Στο τραγούδι Common People (συνηθισμένοι άνθρωποι) των Pulp, ο αφηγητής μας λέει μια ιστορία. Πως μια μέρα συναντά μια πλούσια Ελληνίδα έξω από το κολλέγιο που σπουδάζει εκείνη γλυπτική και αυτός σπαταλάει τον χρόνο του παίρνοντας μάτι τις φοιτήτριες.

Ads

Εκείνη του αποκαλύπτει ότι θέλει να ζήσει σαν απλός άνθρωπος και να κάνει ότι κάνουν οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Ο αφηγητής τότε, την παίρνει και την πηγαίνει σε ένα σουπερμάρκετ και της ζητά να φανταστεί ότι δεν έχει καθόλου χρήματα. Εκείνη γελάει και ακολουθεί η θραύση των ψευδαισθήσεων της μέσα από το τραγούδι που της εξηγεί πως ποτέ δε θα καταλάβει τι θα πει να είσαι συνηθισμένος άνθρωπος όσο και αν θέλει.

Η υπέροχη αθωότητα του τραγουδιού συμπυκνώνεται στην ρομαντική υπόθεση ότι η πλούσια κοπέλα έχει την επιθυμία να ζήσει σαν συνηθισμένος άνθρωπος. Ότι μέσα της κάτι αναγνωρίζει την αφύσικη συνθήκη του να έχει κανείς περισσότερους πόρους από όσους χρειάζεται και αναζητά μια πιο ανθρώπινη συνθήκη, την ένταξη της σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο ίση μεταξύ ίσων όπου θα βιώσει τα συναισθήματα έντονα και όχι κάτω από τη σουρντίνα της υπεραφθονίας.

Αυτή η πεποίθηση, ότι η άρχουσα τάξη με κάποιον τρόπο ζηλεύει την αυθεντικότητα και την απλότητα των προλετάριων ή ότι νιώθει ενοχές για την δική της προνομιούχο θέση είναι ριζωμένη στο συλλογικό ασυνείδητο των συνηθισμένων ανθρώπων και έχει βρει πολλάκις την διέξοδο της στην τέχνη.

Ads

Τραγούδια και ταινίες αφηγούνται την αγάπη ανάμεσα σε έναν πλούσιο η μια πλούσια που ζουν την ανία και ανακαλύπτουν τις πραγματικές χαρές της ζωής μέσα από έναν έρωτα με έναν φτωχό. Ακόμα και οι πραγματιστές του διαλεκτικού υλισμού φαντάζονται τους πλούσιους να ζουν γεμάτοι τύψεις, δυστυχείς.

Στο «Επέσατε Θύματα», ιστορικό εμφυλιακό άσμα του ΚΚΕ για τους πεσόντες συντρόφους τους, τραγουδούν: «Γλεντούν οι τυράννοι και μες το πιοτό, Τη λήθη γυρεύουν να βρούνε»

Ο Δαλιανίδης από την άλλη, εμφανίζεται πολύ πιο ρεαλιστής στην εμβληματική ταινία του Ελληνικού κινηματογράφου «Οι Θαλασσιές οι χάντρες»». Ο μπουζουκτσής και πολλά βαρύς Φώτης, ερωτεύεται κεραυνοβόλα την ζάμπλουτη Μαίρη όταν την βλέπει να τραγουδάει «γιεγιέδικα» τραγούδια με το συγκρότημα της. Όταν της εκφράζει τον έρωτα του η Μαίρη τον απορρίπτει χωρίς δισταγμό εξηγώντας του ότι δεν ταιριάζουν οι ζωές τους, ότι το πως φέρει τον εαυτό του (η θρυλική σκηνή με την βόλτα στην Αθήνα με ένα καμπριολέ με την ατάκα «ο τρόπος που φοράς τη γραβάτα σου, το μουστάκι σου) πάντα θα προδίδει την τάξη του, κάτι που δε θα του το συγχωρήσει η δικά της τάξη και ότι εν πάση περιπτώσει η ίδια δεν έχει καμία όρεξη να ζήσει με οποιονδήποτε τρόπο διαφορετικά από ότι έχει μάθει.

Ακόμα και όταν αυτός ξυρίσει το μουστάκι του και τελικά εκείνη τον ερωτευτεί, εκείνος πρέπει να ανέβει οικονομική τάξη μέσω των γονιών της για να μπορέσουν να είναι μαζί. Ο Δαλιανίδης ξέρει. Οι πλούσιοι όχι μόνο δε θέλουν να είναι φτωχοί, αλλά δε θέλουν καν να βρίσκονται κοντά σε φτωχούς.

«Ποτέ δε θα καταλάβεις, πως είναι να ζεις τη ζωή σου, χωρίς νόημα ή έλεγχο» τραγουδάει ο Τζάρβις και είναι όντως ανυπόφορη αυτή η αίσθηση που έχει ο συνηθισμένος άνθρωπος και χρειάζεται να αμυνθεί σε αυτήν.

Είναι περίεργο πράγμα το ανθρώπινο μυαλό. Προσπαθεί να δώσει όμορφο και σύνθετο νόημα στα πράγματα από το να δεχθεί την απλή και πεζή τους πραγματικότητα. Προτιμάει να νομίσει ότι ο ταχυδακτυλουργός εξαφάνισε το περιστέρι από το ότι το έχει στριμώξει ασφυκτικά μέχρι θανάτου μέσα στο φράκο του. Προτιμάει να φανταστεί μια πολύπλοκη θεωρία συνωμοσίας από το να παραδοθεί στην απόλυτη τυχαιότητα της δυστυχίας του. Πείθεται ότι η πριγκίπισσα θα αγαπήσει το φτωχό παλληκάρι ή ο εκατομμυριούχος χρηματιστής θα χάσει τα μυαλά του για την πόρνη του δρόμου.

Αυτή είναι διαχρονικά και η μέθοδος της ακροδεξιάς. Βασίζεται στο ότι ο συνηθισμένος άνθρωπος μέσα στην υπέροχη αθωότητα του αρνείται να δεχθεί ότι οι εκπρόσωποι της έχουν σαν αποκλειστικό στόχο την απόκτηση εξουσίας και την παγίωση της εξουσίας της άρχουσας τάξης μέσω του περιορισμού ελευθεριών. Δεν μπορεί να αντισταθεί στο να της αποδώσει αρχές, λαϊκό χαρακτήρα, πατριωτισμό, αίσθηση ευθύνης.

Ακόμα και οι αντιναζιστικές ταινίες δεν καταφέρνουν συχνά να μην πέσουν στην παγίδα να παρουσιάσουν τους ναζί σαν απάνθρωπους μεν, αδέκαστους δε και σχεδόν εξιδανικευμένους μέσα στην απανθρωπιά τους. Μόνο αριστουργήματα όπως «η Πτώση» τους έχουν παρουσιάσει σαν αυτό που ήταν, μια διαστροφική συμμορία χωρίς αρχές, ανίκανη και επικίνδυνη.

Η αριστερά έχει σταματήσει να απευθύνεται στους συνηθισμένους ανθρώπους. Τους περιφρονεί διανοητικά. Η αριστερά τραγουδάει Pulp αλλά φέρεται σαν την Μαίρη του Διαλιανίδη, τους χαρακτηρίζει αγράμματους, φασίστες, ομοφοβικούς και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.

Η ακροδεξιά λέει «ξέρω τι περνάτε, ξέρω ποιοι φταίνε. Φταίει μια μαγική συνωμοσία και μόνο εγώ μπορώ να σας ξαναδώσω την δύναμη να πάρετε τη ζωή στα χέρια σας.»

Αν η αριστερά μένει κλεισμένη στις αίθουσες των πανεπιστημίων και δεν κοιτάξει σοβαρά στον καθρέφτη ώστε να δει το πόσο έχει αποκοπεί από την πραγματική της βάση που είναι ο απλός λαός , η ακροδεξιά θα είναι ντυμένη νονά της Σταχτοπούτας και θα δελεάζει τους συνηθισμένους ανθρώπους με ένα ταξίδι στο παλάτι. Μόνο που η άμαξά της στην πραγματικότητα δεν είναι κολοκύθα αλλά ένα τρένο που δεν οδηγεί στο παλάτι. Το παλάτι δε δέχεται συνηθισμένους ανθρώπους. Το τρένο οδηγεί στο Άουσβιτς.

*Ο Γιάννης Δούμος είναι ψυχίατρος