Από την ένταση και τις ακραία προκλητικές και επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας, σε όλη τη την προηγούμενη περίοδο, που έφθασαν το 2020 μέχρι και σε απειλές θερμού επεισοδίου, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εισέρχονται πλέον σε μια φάση εκτόνωσης; Ή μήπως πρόκειται απλά για μια προσωρινή «ανακωχή», για μια ανάπαυλα, την οποία επιβάλλουν οι διεθνείς συγκυρίες (πανδημία) και οι συσχετισμοί δυνάμεων μετά την εκλογή Μπάιντεν, ώστε οι δύο πλευρές να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους, να βρουν νέα «σημεία στήριξης», πριν επανέλθουν στο πεδίο και υπερθερμάνουν και πάλι επικίνδυνα τις τεταμένες σχέσεις τους; 
 
Συμφωνήσαμε ότι διαφωνούμε

Ads

Στη συνάντηση της Αθήνας (30 Μαΐου 2021), μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας, οι δύο πλευρές δήλωσαν πως «έχουμε πλήρη επίγνωση των διαφορετικών και των διαμετρικά αντίθετων θέσεων που πρεσβεύουμε εμείς και η Τουρκία» (Νίκος Δένδιας). Παρόλα αυτά οι δύο πλευρές δήλωσαν πως επιλέγουν τη συνεννόηση, τη συνεργασία σε δευτερεύοντες τομείς (τουρισμός, εμπόριο, οικονομία) και τη σταδιακή ομαλοποίηση, αντί για τη συνέχιση της επικίνδυνης έντασης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. «Χωρίς όρους και προϋποθέσεις», όπως υποστηρίζει η Άγκυρα, με προϋπόθεση το σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών και την επικέντρωση αποκλειστικά στο πρόβλημα της ΑΟΖ και της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, όπως υποστηρίζει η Αθήνα. Και ως πρώτο βήμα για την εκτόνωση της έντασης, η ελληνική πλευρά επιβεβαίωσε τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 14 Ιουνίου, ρίχνοντας βάρος, για την ώρα, στην επιτάχυνση διμερών διαπραγματεύσεων που αφορούν εμπορικά ζητήματα.

Αυτά εκ πρώτης όψεως θα μπορούσαν να θεωρηθούν καλά νέα, που προλειαίνουν το έδαφος για να ένα πιο ήρεμο καλοκαίρι στο Αιγαίο. Ως μια «ανακωχή», επιβαλλόμενη από την Ε.Ε., τις ΗΠΑ και τις συγκυρίες (Covid-19), στις τεταμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις ώστε οι δύο χώρες και οι οικονομίες τους να «πάρουν μία ανάσα» και να προχωρήσουν στην μετα-πανδημική ανασυγκρότησή τους, χωρίς την απειλή μιας νέας περιφερειακής αστάθειας.

Μια βαθύτερη ανάγνωση όμως αυτών των κινήσεων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή η «ανακωχή» εξυπηρετεί περισσότερο την Άγκυρα και τον Ερντογάν προσωπικά, που θέλει να κερδίσει χρόνο ώστε να εκτονωθούν οι πιέσεις που υφίσταται και επαναδιαπραγματευτεί τη σχέση του με την Ουάσιγκτον μετά την εκλογή Μπάιντεν.
 
Τουρκία: Επιχείρηση εκτόνωσης των πιέσεων και S-400

Ads

Το τελευταίο διάστημα η Τουρκία υφίσταται πολλές πιέσεις. Από τη μία είναι τα πολλά μέτωπα που έχει ανοίξει (Συρία, Λιβύη, βόρειο Ιράκ, Ναγκόρνο Καραμπάχ, Αν. Μεσόγειος, Κύπρος, Αιγαίο κ.ά.) με τη νεοοθωμανική της προβολή, τα οποία αδυνατεί να διαχειριστεί επιτυχώς. Μέτωπα που έχουν προκαλέσει ως αντίδραση τη δημιουργία ισχυρών αντιτουρκικών συνασπισμών στην περιφέρειά της. Από την άλλη είναι η, ολοένα και μεγαλύτερη, απομόνωση της από το Δυτικό μπλοκ, τα σοβαρά και χρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικονομία της (πτώση ισοτιμίας της λίρας, πληθωρισμός, αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, μείωση συναλλαγματικών αποθεμάτων, αύξηση του κόστους δανεισμού) καθώς και οι επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19 (η Τουρκία είναι η 5η παγκοσμίως σε αριθμό κρουσμάτων).

Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν πολιτικά πλήγματα, όπως η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τις ΗΠΑ (25 Απριλίου 2021), αλλά και η απειλή κυρώσεων εκ μέρους της Ε.Ε. (για την επιθετικότητα της Τουρκίας στην Αν. Μεσόγειο και στην Κύπρο) και των ΗΠΑ για την απόκτηση των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-400. Στο τελευταίο μάλιστα ζήτημα η νέα διακυβέρνηση Μπάιντεν εμφανίζεται ανυποχώρητη, θεωρώντας το ως προαπαιτούμενο, δηλαδή τη «λύση» στο ζήτημα των S-400, για την επανεκκίνηση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.

Υπό αυτές τις πιέσεις και ενόψει της επικείμενης συνάντησής του με τον Μπάιντεν, ο Ερντογάν φαίνεται να «ανακρούει πρύμναν» σε ότι αφορά το αντιπυραυλικό σύστημα των S-400. Η Άγκυρα στέλνει λοιπόν πίσω στη Μόσχα τους Ρώσους αξιωματικούς που εκπαιδεύουν τους Τούρκους στρατιωτικούς στον χειρισμό του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400, σύμφωνα με την τουρκική εφημερίδα Τζουμχουριέτ.
 
Τι κερδίζει η Τουρκία;

Η Τουρκία επιχειρεί να εκτονώσει τις πιέσεις που έχουν συγκεντρωθεί εις βάρος της όλο το προηγούμενο διάστημα. Χρειάζεται λοιπόν να επιδείξει άμεσα κινήσεις «καλής θέλησης» και «διαλλακτικότητας», ώστε να μην απομονωθεί περαιτέρω από το Δυτικό μπλοκ, να ανακτήσει την αξιοπιστία της οικονομίας της, να ανασχέσει αντιτουρκικές συμμαχίες που δημιουργήθηκαν στην περιφέρεια της και να σταθεροποιήσει, όσο γίνεται, τα κεκτημένα της στα μέτωπα που η ίδια άνοιξε. Η βελτίωση, έστω και επικοινωνιακή, των σχέσεων της με την Ελλάδα και η έναρξη συζητήσεων -χωρίς απαραίτητα να σταματήσει να βγάζει τα πολεμικά και ερευνητικά της σκάφη στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο- θεωρεί πως θα βελτιώσει την εικόνα της στη Δύση ως «διαλλακτικής» χώρα, που υποστηρίζει τον διάλογο και τις διαπραγματεύσεις (πάντα «χωρίς όρους και προϋποθέσεις», ας θυμόμαστε αυτή τη λεπτομέρεια).

Με αυτόν τον τρόπο θεωρεί πως μπορεί να διαπραγματευτεί καλύτερα τη νέα σχέση, που οραματίζεται ο Ερντογάν, με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, γνωρίζοντας ότι η Δύση συνεχίζει να θεωρεί την Τουρκία «πολύτιμο εταίρο και στρατηγικό συνεργάτη» και δεν θα ήθελε να την απολέσει, αλλά να συνεχίσει να την έχει σε πρόσδεση με το Δυτικό άρμα. Με αυτό τον τρόπο η Άγκυρα και ο Ερντογάν, η δημοτικότητα του οποίου βρίσκεται στο ναδίρ, επιθυμεί επίσης να κερδίσει χρόνο, διότι υπάρχει πάντα και ο ορίζοντας των εκλογών του 2023 και ο «σουλτάνος» φιλοδοξεί να κρατήσει το θρόνο του και να αναδειχθεί στον μακροβιότερο ηγέτη της Τουρκίας, αποδομώντας το κοσμικό πρότυπο του Κεμάλ και του Κεμαλισμού.

Η Τουρκία, κυρίως για λόγους δημογραφίας (το 2050 θα έχει περίπου 100 εκατομμύρια πληθυσμό), οικονομίας και στρατιωτικής ισχύος, πιστεύει πως ο χρόνος εργάζεται γι’ αυτήν. Οπότε ακόμη κι αν ένα ελληνοτουρκικό πρόβλημα παραμείνει άλυτο και «παγωμένο», πιστεύει πως μελλοντικά θα μπορούσε να το διαπραγματευτεί από ακόμη ισχυρότερη θέση και να κερδίσει έτσι περισσότερα σε σύγκριση με την παρούσα φάση, αφού ακόμη δεν έχει αναπτύξει όλο το δυναμικό της.
 
Αποδυναμώνοντας τα διαπραγματευτικά «χαρτιά» της Ελλάδας

Από την άλλη πλευρά το μεγαλύτερο πλεονέκτημα και διαπραγματευτικό χαρτί της Ελλάδας είναι ότι κατάφερε να καταστήσει ευρω-τουρκικές, τις περισσότερες ελληνο-τουρκικές διαφορές, και να μεταφέρει με αυτόν τον τρόπο ένα σημαντικό τμήμα τους στο «γήπεδο» των Βρυξελλών. Η Αθήνα θεωρεί ότι αυξάνει έτσι το κόστος της τουρκικής επιθετικότητας, και αδρανοποιεί τον, εις βάρος της, συσχετισμό δυνάμεων.

Το ισχυρό χαρτί της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας είναι αυτή τη στιγμή οι συμμαχίες και στρατηγικές της σχέσεις, ειδικά με ισχυρές ναυτικές δυνάμεις του Δυτικού μπλοκ, καθώς και με άλλες περιφερειακές δυνάμεις στην Ανατολική Μεσόγειο και στον αραβικό κόσμο, που αντισταθμίζουν την ισχύ της Τουρκίας.

Ο στόχος της Άγκυρας είναι λοιπόν να κερδίσει χρόνο, πραγματοποιώντας συνομιλίες με την Ελλάδα χωρίς ωστόσο να αποκλίνει από τον σκληρό πυρήνα των θέσεών της (casus belli, μη αναγνώριση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στα νησιά, συνεκμετάλευση κ.ά), ώστε να αποδομήσει αυτές τις συμμαχίες, να τις καταστήσει «χαλαρές» και, ως εκ τούτου, άνευ σημασίας.
 
 Μακροπολιτική Vs μικροπολιτική

Όσο για την Αθήνα και την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που πάσχει από έλλειψη μακροπρόθεσμης στρατηγικής, κινούμενη συχνά σπασμωδικά έναντι της Άγκυρας (π.χ. στην περίπτωση του Τουκρολιβυκού μνημονίου), θα ήθελε να αξιοποιήσει το δώρο μιας προσωρινής «ανακωχής» με την Τουρκία. Ελπίζει πως θα έχει έτσι μια ήρεμη και καλύτερη, σε σύγκριση με το 2020, τουριστική σεζόν, ώστε να βοηθηθεί η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και με αυτόν τον τρόπο να ανασχεθεί η κοινωνική δυσαρέσκεια, την οποία πυροδοτεί η εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της, όπως για παράδειγμα η έναρξη των πλειστηριασμών εν μέσω πανδημίας, η καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων, το νέο κύμα πτωχεύσεων μικρομεσαίων επιχειρήσεων κ.λ.π. Κι αν κερδίσει χρόνο είναι απλά για να «πετάξει το τενεκεδάκι λίγο πιο πέρα», μεταφέροντας κρίσιμα και ανεπίλυτα εθνικά ζητήματα στους επόμενους, ώστε να επωμιστούν εκείνοι το όποιο πολιτικό κόστος (τακτική δοκιμασμένη και στο ονοματολογικό ζήτημα με τη «γειτονική μας χώρα», τον πρωθυπουργό της οποίας υποδέχεται στην Αθήνα ο Κ. Μητσοτάκης, όμως πολλοί βουλευτές του δεν τολμούν να προφέρουν καν το επίσημο και αναγνωρισμένο της όνομα, τρέμοντας για το πολιτικό κόστος).

Ποιος κερδίζει λοιπόν περισσότερο από μια ενδεχόμενη «ανακωχή» στα ελληνοτουρκικά; Η χώρα, η οποία διαθέτει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική και εξωτερική πολιτική και προχωρά βάσει σχεδίου, ή εκείνη που χρησιμοποιεί την εξωτερική πολιτική για μικροκομματικούς στόχους, περιορισμένου ορίζοντα, χωρίς σχέδιο και οράματα;