Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, έχει πολύ περισσότερες καταστροφές σε καμένα δάση, σε σχέση με τις γειτονικές της ευρωμεσογειακές χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Τουρκία, η Σερβία, η Κροατία, η Βοσνία, η Βόρεια Μακεδονία, η Κύπρος κλπ, με τις οποίες μοιράζεται τις ίδιες ακριβώς ακραίες κλιματικές συνθήκες.

Ads

Συγκεκριμένα, η χώρα μας έχει τις τριπλάσιες καμένες δασικές εκτάσεις τα τελευταία χρόνια σε σχέση με την αμέσως επόμενη από εμάς Ισπανία.

Ούτε, βέβαια, είναι τυχαίο ότι η χώρα μας, με πολύ λιγότερα περιστατικά δασικών πυρκαγιών τα καλοκαίρια σε σχέση με τους γείτονες, καταφέρνει να έχει πολλαπλάσια καμένα στρέμματα δασικής γης.

Αν ισχύει αυτό που υποστηρίζει πάγια ο πρωθυπουργός, ότι δηλαδή για όλα φταίει η κλιματική αλλαγή, τότε πως συμβαίνει και στις γειτονικές μας χώρες, με τις ίδιες ακριβώς κλιματικές συνθήκες και τα ίδια ακριβώς ακραία φαινόμενα, οι φυσικές καταστροφές εκεί είναι πολύ μικρότερες;

Ads

Είναι προφανές ότι στην Ελλάδα, αφού οι κλιματικές συνθήκες είναι κοινές με τα γειτονικά μας κράτη, κάτι γίνεται διαφορετικά όσον αφορά στην πυροπροστασία που μας κοστίζει πολύ περισσότερες καμένες δασικές εκτάσεις σε σχέση με αυτά.

Αυτό το «κάτι» στην πυροπροστασία που εδώ γίνεται διαφορετικά από ό,τι στον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο, δεν είναι άλλο από ένα τεράστιο έλλειμα πολιτικής προσαρμογής στις συνθήκες της κλιματικής κρίσης.

Οι φυσικές καταστροφές, δηλαδή, που προκαλούνται από τα ακραία φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής, αντιμετωπίζονται στη χώρα μας αποκλειστικά και μόνο κατασταλτικά και εκ των υστέρων και ποτέ προληπτικά και εκ των προτέρων.

Ενώ η χώρα μας έχει βελτιωθεί όσον αφορά στα μέσα και τις ικανότητες πυρόσβεσης, έχει μείνει στην ίδια τάξη στις πολιτικές πρόληψης των φυσικών καταστροφών.

Και όπως λένε οι ειδικοί, οι καλοκαιρινές φωτιές σβήνουν την… άνοιξη. Που σημαίνει ότι η μάχη με τις φωτιές κερδίζεται στο επίπεδο της πρόληψης, με εκ των προτέρων επεμβάσεις που εμποδίζουν ή και σταματούν τις πυρκαγιές.

Γιατί όταν η φωτιά ανάψει το καλοκαίρι σε συνθήκες καύσωνα και ισχυρών ανέμων, πολύ λίγα μπορεί να γίνουν…

Γι’ αυτό και τα καλοκαίρια παρακολουθούμε συστηματικά δυο σενάρια: Πρώτα την προληπτική εκκένωση των χωριών και των οικισμών, πριν παραδοθούν στις φλόγες. Και ύστερα το σβήσιμο της φωτιάς από μόνης της, μετά από ημέρες ή και εβδομάδες, όπως στην βόρεια Εύβοια και τον Έβρο, όταν πια το μέτωπο είχε φτάσει στη θάλασσα.

Το «κάτι» διαφορετικό, λοιπόν, της Ελλάδας στην πυροπροστασία αφορά σε ένα μεγάλο έλλειμμα δημόσιων πολιτικών πρόληψης των δασικών πυρκαγιών.

Με δεδομένο ότι οι ακραίες συνθήκες της κλιματικής αλλαγής είναι εκ των προτέρων γνωστές και δεν αιφνιδιάζουν πλέον κανένα, η πολιτεία οφείλει από νωρίς να διαθέσει κονδύλια στις δασικές υπηρεσίες και στην τοπική αυτοδιοίκηση για να καθαρίσουν τα δάση και τη δημόσια γη από τα εύφλεκτα υλικά, τα κλαδιά, τα ξερά φύλλα και τα λογής απορρίμματα.

Κι ακόμη, το κράτος οφείλει να διαθέσει εγκαίρως κονδύλια για να ανοίξουν δασικοί δρόμοι παντού, ώστε να υπάρχει το καλοκαίρι πρόσβαση σε δύσβατα σημεία στα δάση, καθώς και για να δημιουργηθούν αντιπυρικές ζώνες για την ανάσχεση και την καθυστέρηση της επέκτασης της πυρκαγιάς.

Πέρσι το καλοκαίρι ζήσαμε για μια ακόμη φορά την παραβολή των μωρών παρθένων, σε εκδοχή καθυστερημένης, αν όχι και εκ των υστέρων, ανάθεσης του έργου της πρόληψης των πυρκαγιών. Με τις φωτιές να καίνε στα μέσα Ιουλίου και με τα δάση να μην έχουν ακόμη καθαριστεί.

Σε επίπεδο ρητορικό και διακηρυκτικό για την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, οι μεγάλες προκλήσεις της Ελλάδας είναι η αντιμετώπιση και η προσαρμογή στις συνθήκες της κλιματικής κρίσης και η διαχείριση των φυσικών καταστροφών, πυρκαγιών και πλημμυρών, που αυτή προκαλεί.

Σε επιχειρησιακό επίπεδο όμως, οι επενδύσεις που γίνονται γι’ αυτή την κατά τα άλλα μεγάλη πρόκληση είναι ελάχιστες.

Μια ματιά στην κατανομή των δισεκατομμυρίων του Ταμείου Ανάκαμψης τεκμηριώνει τη μεγάλη αλήθεια: Ότι οι μεγάλες προκλήσεις της Ελλάδας δεν είναι η κλιματική κρίση και οι φυσικές καταστροφές, αλλά ο περαιτέρω πλουτισμός μιας μικρής ολιγαρχίας του πλούτου.

Αφού σε συγκεκριμένες μεγάλες επιχειρήσεις οδεύει η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κονδυλίων.

Κι ακόμη, μια ματιά στην απορρόφηση των ελάχιστων ευρωπαϊκών πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης που έχουν κατανεμηθεί για την αντιμετώπιση και την προσαρμογή στην κλιματική κρίση, δείχνει την ελάχιστη σημασία που δίνεται σήμερα από το κράτος για την ενίσχυση των δημόσιων πολιτικών προσαρμογής στις συνθήκες της κλιματικής κρίσης και πρόληψης των φυσικών καταστροφών.

Ο πρωθυπουργός, απολογούμενος κάθε φορά για τις τεράστιες φυσικές καταστροφές που αφήνουν πίσω τους τα αναμενόμενα, πλέον, ακραία φαινόμενα, κάνει δυο πράγματα που και τα δυο καταλήγουν στην αθώωση της κυβέρνησης για όλα.
Πρώτα δικαιολογείται ότι φταίει η δήθεν ασύμμετρη απειλή της κλιματικής αλλαγής. Μια απειλή όμως που δεν είναι καθόλου ασύμμετρη πια, αφού και γνωστή είναι και απολύτως προβλέψιμη.

Και δεύτερον, επιρρίπτει την ευθύνη στους πολίτες.

Καλή και ευπρόσδεκτη είναι η νέα νομοθεσία που υποχρεώνει τους ιδιοκτήτες να καθαρίζουν τα ιδιόκτητα αγροτεμάχια και τα οικόπεδά τους.

Όμως, αν το κράτος δεν κάνει και αυτό το ίδιο στη δημόσια γη, στα δάση, στις δασικές και λιβαδοχορτικές εκτάσεις, τότε ο καθαρισμός των ιδιωτικών οικοπέδων δεν θα έχει κανένα νόημα.

Γιατί η φωτιά ανάβει μέσα στο δάσος. Κι αν δεν σταματήσει μέχρι να κατέβει στα σπίτια, το παιχνίδι έχει χαθεί.

Όπως η υπόθεση της Βιώσιμης Ανάπτυξης προϋποθέτει την ύπαρξη «κοινών αγαθών» και γι’ αυτό και οι ιδιωτικοποιήσεις του δημόσιου πλούτου είναι πολιτικές εκτός πνεύματος αειφορίας, έτσι και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η προσαρμογή στις νέες δυσμενείς συνθήκες απαιτούν τον σχεδιασμό και την εφαρμογή δημόσιων πολιτικών.

Όσο η κυβέρνηση ιδιωτικοποιεί δάση και οικοσυστήματα δήθεν για να τα προστατέψει καλύτερα και όσο υποβαθμίζει τις δημόσιες πολιτικές πρόληψης και παρεμπόδισης των φυσικών καταστροφών, επιρρίπτοντας τις ευθύνες στους πολίτες, τόσο η Ελλάδα θα καταστρέφεται τα καλοκαίρια από τις φωτιές και θα πνίγεται τις υγρές περιόδους από τις πλημμύρες.

Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και η προσαρμογή στις ακραίες συνθήκες που αυτή προκαλεί είναι υπόθεση δημόσιων πολιτικών. Γιατί απαιτεί συντονισμένη και οργανωμένη επέμβαση πρόληψης στον δημόσιο πλούτο της χώρας.

Και αυτή η δραστηριότητα, όσο κι αν θα το επιθυμούσε διακαώς ο πρωθυπουργός, δεν μπορεί ούτε να εκχωρηθεί σε τρίτους, ούτε και να ιδιωτικοποιηθεί.