Ο διάλογος για τον γάμο των ομοφυλόφιλων ζευγαριών δεν επικεντρώθηκε τόσο όσο θα περίμενε κανείς/μια στο ζήτημα της παρένθετης μητρότητας, αλλά σε μια συνομωσιολογικού τύπου προσέγγιση για τα κακά ο γάμος θα επιφέρει στην ελληνική κοινωνία και οικογένεια.

Ads

Η ίδια η οικογένεια έχει περάσει από διάφορες ιστορικές φάσεις και η ετερόφυλη πυρηνική της μορφή δεν δημιουργήθηκε από ‘θεία επιφοίτηση’.

Ιστορικοί, σε μια απόπειρα να εντοπίσουν τις ρίζες της πυρηνικής οικογένειας «ως κιβωτό ασφάλειας και ευτυχίας του παιδιού», επεσήμαναν ότι ως τα μέσα του 17ου αιώνα δεν υπήρχε η έννοια του ευτυχισμένου παιδιού.

Παρόλο που ερευνητές όπως ο Pollock (1983), χρησιμοποιώντας με επιστημολογική ακρίβεια βιογραφίες και ημερολόγια που αποδίδονται σε παιδιά, ισχυρίστηκε ότι τα παιδιά στην καθημερινή τους ζωή αντιμετώπιζαν λιγότερες τιμωρίες μετά το Μεσαίωνα, η ιδιάζουσα «κατάσταση» η γνωστή ως «παιδική ηλικία» εφευρέθηκε στην απαρχή της νεωτερικής περιόδου. «φέρνοντας στο προσκήνιο ως κεντρική έννοια της οικογένειας, ακόμη και εις βάρος της κοινότητας» (Aries στο Jenks, Ch. 1982, σελ. 35).

Ads

Είναι ενδιαφέρον ότι παρόμοια κριτική στο θεσμό της οικογένειας έχει γίνει από τις σπουδές φύλου (Irigaray, L. 1985), όπου ο θεσμός που προβάλλεται ως θεμέλιο της κοινωνίας θεωρείται στην πραγματικότητα ως ένας θεσμός που φέρνει τα μέλη του «απέναντι» από την κοινωνία, καθιστώντας τα στην καλύτερη περίπτωση αδιάφορα και στη χειρότερη πεπεισμένα ότι οφείλουν, ακόμα και με ακραίους τρόπους, να εκμεταλλευτούν την κοινωνία υπέρ των συγγενών (και όχι απαραίτητα με δεσμούς) αίματος.

Είναι εξίσου ενδιαφέρον ότι η ιδέα της απομόνωσης, του έξω από την κοινωνία καταφυγίου γύρω από το παιδί προβάλλεται ως θεμέλιος λίθος της αναπαράστασης, στην προσπάθεια του αστικού κράτους να παγιώσει τη νέα κοσμοθεωρία που το συνοδεύει: Το αθώο παιδί, «το ιδανικό του αστικού σπιτιού» (Auerbach, N. 1982), θεμέλιο και απώτατη αιτιολόγηση της αστικής ιεραρχίας, στάθηκε στο πεδίο της σημειολογίας (μέσα από τη λογοτεχνία της εποχής και αργότερα –επί dr Barnando– και μέσα από την εικόνα, τη φωτογραφία) «απέναντι» από αυτόν τον «εχθρό του ανθρώπου» (Cox, R. 1996, σελ.160), «τη μολυσμένη από το προπατορικό αμάρτημα ρίζα μας» για τους πουριτανούς, το παιδί, που θεωρούνταν τον καιρό της άμετρης εκβιομηχάνισης των γκρίζων και δίχως βασικά συστήματα υγιεινής πόλεων ως προσωποποίηση της ίδιας της παραβιασμένης μας φύσης (Somerville, C.J., 1982), που αργά ή γρήγορα επρόκειτο να εγερθεί και να πάρει την εκδίκησή της.

Καθώς αυτό έπρεπε να αποφευχθεί, στην προσπάθειά τους «να ελέγξουν αυτό το παράξενο πλάσμα» (Cox, R. 1996), το νέο status της παιδικότητας συμπεριλάμβανε την άρση του δικαιώματος εμπλοκής στο κύριο κοινωνικό σώμα (Archand, D. 1993, Somerville, C.J. 1982, σελ. 179). Οι ζωές των παιδιών έπρεπε να γυρίζουν γύρω από τα σταθερά και αυστηρά περιβάλλοντα του σχολείου (που γενικεύεται) και του σπιτιού (που αγιοποιείται), «αποφεύγοντας την επικίνδυνη διάμεσο μεταξύ των δύο («τη γεμάτη θυμό και ιδέες», Καρασαββίδου Ελ., 1998), το δρόμο» (Cunningham, Η. 1991).

Αυτός ο κήπος έπρεπε να προστατευτεί από τη γνώση του «κακού»: την ίδια ώρα που το «κοριτσάκι με τα σπίρτα» (αυτό το παιδί-εμβληματική ηρωίδα της εναλλακτικής λογοτεχνίας της εποχής) πίσω από χιλιάδες ονόματα φυτοζωούσε στους δρόμους, για το αστικό σπίτι αναπαραστατικό φετίχ έγινε ο κήπος, όπως επισημαίνει ο Grylls (στα 1978), «εσωκλείοντας μέσα στην ασφάλεια των τειχών του» (Cunningham, Η. 1991) όλες τις βολικές βιβλικές συνυποδηλώσεις. Ενόσω η ενήλικη κοινωνία γινόταν όλο και πιο γκρίζα, βιομηχανοποιημένη και αποξενωμένη», ο κήπος (που μετεξελίχθηκε λόγω των δυναμικών της πόλης σε «σαλόνι») έγινε ο χαμένος παράδεισος της παιδικής ηλικίας, τόσο των ίδιων των παιδιών όσο και των (απηυδισμένων από την κοινωνία) ενηλίκων, «ένα μέρος για να αναπτύξεις και να εκφράσεις την αθωότητα» (Cox, R. 1996, σελ.113).

Υπήρχαν ιδεολογικές στοχεύσεις πίσω από αυτή την καμπάνια, όπως ο Gorham (1978) επιχειρηματολόγησε: αστικές αντιλήψεις για την οικιακή ζωή και τη θηλυκή παθητικότητα (Foucault,1984) στόχευαν όχι μόνο στον έλεγχο της σεξουαλικότητας και στο να επιβάλλουν περιορισμούς στην παιδική ηλικία (Cox, R. 1996), αλλά μέσω της αγνής εικόνας του νεαρού κοριτσιού (De Mause, L. 1976, Kincaid, 1992 αναφορά στο Cox, R. 1996, σελ. 82) να αγνοηθεί η «πραγματικότητα» της εργατικής τάξης. Ο κήπος και το σαλόνι με τα αγγελάκια του σε ξεκούραζαν από την ανάλγητη πραγματικότητα ενός κόσμου που πήγε (πολιτειακά) κατευθείαν «από την παρακμή στη βαρβαρότητα», η παρθενία σε έστελνε στον παράδεισο, στον οποίο πηγαίνει (ως γνωστόν) πάντα η αγνή (υπάκουη) τάξη των κάθε φορά εκμεταλλευόμενων.

Στην πραγματικότητα, οι «εθνικές παιδικές λογοτεχνίες» (κάτι που δείχνει και το ιδιαίτερο «βάρος» που κουβαλούν σε σχέση με το θέμα), οι οποίες σχηματοποιούνται μαζικότερα εκείνη την εποχή, αναλαμβάνουν (μαζί με τους προαναφερθέντες θεσμούς του σχολείου και της οικογένειας, που αργότερα επεκτάθηκαν και σε υποχρεωτική μετασχολική υπηρεσία σε στρατόπεδα κ.ά.) να προβάλλουν το παιδί ως μια ομοιόμορφη και αρμονική «οντότητα» (Jenks, Ch. 1996), στην προσπάθεια του ανερχόμενου αστικού κράτους να «νομιμοποιηθεί» (ως «δημοκρατικό»), κρύβοντας τις κοινωνικές ανισότητες και δυστοπίες στο εσωτερικό του.

Παρόλα αυτά θα ήταν υπεραπλούστευση να θεωρήσουμε πως η αστική εκβιομηχάνιση δεν βοήθησε τον κόσμο να προοδεύσει όσο ποτέ πριν, απέτυχε να μοιραστεί με δικαιοσύνη τα αγαθά που ο κοινός κόπος των ανθρώπων προσέφερε μεγιστοποιώντας την συμβολή της οικονομικής επένδυσης και αποκρύβοντας τόσο τα αίτια της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, όσο και την καθοριστική συμβολή του εργασιακού χρόνου και του σωματικού μόχθου. Και απέτυχε να αποβάλλει την αυταρχικότητα που υπήρχε στην καρδιά προηγούμενων θεσμών, ενώ την ρετούσαρε και την διέχυσε στους δικούς του, όπως ήταν και η πυρηνική οικογένεια.

Ακόμη και σήμερα, που οι γονεϊκοί ρόλοι έχουν εκδημοκρατιστεί φτάνοντας σχεδόν στο άλλο άκρο (από τον πατέρα αφέντη φτάσαμε στον μικρό δικτάτορα λένε οι κοινωνιολόγοι της παιδικής ηλικίας) και οι έμφυλοι ρολοι έχουν αλλάξει συμβάλλοντας στον εκδημοκρατισμό υπό την επίδραση των θεματικών κοινωνικών κινημάτων για τις γυναίκες και τα παιδιά που όντως καλυτέρεψαν απίστευτα και ανέδειξαν την σημαντική θέση της οικογένειας σε σχέση με τον άγριο δρόμο, η πυρηνική οικογένεια παραμένει σύμφωνα με τα διεθνή στατιστικά ένα εξαιρετικά επισφαλές μέρος με πληθώρα ρητών και άρρητων κακοποιήσεων να λαμβάνουν χώρα βαθιά στα σωθικά της.

Γιατί λοιπόν το αφήγημα κατά του «ανίερου γάμου» βασίστηκε στο ανύπαρκτο δίπολο της αγνής οικογένειας και της εκμαυλισμένης, χρησιμοποιώντας χειριστικά, αντί να εστιαστεί στην κουβέντα σε αυτά με όντως βαθιά και ουσιαστική συζήτηση, τα δικαιώματα του παιδιού;

Όπως υποστηρίζει η Sally Robinson, «η λευκή ετεροφυλόφιλη αρρενωπότητα’ (ο περιφραστικός όρος αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη εκδοχή του ανδρισμού που δομείται κοινωνικά ως κυρίαρχη και μπορεί να εσωτερικεύεται ως ανθρωπολογικός τύπος πέρα από φύλα και φυλές κι όχι στο βιολογικό φύλο) ‘έχει δομήσει τα τελευταία χρόνια μια εικόνα ως πληγωμένη και θυματοποιημένη από την εμφάνιση των μειονοτήτων, οι οποίες έχουν αναδείξει την μέχρι τώρα υπεράνω κριτικής θέσης της στην κοινωνική κα πολιτιστική ιεραρχία – η οποία νοούνταν ως ένδειξη της οικουμενικής της δύναμης κι ‘ελευθερίας’ και ‘τιμής’- ως βαθιά διαπλεκόμενη με τις νόρμες και τις μικροπολιτικές της εξουσίας» κάνοντας ορατή την σχετικότητα των μεγάλων λέξεων.

Βασιζόμενη στην εξερεύνηση αρκετών λογοτεχνικών και κινηματογραφικών αφηγήσεων, η Robinson κατασκευάζει το επιχείρημά της υποστηρίζοντας ότι η ‘λευκή ετεροφυλόφιλη αρρενωπότητα’ έχει αποκαταστήσει με διαφορετικό τρόπο τη δύναμή της μέσω μιας «ρητορικής κρίσης» (1999) ταυτίζοντας την δική του κρίση με συνολική κρίση της ανθρωπότητας και του μέλλοντός της.

Η εικόνα ενός επαπειλούμενου λευκού, μεσο και μεγαλοαστικού ανδρικού κόσμου που ‘σκέφτεται πάνω από τις πληγές του’ και ‘παραδίδεται στην αποκεντρωμένη θέση καθώς νέες πρακτικές λόγου έδωσαν σε περιθωριακές φωνές ορατήτητα, ανέδειξε, όπως η Robinson παρατηρεί «το πραγματικό έγκλημα του φεμινισμού και της πολυπολιτισμικότητας»:

Δεν είναι ότι κάνουν την αλήθεια σχετική, αλλά ότι κάνουν τη λευκή αρρενωπότητα σχετική, ‘δείχνοντας’ τους λευκούς μάτσο άνδρες ως εξίσου κατασκευές στις πολιτικές της ταυτότητας, ως ενσάρκωση μιας ταυτότητας που «συμπίπτει με τον κανονιστικό, εαυτό ‘όχι ενάντια σε όλα’ όπως αρέσκεται να λέει ‘το ηρωικό αφήγημα’ περί ανδρισμού αλλά υπερ -και υπό- των βολικών δομών της ιεραρχίας και φαύλων αφηγημάτων που μιλούσαν δήθεν εξ ονόματος όλων, ανδρών και γυναικών.

Ένα παράδειγμα στα καθ’ υμάς είναι η βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί στην αρθρογραφία του ο Κ. Μπογδάνος όπου οι παραδοσιακοί άνδρες ως «πολεμιστές του (λευκού) πολιτισμού» αναπαρίστανται ως πολιορκημένοι αλλά ηρωικοί επαναστάτες καθώς το έθνος, συνδεδεμένο με τον φαλλό, απειλείται από την εκθήλυνση και την μετανάστευση, συνεχίζοντας και αντικαθιστώντας άλλους ήρωες στα «χρονικά της απελευθέρωσης».

Από την κεντρική πολιτική ως τις διαπροσωπικές σχέσεις, είναι πολύ πιο βολικό να αναπαριστάς αυτήν την εξουσία ως πολιορκημένη παρά ως υπεύθυνη, ειδικά σε μια κουλτούρα που είναι τόσο ερωτευμένη με την ιδέα του «αουτσάιντερ», ακόμη κι όταν η τελευταία έχει κατασκευαστεί από μια ‘μηχανική συστημικού εξωραϊσμού’.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι ο Νόμος για την παρένθετη μητρότητα, παρόλο που η ίδια απαγορεύεται στην πλειοψηφία των Ευρωπαϊκών κρατών αφού το φεμινιστικό κίνημα πάλεψε για να αναδειχθεί η ταξικότητα και η βαθιά αλλοτρίωση που μπορεί να φέρει αυτό το μέγα εμπόριο ωαρίων και σπερματοζωαρίων, σε αντίθεση με την υιοθεσία, ψηφίστηκε στην Ελλάδα, την «πρώτη και μόνη από τις ορθόδοξες χώρες» και σε αυτήν την περίπτωση, το 2012, επί Κυβέρνησης του επιλεκτικά ενάντιου τώρα Σαμαρά, συμβάλλοντας στα μίνι γενετικά γκουλάγκ όπως αυτό που αποκαλύφθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης.

Ταυτόχρονα, αυτή η ευαλωτότητα ως νέα ανάγνωση, για να δικαιολογηθεί ως συνυπάρχουσα με την δύναμη, δίχως να ανατρέψει βαθύτερες δομές δλδ, μπορεί να παράγει νέα είδη εξουσίας, όπως δείχνει η woke: την επιμεριστική εξουσία και όχι συμμετοχή των απαξιωμένων, των κακοποιημένων κλπ όταν δεν εννοούνται από τους άλλους και δεν κινούνται οι ίδιοι πολιτικά (με την έννοια του Αριστοτελικού Συναμφότερου, που όταν συμβαίνει είναι πολύτιμο) αλλά με καταναλωτικό συναισθηματισμό.

Ο τρόπος με τον οποίο ‘η λευκή ετεροφυλόφιλη αρρενωπότητα’ έχει αντιληφθεί τον εαυτό της ως θύμα αντιδρώντας στις αφηγήσεις των άλλων ανθρώπων, πχ τον φεμινισμό, που έχουν δαιμονοποιήσει τη δύναμή της και επομένως ο τρόπος για να επαναδιαπραγματευτεί το αδιαμφισβήτητο καθολικό της καθεστώς, είναι να τοποθετηθεί με συνομωσιολογικό θράσος ως ‘θυματοποιημένη’, ενδυναμώνοντας ετσι εκ του πλαγίου το έμμεσο γέννημά της παθογένειας της, τις ακραίες πλευρές της woke, που δημιουργήθηκε παλαιότερα ως κατανοητό αντίβαρο ώσπου να ισορροπήσει το εκκρεμές.

Το αφήγημα της κρίσης λοιπόν που τροφοδοτεί τις ρητορικές των πολιτιστικών πολέμων, εξακολουθεί να έχει δημόσια προβολή σε κάθε σχετικό «διάλογο” και νέα κοινωνική δυναμική σήμερα, δίχως να το ενδιαφέρει καμιά εξισορρόπηση. Η αποδοχή του, εν μεσω της νέας απολυτότητας κάποιων πλευρών της woke, είναι επικίνδυνη, καθώς αναγνωρίζει την ευπάθεια των υπεράνω κριτικής δομών που είχαν χτιστεί για τόσο πολύ καιρό, συμβάλλοντας έτσι στο φαινόμενο της κοινωνικής ανομίας’ (Durkheim, 1972).

Αφού δεν αποδέχεται ή έστω συζητά, (ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται εσάει όπως δείχνει η ρητορική για την επιμειξία των φυλών όταν οι αφροαμερικανοί πχ διεκδίκησαν κοινή εκπαίδευση), την ανάγκη να δημιουργηθούν νέες και τους όρους αυτής της δημιουργίας. Έτσι συμβαίνει, όταν στο βάθος το πρόταγμα δεν είναι η υπεράσπιση της «ηθικής» αλλά της «ιεραρχίας».