που ισοδυναμεί με ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους που σε εγκαταλείπουν, ασφαλώς και δεν δικαιούσαι να μιλάς για… νίκη.

Όσο γι’ αυτά που διαδίδουν τα καλοταϊσμένα παπαγαλάκια της κυβέρνησης, για τη δήθεν υποχώρηση της δύναμής της μόνο κατά 13%, όσο η διαφορά, δηλαδή, του 41% που πήρε πέρσι από το 28% που έλαβε φέτος, αυτά είναι παρηγοριά στον άρρωστο.

Γιατί η σύγκριση των ποσοστών που ένα κόμμα λαμβάνει σε δυο εκλογικές αναμετρήσεις μπορεί να γίνει μόνο με την προϋπόθεση ότι ο παρονομαστής του κλάσματος, ο συνολικός αριθμός των ψηφοφόρων, δηλαδή, που μετείχαν και στις δύο εκλογές, παραμένει ίδιος.

Ads

Κάτι που δεν συμβαίνει στη δική μας περίπτωση. Αφού φέτος καταγράφτηκε το χαμηλότερο ποσοστό αποχής σε εκλογές που έχει καταγραφεί ποτέ. Με το 58,6% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων να μην έχουν ψηφίσει φέτος, έναντι του 53,74% στις περσινές εκλογές.

Το εκλογικό Βατερλό, παρά τους ακριβούς επικοινωνιολόγους που διαθέτουν στη ΝΔ, φαίνεται ότι δεν το είχαν προβλέψει. Και γι’ αυτό και σήμερα βρίσκονται σε απόγνωση. Με αποτέλεσμα να αυτοδιαψεύδονται και να πέφτουν σε διαδοχικές και αλλεπάλληλες αντιφάσεις.

Η πρώτη ένδειξη της απόγνωσης κυβέρνησης και πρωθυπουργού, είναι αναμφίβολα η καταφανώς ατυχής, απολύτως αβάσιμη και εντελώς αναληθής ερμηνεία του αποτελέσματος στην οποία κατέληξε ο ίδιος ο πρωθυπουργός.

Ο οποίος, επιχειρώντας να εξηγήσει τις αιτίες της εκλογικής κατάρρευσης της κυβέρνησής του, επινόησε και επικαλέστηκε ένα δήθεν αίτημα των πολιτών για πιο γρήγορες και πιο αποτελεσματικές κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις.

Ο κ. Μητσοτάκης, δηλαδή, με τη δήλωση αυτή ενημέρωσε τους ψηφοφόρους που αντιστοιχούν στο περίπου 90% του εκλογικού σώματος, οι οποίοι είτε ψήφισαν άλλο κόμμα, είτε δεν ψήφισαν καθόλου στις ευρωεκλογές, ότι δεν επέλεξαν τη ΝΔ επειδή ζητούν πιο γρήγορες και πιο αποτελεσματικές νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις.

Μας ενημέρωσε, δηλαδή, ότι δεν ψηφίσαμε την κυβέρνησή του γιατί θέλαμε περισσότερη ακρίβεια στην αγορά και μεγαλύτερη και γρηγορότερη αποδυνάμωση της αγοραστικής μας δύναμης.

Κι ακόμη, δεν τους ψηφίσαμε επειδή θέλαμε χαμηλότερους μισθούς, μεγαλύτερους έμμεσους φόρους και πιο γρήγορες και πιο αποτελεσματικές ιδιωτικοποιήσεις στην Υγεία, στην Παιδεία και στο Περιβάλλον.

Αφού σε αυτά θα οδηγούσαν οι πιο γρήγορες και πιο αποτελεσματικές κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις.

Αν δεν ήταν τόσο τραγικό, μια και αφορά στις ζωές μας, θα θύμιζε ελληνική κωμωδία της δεκαετίας του ’60. Με τον κακομοίρη υπάλληλο που αναγκάστηκε να ζητά από μόνος του… μείωση μισθού από το αυταρχικό αφεντικό του.

Η δεύτερη απόδειξη της δυσχερούς θέσης στην οποία βρίσκεται πολιτικά η κυβέρνηση της ΝΔ, είναι ασφαλώς οι τεράστιες αντιφάσεις στις οποίες πέφτει. Από τη μια να αποδίδει την εκλογική αποτυχία στους αργούς ρυθμούς του κυβερνητικού της έργου και αφετέρου να αλλάζει, έστω και εξαιρετικά δειλά, την κατεύθυνση αυτής της κατά τα άλλα επιτυχημένης, αλλά όχι με γρήγορους ρυθμούς, κυβερνητικής πολιτικής.

Δεν είναι δυνατόν από τη μια να αλλάζει υπουργούς για να επιταχύνει το ίδιο κυβερνητικό έργο και από την άλλη να αλλάζει την κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής.

Ενώ, δηλαδή, ο κ. Μητσοτάκης ισχυρίζονταν μέχρι πρότινος ότι δεν υπάρχει άλλη πολιτική πέραν της δικής του και ενώ κατηγορούσε για… λαϊκισμό την αντιπολίτευση που πρότεινε μέτρα σε άλλη κατεύθυνση, τώρα, μετά την ήττα, υιοθετεί και εφαρμόζει κάποια από τα μέτρα που τόσον καιρό ειρωνεύονταν, κατηγορώντας μάλιστα την αντιπολίτευση που τα πρότεινε ότι, δήθεν, δεν είχε πολιτική πρόταση.

Πρώτη… κυβίστηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι ασφαλώς η απομυθοποίηση του περίφημου δόγματος της… αυτορρύθμισης της αγοράς. Με το οποίο μας παραμύθιαζαν τα τελευταία χρόνια, πουλώντας ελπίδες για δήθεν αυτόματη μείωση των τιμών της ενέργειας στις αγορές, χωρίς ελέγχους της κερδοσκοπίας και χωρίς τιμωρία της αισχροκέρδειας.

Μια πολιτική που αποδείχθηκε ατελέσφορη και μας έκανε την ακριβότερη χώρα της Ευρώπης στα τρόφιμα και τη χώρα με τη χειρότερη αγοραστική δύναμη. Αφού είναι γνωστό ότι όταν οι αγορές δεν ρυθμίζονται προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος, τις ρυθμίζουν προς το δικό τους όφελος οι κερδοσκόποι.

Κι αυτά, ενώ όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, της νεοφιλελεύθερης Γαλλικής του προέδρου των πλουσίων Μακρόν συμπεριλαμβανομένης, μείωσαν τις τιμές στην ενέργεια, στα βασικά προϊόντα και στα είδη πρώτης ανάγκης ελέγχοντας τις αγορές, επανακρατικοποιώντας τις ενεργειακές τους επιχειρήσεις και βάζοντας πλαφόν στις τιμές του ρεύματος και της βενζίνης.

Η αναγκαστική αλλαγή πολιτικής από την μοναδική κυβέρνηση στην Ευρώπη που, παρά την ενεργειακή κρίση, επέμεινε να υποστηρίζει τόσα χρόνια τις ανεξέλεγκτες αγορές, είναι άλλο ένα δείγμα των αντιφάσεων και της απόγνωσης στην οποία βρίσκονται κυβέρνηση και πρωθυπουργός, μπροστά στη μεγάλη εκλογική τους υποχώρηση.

Η επόμενη κυβερνητική… κυβίστηση αναφέρεται στην ξαφνική αλλαγή πλεύσης στο δόγμα της διεθνούς και εισαγόμενης ακρίβειας.

Ενώ, δηλαδή, τόσα χρόνια η κυβερνητική προπαγάνδα αναλώνονταν σε μια άνευ προηγουμένου επικοινωνιακή εκστρατεία για να πείσει ότι η ακρίβεια είναι εισαγόμενη από την Ευρώπη και συνεπώς η αντιμετώπισή της δεν εξαρτάται από εμάς, μετά τη σοβαρή εκλογική υποχώρηση, άρχισαν να εφαρμόζουν τα μέτρα που τόσον καιρό πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ και αυτοί τα ειρωνεύονταν σαν… λαϊκισμό.

Η μείωση του ΦΠΑ, έστω και σε ορισμένα μόνο είδη πρώτης ανάγκης, αλλά και η φορολόγηση, έστω και κατά μόλις 33%, ενώ η ΕΕ επιτρέπει μέχρι 90%, των υπερκερδών των διυλιστηρίων που αισχροκέρδησαν σε βάρος των καταναλωτών τόσα χρόνια, αποδεικνύουν ότι και υπερκέρδη υπάρχουν και μια άλλη πολιτική είναι εφικτή για την προστασία της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.

Τζάμπα πήγαν, συνεπώς, οι επιστολές στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φον Ντερ Λάινεν για να μας πείσουν ότι, δήθεν, η ακρίβεια ήταν Ευρωπαϊκή και εισαγόμενη. Μόλις τους εγκατέλειψαν οι ψηφοφόροι τους, έσπευσαν να πάρουν, έστω και δειλά, μέτρα κατά της ακρίβειας που η δική τους πολιτική προκάλεσε στη χώρα.

Τζάμπα, ακόμη, πήγαν και οι κατηγορίες που εκτόξευαν εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ για λαϊκισμό, ισχυριζόμενοι ότι η μείωση του ΦΠΑ στην οποία εκείνος επέμενε θα οδηγούσε σε αδυναμία να πληρωθούν οι συντάξεις. Μια χαρά θα αναπληρωθεί το κενό που θα προκαλέσει στα δημόσια έσοδα η μείωση του ΦΠΑ, από την έστω και δειλή φορολόγηση μέρους των υπερκερδών των διυλιστηρίων.

Ό,τι κατηγορούσαν τόσον καιρό σαν λαϊκισμό τώρα, απεγνωσμένοι μετά την εκλογική συντριβή, σπεύδουν να το δανειστούν από την αντιπολίτευση και να το εφαρμόσουν, μήπως και ανακτήσουν κάτι από αυτό που έχασαν στις εκλογές.

Όμως οι κυβιστήσεις Μητσοτάκη είναι στα μάτια του κόσμου μια κορυφαία παραδοχή της πολιτικής του αποτυχίας. Κι ακόμη, είναι μια παραδοχή της πολιτικής εξαπάτησης με την οποία κυβέρνησε εδώ και πέντε χρόνια, ισχυριζόμενος ότι ο δικός του αντικοινωνικός και νεοφιλελεύθερος δρόμος ήταν, δήθεν, μονόδρομος για την ανάπτυξη στη χώρα μας.

Σήμερα ακόμη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, με τις έστω και άτολμες αποφάσεις του, παραδέχεται ότι ένας άλλος δρόμος είναι εφικτός.

Ένας δρόμος μιας Δίκαιης Ανάπτυξης, με τα δημόσια έσοδα να προέρχονται κατά κύριο λόγο από την φορολόγηση των οικονομικά ισχυρών και όσων κερδοσκοπούν σε βάρος των καταναλωτών και όχι από τους υψηλούς έμμεσους φόρους με τους οποίους επιβαρύνονται οι πολλοί και αδύναμοι οικονομικά.

Ένας άλλος δρόμος με οικοδόμηση κοινωνικού κράτους στην Υγεία, στην Παιδεία, στις Μεταφορές και στο Περιβάλλον.

Ένας άλλος δρόμος που συνειδητά δεν ακολουθούσε μέχρι σήμερα η ΝΔ για να συντηρεί την καταστροφική πολιτική της που έκανε τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους.

Η παραδοχή της ύπαρξης ενός «άλλου δρόμου» αποτελεί κορυφαία πρόκληση για την προοδευτική αντιπολίτευση, να εμπνεύσει και να προσελκύσει τους απογοητευμένους ψηφοφόρους. Αποδεικνύοντας ότι ενώνοντας δυνάμεις μπορεί να είναι εκείνη που θα εφαρμόσει αυθεντικά αυτή τη φιλολαϊκή και δίκαιη πολιτική που η Δεξιά του κ. Μητσοτάκη τη χρησιμοποιεί μόνο σαν δόλωμα, περιστασιακά και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.

*Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ