Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δια της επιχειρούμενης ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων και της ασφυκτικής υποχρηματοδότησης των δημόσιων, δια τη κατάργησης, δηλαδή, της δημόσιας και δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης, παραβιάζει το άρθρο 16 του Συντάγματος.

Ads

Η παραβίαση της συνταγματικής νομιμότητας δεν συνιστά απλώς ένα κορυφαίο θεσμικό ατόπημα. Αποτελεί και ένα κορυφαίο ζήτημα προσβολής ενός από τους βασικούς πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος, καθώς πλήττει τον πυρήνα του κράτους δικαίου.

Το άρθρο 16, διασφαλίζοντας τη δημόσια και δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση, διασφαλίζει ουσιαστικά το δημοκρατικό δικαίωμα κάθε πολίτη, ανεξαρτήτως της οικονομικής του κατάστασης, να έχει ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στα αγαθά της εκπαίδευσης και της επιστημονικής γνώσης.

Που στη σημερινή εποχή της οικονομίας της γνώσης συνιστά εγγύηση για την ισότιμη πρόσβαση όλων στα αγαθά της ανάπτυξης και της ευημερίας.

Ads

Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπάρχει παράδειγμα κράτους που να έχει επιτύχει το στόχο της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής ευημερίας, χωρίς να διαθέτει υψηλού επιπέδου δημόσια πανεπιστήμια.

Το άρθρο 16 του Συντάγματος, υποχρεώνοντας την Πολιτεία να χρηματοδοτεί, να στελεχώνει και να εξοπλίζει την ανώτατη εκπαίδευση, διασφαλίζει στην ουσία τη δίκαιη ανάπτυξη και τις ίσες ευκαιρίες όλων για την πρόσβαση στα αγαθά της.

Το άρθρο 16 του Συντάγματος, δηλαδή, διασφαλίζει έναν εκ των βασικών πυλώνων της Δημοκρατίας.

Η διατήρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, σε μια χώρα που για διάφορους λόγους, αντικειμενικούς και υποκειμενικούς, δεν έχει ακόμη αποκαταστήσει ισχυρά χρηματοδοτημένα, επαρκώς στελεχωμένα και σύγχρονα εξοπλισμένα πανεπιστήμια, αποκτά ιδιαίτερη σημασία.

Η κυβέρνηση επικαλείται τη μοναδικότητα της Ελλάδας, να είναι η τελευταία χώρα που δεν επιτρέπει ιδιωτικά πανεπιστήμια. Δε λέει όμως την αλήθεια.

Εκείνο που αποκρύπτει είναι η θλιβερή μοναδικότητα της Ελλάδας να είναι η τελευταία χώρα της Ευρώπης των 27 ως προς τη δημόσια χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, με μόλις το 2,8% του ΑΕΠ.

Όταν η μέση δημόσια χρηματοδότηση της Παιδείας στην Ευρώπη είναι 5,5% του ΑΕΠ, δηλαδή διπλάσια από την αντίστοιχη ελληνική.

Κι ακόμη, η μέση αναλογία καθηγητών προς φοιτητές στην Ευρώπη είναι 1 προς 13, όταν στη χώρα μας είναι 1 προς 47, 3,5 δηλαδή φορές χειρότερη από τη μέση ευρωπαϊκή.

Αν η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα ήταν στα ευρωπαϊκά επίπεδα τότε πράγματι, θα μπορούσε με ασφάλεια να αναθεωρηθεί, με τη νόμιμη όμως οδό, το άρθρο 16 του Συντάγματος.

Σήμερα όμως, που η κατάσταση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι με απόσταση χειρότερη από τη μέση ευρωπαϊκή και συνεπώς και από εκείνη που θα διασφάλιζε την επίτευξη του στόχου της δίκαιης ανάπτυξης και των ίσων ευκαιριών για όλους, η διατήρηση του άρθρου 16 αποτελεί την τελευταία ασφαλιστική δικλείδα για τη διασφάλιση του κράτους δικαίου, για την υπεράσπιση δηλαδή ενός εκ των βασικών πυλώνων της δημοκρατίας.

Γιατί όμως η κυβέρνηση επιχειρεί να παρανομήσει τόσο απροκάλυπτα, παραβιάζοντας τον θεμελιώδη συνταγματικό χάρτη της Ελληνικής Δημοκρατίας;

Η κυβερνητική προπαγάνδα, εντελώς αναπόδεικτα, επικαλείται λόγους δήθεν απελευθέρωσης και αναβάθμισης της δημόσιας Παιδείας, καθώς και εξίσωσης της χώρας με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να παραβιάσει το Σύνταγμα για δύο λόγους που δεν αποκαλύπτει δημοσίως:

  1. Πρώτα για να απαλλαγεί η ίδια από την υποχρέωση της χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Κι αυτό επειδή, προφανώς, αντιλαμβάνεται τη δημόσια χρηματοδότηση της Παιδείας σαν δαπάνη και όχι ως επένδυση για το μέλλον, όπως συμβαίνει σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο. Αυτό αποδεικνύεται από την τελευταία θέση της χώρας στην Ευρώπη ως προς τη δημόσια χρηματοδότηση της Παιδείας, αλλά και ως προς τη χρηματοδότηση και τη στελέχωση και τον εξοπλισμό των πανεπιστημίων.
  2. Και δεύτερον για να εκχωρήσει την «εκπαιδευτική αγορά», όπως αντιλαμβάνεται το κοινωνικό δικαίωμα της δημόσιας και δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης, δίκην εμπορεύματος, σε επιχειρηματικά συμφέροντα. Δεν υπάρχει άλλος λόγος η κυβέρνηση να προφασίζεται ότι επιδιώκει να φέρει στην Ελλάδα μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού και να μην το κάνει πράξη δια της νόμιμης οδού, χωρίς να παραβιάζεται το σύνταγμα, μέσω των δημόσιων, αναγνωρισμένων και υψηλής στάθμης ελληνικών πανεπιστημίων, αλλά να το επιχειρεί μέσω επιχειρηματικών συμφερόντων και μέσω funds που ουδεμία σχέση έχουν με την επιστημονική έρευνα και την ακαδημαϊκή εκπαίδευση.

Η κυβέρνηση δηλαδή παρανομεί, παραβιάζοντας το Σύνταγμα, για να υπηρετήσει μεμονωμένα επιχειρηματικά συμφέροντα σε βάρος του δημόσιου και κοινωνικού οφέλους.

Κι εδώ αρχίζει ο κατήφορος.

Οι φοιτητές στα πανεπιστήμια, η νέα γενιά δηλαδή που θα υποστεί τις συνέπειες της ιδιωτικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης, καθώς θα ζήσει σε μια ταξική κοινωνία στην οποία θα σπουδάζουν στα καλά πανεπιστήμια οι έχοντες, αντιδρά στην παραβίαση του Συντάγματος. Και προχωρεί, μέσω των φοιτητικών συλλόγων και με πλειοψηφικές αποφάσεις, σε καταλήψεις των πανεπιστημιακών σχολών.

Η κυβέρνηση, πανικόβλητη από το πανελλήνιο κίνημα υπέρ της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης, χαρακτηρίζει τις καταλήψεις καταχρηστικές και παράνομες, επικαλούμενη ψευδή στοιχεία.

Σύμφωνα με την κυβερνητική προπαγάνδα οι καταλήψεις στηρίζονται σε μειοψηφίες οι οποίες εκβιάζουν τη μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών που θέλει να συνεχίσει τις σπουδές της σαν να μη συμβαίνει τίποτε.

Η αλήθεια όμως εδώ είναι άλλη. Και είναι πολύ εύκολο να αποδειχθεί.

Αν πράγματι οι αποφάσεις για καταλήψεις είναι μειοψηφικές, τότε οι μεγάλες φοιτητικές πλειοψηφίες δεν έχουν παρά να συμμετάσχουν στις συνελεύσεις και να σταματήσουν τις καταλήψεις.

Όσο αυτό δεν συμβαίνει, ο κυβερνητικός ισχυρισμός περί μειοψηφιών καταρρέει.

Η δεύτερη γραμμή της κυβερνητικής άμυνας είναι η παρομοίωση των φοιτητικών καταλήψεων, που αξίζει να τονιστεί ότι θίγουν μόνο τους ίδιους τους φοιτητές και καμία άλλη οικονομική ή κοινωνική τάξη, με παράνομη πράξη και σύμφωνα με τον πρωθυπουργό με ληστεία… μπακάλικου.

Εδώ η προπαγάνδα το… τερματίζει. Καθώς η κυβέρνηση που επιχειρεί να παραβιάσει το Σύνταγμα, επικαλείται τη νομιμότητα για να διαλύσει τις φοιτητικές καταλήψεις που υπερασπίζονται τη συνταγματική νομιμότητα.

Η κυβέρνηση δηλαδή που επιχειρεί να ληστέψει, δια της παραβίασης του συντάγματος, τα ταμεία του κράτους, κατηγορεί εκείνους που αντιδρούν στη μεγάλη ληστεία, σαν κλέφτες… μπακάλικου.

Ο κατήφορος δεν έχει τέλος.

Τελευταίο καταφύγιο μιας κυβέρνησης που επιχειρεί να παρανομήσει σε βάρος τόσο του δημόσιου συμφέροντος, όσο και του κράτους δικαίου, είναι ο αυταρχισμός, η παραβίαση της ακαδημαϊκής αυτοδιοίκησης και η ποινικοποίηση της πανεπιστημιακής ζωής.

Η κυβέρνηση καλεί εισαγγελείς να ασκήσουν ποινικές διώξεις πρώτα στους φοιτητές που αντιδρούν στην καταπάτηση της συνταγματικής νομιμότητας, όσο και στους καθηγητές που, υπερασπιζόμενοι το κύρος των πανεπιστημιακών πτυχίων, δεν δέχονται να υποστείλουν τη σημαία της ακαδημαϊκής αξιοκρατίας, διενεργώντας εξετάσεις με μεθόδους εξ αποστάσεως.

Οι οποίες μέχρι χτες ήταν απαγορευμένες επειδή, όπως διαβεβαιώνουν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι επιστήμονες της Πληροφορικής και της Τεχνητής Νοημοσύνης, είναι αδύνατον να διασφαλίσουν τον αδιάβλητο χαρακτήρα των εξετάσεων.

Οι μέθοδοι αυτές επιστρατεύονται τώρα από μια τρομοκρατημένη κυβέρνηση, σαν τελευταία προσπάθεια αντιμετώπισης του κύματος των καταλήψεων και καταστολής των πανεπιστημιακών αντιδράσεων που διαρκώς διογκώνονται.

Οι έννοιες χάνουν το νόημά τους.

Τα δημόσια πανεπιστήμια, (ΝΠΔΔ), αποκαλούνται κρατικά, οι εκπαιδευτικές επιχειρήσεις και οι ιδιωτικοί οργανισμοί αποκαλούνται μη κρατικά πανεπιστήμια, ενώ στην πραγματικότητα είναι μη πανεπιστήμια, αφού θα είναι διδακτήρια που δεν θα διεξάγουν έρευνα, οι δημόσιοι λειτουργοί αποκαλούνται δημόσιοι υπάλληλοι και εντέλλονται να διεξάγουν εξετάσεις με μεθόδους που οδηγούν σε εκτεταμένη αντιγραφή, αδιαφορώντας για το κύρος των πανεπιστημίων και το αδιάβλητο της εξεταστικής διαδικασίας στα πανεπιστήμια.

Αντιμετωπίζοντας τις εξετάσεις διαπίστωσης της γνωστικής επάρκειας των φοιτητών ως εάν επρόκειτο για απλή διοικητική διαδικασία.

Ζούμε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Η κυβέρνηση, προκειμένου να παρανομήσει και να παραβιάσει το Σύνταγμα, επιστρατεύει τον αυταρχισμό και ποινικοποιεί την ακαδημαϊκή ζωή, παραβιάζοντας άλλη μια συνταγματική διάταξη, αυτή της ακαδημαϊκής αυτοδιοίκησης των πανεπιστημίων.

Ενός κακού, μύρια έπονται. Ο κατήφορος δεν έχει τέλος…

*Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ