Η χειραγώγηση του εκλογικού σώματος στην προεκλογική περίοδο φαίνεται πως αποτελεί διεθνώς συνήθη πρακτική των πολιτικών κομμάτων, προκειμένου να εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους στα κατά τα άλλα υποβαθμισμένα κοινοβούλια της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Πραγματικό ρεσιτάλ αποπροσανατολισμού των ψηφοφόρων έδωσε η καγκελάριος της Γερμανίας κ. Άγκελα Μέρκελ, αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος(CDU), στις ομιλίες της ενόψει των εκλογών  στις 22 Σεπτεμβρίου, στις οποίες, αν και αύξησε σημαντικά τα ποσοστά του κόμματος, δεν κατέκτησε την απόλυτη πλειοψηφία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση με το αδελφό κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας (CSU). Συνεπής εκπρόσωπος του γερμανικού κεφαλαίου, δήλωνε απερίφραστα πως η περαιτέρω φορολόγηση του μεγάλου πλούτου θα οδηγούσε σε αύξηση της ανεργίας, γιατί οι επιχειρήσεις, όπως τόνιζε, θα περιόριζαν δραστικά τις επενδυτικές τους δραστηριότητες, λες  και επενδυτικό κριτήριο είναι  η δημιουργία θέσεων εργασίας και όχι το κέρδος των επιχειρήσεων.

Ads

Όσον κι αν ξενίζει, οι προοπτικές της γερμανικής οικονομίας κάθε άλλο παρά ευνοϊκές είναι, δεδομένου ότι πρόκειται για μια κατεξοχήν εξαγωγική οικονομία που επηρεάζεται ιδιαίτερα από την παγκόσμια οικονομική κρίση. Τα ανοίγματά της προς τις  αναδυόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία) και τη Ρωσία δεν φαίνεται να αποτελούν μακροπρόθεσμα λύση, καθώς οι χώρες αυτές διεκδικούν σθεναρά τον επαναπροσδιορισμό των γεωστρατηγικών και γεωοικονομικών σχέσεων, γεγονός που επιβαρύνει τις όποιες οικονομικές σχέσεις με τις βιομηχανικές χώρες της Δύσης.

Είναι αλήθεια, πως η Γερμανία, εφαρμόζοντας  ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 πολιτικές λιτότητας και βαθμιαίας αποδόμησης του κοινωνικού κράτους, με αποκορύφωμα την «Ατζέντα 2010» και τα προγράμματα «Χάρτς VΙ» που εξαναγκάζουν τους εργαζόμενους γενικά και τους ανέργους ειδικότερα να δέχονται οποιαδήποτε υποβαθμισμένη και χαμηλά αμειβόμενη εργασία, καταδικάζοντας εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους να δουλεύουν κάτω από επισφαλείς συνθήκες εργασίας, πέτυχε να σταθεροποιήσει την οικονομία της, σε μια περίοδο που οι περισσότερες χώρες του πλανήτη, μηδέ εξαιρουμένων των ΗΠΑ, βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Την επιτυχία της αυτή οφείλει η Γερμανία στο γεγονός ότι, σε αντίθεση π.χ. με τις ΗΠΑ που επικέντρωσαν από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 και εντεύθεν την επενδυτική τους δραστηριότητα στο χρηματοπιστωτικό τομέα με στόχο το εύκολο και γρήγορο κέρδος, συνέχισε να επενδύει, αν και επιλεκτικά, στην πραγματική οικονομία.

 Την πολιτική λιτότητας στη Γερμανία εγκαινίασε πρώτη η κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων υπό τον καγκελάριο κ. Γκέρχαρντ Σρύντερ, πολιτική την οποία συνέχισε να εφαρμόζει και η κυβέρνηση της κ. Μέρκελ, ενισχύοντας έτσι την ηγεμονική θέση της Γερμανίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα, με την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης και την κατάρρευση των οικονομιών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, η Γερμανία, λόγω των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίων δανεισμού της στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, επωφελήθηκε χρηματο-οικονομικά κατά 42,2 δισ. ευρώ!

Ads

Ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας, 16,1 εκατομμύρια Γερμανοί πολίτες, δηλαδή το 19,9% του πληθυσμού, ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, με βάση βέβαια τα ισχύοντα στη χώρα αυτή κριτήρια. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η ψαλίδα μεταξύ φτωχών και πλουσίων έχει διευρυνθεί σημαντικά, καθώς ο πλούτος συγκεντρώνεται ολοένα και περισσότερα στα χέρια των ολίγων.

Το πολυδιαφημισμένο σύστημα υγείας της Γερμανίας, το οποίο από το 2010 μέχρι σήμερα ενισχύθηκε με τρις χιλιάδες Έλληνες γιατρούς που μετανάστευσαν στη χώρα αναζητώντας εργασία, την εποχή που το ελληνικό σύστημα υγείας καταρρέει, αντιμετωπίζει επίσης σοβαρά προβλήματα, καθώς στα νοσοκομεία και τις κλινικές της χώρας οι όροι υγιεινής λόγω περικοπών στους προϋπολογισμούς, δεν τηρούνται, ενώ κυκλοφορούν επικίνδυνοι ιοί, ανθεκτικοί στην αντιβίωση, που έχουν μολύνει χιλιάδες ασθενείς, με συχνά θανατηφόρες συνέπειες. Αξίζει να σημειωθεί ότι ασθενείς από τη Γερμανία που σκοπεύουν να επισκεφτούν νοσοκομεία και κλινικές στην Ολλανδία, είναι υποχρεωμένοι να περάσουν από καραντίνα, προς αποφυγή διάδοσης των συγκεκριμένων ιών!

Αν και έχουν παρέλθει τρεις εβδομάδες από τις γερμανικές εκλογές, ο σχηματισμός κυβέρνησης παραμένει ζητούμενο. Οι διαπραγματεύσεις της κ, Μέρκελ με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) και με το κόμμα των «Πρασίνων» (DIE GRÜNEN) δεν έχουν αποδώσει ακόμη καρπούς, καθότι ο συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών επιμένει στη σκληρή νομισματο-οικονομική πολιτική που εφάρμοσε και συνεχίζει να εφαρμόζει η Γερμανία με πρωταγωνιστές την  κ. Μέρκελ και τον υπουργό οικονομικών κ. Σόϊμπλε.

Οι Σοσιαλδημοκράτες, πάλι, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το αδιέξοδο, θέτοντας επί τάπητος μια σειρά από αιτήματα όπως η φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων, προκειμένου να βρεθούν τα απαραίτητα κονδύλια για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και του συστήματος υγείας και η ανάγκη αλλαγής της κυβερνητικής πολιτικής  σε ό,τι αφορά  την κρίση γενικά και την αντιμετώπιση των υπερχρεωμένων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας ειδικότερα, θέμα ζωτικής σημασίας και για τη χώρα μας που βρίσκεται ήδη στο χείλος του γκρεμού.

Στις διαπραγματεύσεις με το Κόμμα των Πρασίνων δύσκολα θα βρεθεί σημείο επαφής, καθώς η κ. Μέρκελ, δηλώνοντας, μετά το πυρηνικό  στη Φουκοσίμα της Ιαπωνίας, πως μέχρι το 2020 η Γερμανία θα καταργήσει τα πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αντικαθιστώντας τα με άλλες εναλλακτικές ήπιες μορφές κάλυψης των αναγκών της χώρας σε ενέργεια, πέτυχε θανάσιμο χτύπημα στην οικολογική πολιτική των Πρασίνων που αποτελεί, ως γνωστόν, το επίκεντρο του πολιτικού τους προγράμματος.

Τίθεται,λοιπόν, το ερώτημα : Θα υπάρξει κυβέρνηση συνασπισμού και ποιά θα είναι αυτή ή θα προκηρυχθούν εκ νέου εκλογές, με την ελπίδα ότι ο συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών, ενδεχομένως σε συνεργασία και με το Κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP), αν βέβαια μπεί ξανά στη Βουλή, θα εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία;

Προς στιγμήν φαίνεται πώς τόσο η κ. Μέρκελ όσο και οι Σοσιαλδημοκράτες βάζουν νερό στο κρασί τους επισπεύδοντας τις διαδικασίες εξεύρεσης λύσης για το σχηματισμό κυβέρνησης «Μεγάλου Συνασπισμού», πρακτική που εφαρμόζει κατά καιρούς το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας ήδη εδώ και πολλά χρόνια, αρχής γενομένης με την κυβέρνηση συνασπισμού Γκέοργκ Κίσσινγκερ/Βίλι Μπράντ το 1969. Οι Σοσιαλδημοκράτες διεκδικούν σθεναρά τα Υπουργεία Οικονομίας, Εργασίας και Κοινωνικής Πολιτικής, δεν επιμένουν ωστόσο στην επί πλέον φορολόγηση των πλουσίων, ζητώντας από την κ. Μέρκελ να δηλώσει επισήμως, πως σκοπεύει να εξασφαλίσει τα αναγκαία χρήματα για την υλοποίηση απαραίτητων επενδυτικών προγραμμάτων στο χώρο της εκπαίδευσης, της υγείας κλπ. που εκκρεμούν εδώ και χρόνια, αν δεν αυξηθούν οι φόροι για τα υψηλά εισοδήματα. 

Μπρος «γκρεμός και πίσω ρέμα» για τους Σοσιαλδημοκράτες, γιατί, αν δεν δεχθούν να συμμετάσχουν σε κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού, θα κατηγορηθούν από το εκλογικό σώμα για ευθυνοφοβία, αν πάλι συμμετάσχουν και δεν ανταποκριθούν στις προεκλογικές τους εξαγγελίες, κινδυνεύουν να καταβαραθρωθούν πολιτικά όπως το δύσμοιρο ΠΑΣΟΚ υπό τον Ευάγγελο Βενιζέλο στη χώρα μας.

Για ιστορικούς κυρίως λόγους αξίζει να σημειωθεί ότι οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες ποντάρουν στο πρόσωπο του κ. Βενιζέλου. Δεν  είναι τυχαίο το γεγονός ότι στον εορτασμό για τα 150 από την ίδρυση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD) στη Λειψία, το αδελφό κόμμα του ΠΑΣΟΚ κλήθηκε να το εκπροσωπήσει ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος και όχι ο πάλαι ποτέ αρχηγός του κόμματος και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς κ. Γ. Παπανδρέου!

Για το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα υπάρχει μόνον μια λύση. Κάνοντας κάποιες εκχωρήσεις απέναντι στην κ. Μέρκελ στο θέμα της φορολόγησης των πλουσίων, να επιμείνει, ει δυνατόν, στα θέματα  συνθηκών εργασίας, κοινωνικής πολιτικής κλπ.. Σε περίπτωση που δεν κατορθώσει να επιβληθεί, η μοναδική λύση για την πολιτική του επιβίωσή  θα είναι η αποχώρηση από την κυβέρνηση συνασπισμού, τουτέστιν πολιτική κρίση και προκήρυξη νέων εκλογών.

Υπάρχει βέβαια και η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και του  Κόμματος της Αριστεράς (Die Linke), όμως το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, έχοντας εφαρμόσει το ίδιο νεοφιλελεύθερες πολιτικές στο παρελθόν, όσο ασκούσε εξουσία, αρνείται κατηγορηματικά οποιαδήποτε συνεργασία με την Αριστερά. 

* Ο Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης