Η πολιορκία του Σεράγεβο, η μεγαλύτερη πολιορκία μιας πρωτεύουσας στην ιστορία του σύγχρονου πολέμου, ξεκίνησε τον Απρίλη του 1992 και τέλεψε τον Φλεβάρη του 1996. Κρατώντας 1.425 ημέρες ήταν τρεις φορές μεγαλύτερη από τη Μάχη του Στάλινγκραντ και από την πολιορκία του Λένινγκραντ.

Ads

Έτυχε να πάω στο Σεράγεβο τον Αύγουστο του 1999 μόλις 2 μήνες μετά την περάτωση των ΝΑΤΟικών βομβαρδισμών. Δεν θα ξεχάσω, κανένας και καμιά θαρρώ από εκείνη την αποστολή δεν θα ξεχάσει, όσα αντικρύσαμε. Ακόμη και σήμερα που πέρασε το σφουγγάρι της ιστορίας από πάνω για να σβήσει τα χνάρια της μαύρης κιμωλίας των καιρών, δεν υπάρχει στην Ευρώπη πόλη με τόσα νεκροταφεία διάσπαρτα στο κέντρο της. Τότε οι τοίχοι ήταν διάτρητοι από σφαίρες και το χώμα μύριζε αίμα, κυριολεκτικά μύριζε ψοφίμι.

Το όνειρο της πολυθρησκευτικής πολυπολιτισμικής Γιουγκοσλαβίας ήταν διάτρητο κι από πριν αλλά η πολιτική του Τίτο κατέστειλε τους διαρκώς παρόντες στα Βαλκάνια εθνικισμούς, δεν τους διέλυσε όμως για πολλούς λόγους που ήταν κυρίως πέρα από τις προθέσεις του, όπως οι πολιτισμικές αλλαγές είναι πάντα πιο αργές και οι μεταβολές της συνείδησης, ακόμη κι αυτές στην σωστή κατεύθυνση, επιφανειακές. Κι αβοήθητες από τον υπόλοιπο κόσμο.

Διαβάζω συνυπογράφοντας «Από την ίδρυσή της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη διάλυσή της το 1991 και το 1992, η κυβέρνηση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας κατέστειλε τα εθνικιστικά κινήματα που υπήρχαν μεταξύ των πολλών εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων που αποτελούσαν τον πληθυσμό της χώρας, μια πολιτική που εμπόδισε την εμφάνιση χάους και διάλυση του κράτους. Όταν ο μακροχρόνιος ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας Στρατάρχης Γιόσιπ Μπροζ Τίτο πέθανε το 1980, αυτή η πολιτική περιορισμού υπέστη δραματική ανατροπή.

Ads

Ο εθνικισμός γνώρισε μια αναγέννηση την επόμενη δεκαετία μετά το ξέσπασμα της βίας στο Κοσσυφοπέδιο. (ίσως έχετε διαβάσει για τους Αλβανούς δασκάλους και το κλείσιμο των αλλόγλωσσων σχολείων εκείνη την εποχή, ίσως και να μην σας νοιάζει εάν έχετε υιοθετήσει κάποιο αφήγημα πέρα από την άμεση εμπειρία που συνήθως την στερούμαστε και όλοι μιλάμε αυτοδικαιωμένοι/ες).

Όταν ο κομμουνισμός ράγισε με την βοήθεια και του ΝΑΤΟ και οι παθογένειες που απέκρυβε επιμελώς βγήκαν στην επιφάνεια, όταν ως η κυρίαρχη ομάδα οι Σέρβοι εθνικιστές πήραν το πάνω χέρι κι οι άλλες εθνικότητες άρχισαν ν’ αντιδρούν, η επόμενη ημέρα που ξημέρωνε ήταν πιο σκοτεινή ακόμα. Τα 3 εθνικιστικά (κι ας αυτοαποκαλούνταν κοινοτικά/εθνοτικά) κόμματα που προέκυψαν στις εκλογές του 1990 σε ένα πράγμα συμφώνησαν στην αρχή: Να διώξουν τους κομμουνιστές από την εξουσία. Και σε ένα πράγμα συμφώνησαν έπειτα. Πως ήθελαν όλοι να χώσουν τα δόντια τους στην καρωτίδα του άλλου.

Οι δυνατότεροι ήταν οι «ομόδοξοι μας», πλήρης αντιστροφή από τις σφαγές της ustace των μουσουλμάνων φασιστών του 40. Τώρα θα έσφαζαν και θα βίαζαν πρώτιστα οι χριστιανοί. Είναι πάντα θέμα πολιτικής συνείδησης, ούτε φυλής ούτε θρησκείας.

Η Δύση χαιρόταν που είχε φύγει το όραμα κι οι εθνικιστές που ερχόταν το χάος. Οι Έλληνες ορθόδοξοι είχαν επιλέξει την πλευρά, διότι το ορθόδοξο πέος βιάζει διαφορετικά κι αφού τα θύματα ήταν κυρίως Μουσουλμάνοι τι μας ένοιαζε; Τόσο αδαείς και τόσο κυνικοί όσο και οι ΝΑΤΟικοί, αλλά ως αντιδημοφιλής άποψη ντύθηκε με την πιο απίστευτη συνομωσιολογία στα καθ’ ημάς.

Έλληνες παραστρατιωτικοί ύψωναν βυζαντινά κι εθνικιστικά λάβαρα, παίρνοντας μέρος στις σφαγές και στις πολιορκίες, κι επειδή απέναντι ήταν οι φρενοβλαβείς του ΝΑΤΟ (που αφού το είχαν αφήσει να εξελιχθεί ως αντικομουνιστική πολιτική πατούσαν πάνω του για να τα κάνουν χειρότερα με τις παρεμβάσεις ως συνήθως) φρενοβλαβείς εντός της αριστεράς είχαν βγάλει συμπέρασμα συμφωνώντας στην πράξη, αν και από διαφορετική αφετηρία, με τα εθνίκια (και δεν είναι η 1η φορά ούτε η τελευταία), ομάδα συνδεδεμένη με την Αγιά Σοφιά έδινε αγώνα με τους ομόδοξους Σέρβους που το παινεύετε ακόμη σαν «μεγάλη στιγμή», και οι άμαχοι που ζούσαν δίπλα δίπλα ως χθες ποδηγετημένοι στη μέση. Αλλά όχι στους ίδιους ρόλους, όχι κατέχοντες την ίδια δύναμη. Όχι διαπράττοντας την ίδια σφαγή.

Ρωτούσαμε κοκκινόμαυρους γιατί ήταν απέξω από το αίμα στην πρώην κοινή τους χώρα συντρόφους μας τότε τι στο διάολο συμβαίνει εκεί και ως συνήθως η εμπειρία των ανθρώπων σμπαράλιαζε κάθε αφήγημα. Μονάχα σε μια σκηνή στο (ενοχλητικό) Underground του Κουστουρίτσα κατανόησα θαρρώ ό,τι ιστορούσαν. Εκεί που τραγουδούν το ίδιο τραγούδι που μοιράζονταν οι άνθρωποι στα παιδικάτα τους πριν αλληλοσφαχθούν με τις οβίδες. Ναι, εκείνη η σκηνή ήταν. Τα θύματα ήταν μαζικά μουσουλμάνοι και μουσουλμάνες, (άνθρωποι εν συγκρίσει με τις αποικίες των δυτικών ενταγμένοι, κι ισότιμοι στο προηγούμενο καθεστώς.) Άνθρωποι τώρα διωκόμενοι και ιδίως διωκόμενες.

Στους χώρους (κοινωνικούς, πολιτικούς κι αθλητικούς) που δραστηριοποιούμασταν (και) τότε το παλέψαμε. «Μην τολμήσετε να κρίνετε με βάση την θρησκεία, μόνο με βάση την συγκυρία, θύτης και θύμα αλλάζουν πρόσωπο και προσωπείο αλλά σε αντίθεση με το δημοφιλές της συμπαράστασης του ίδιου» (τα έχει πει ο Νίτσε σε μια καλή του στιγμή) το σημαντικό είναι να είσαι με αυτό που διώκεται ακόμη κι αν είναι διαφορετικό, ιδίως εάν είναι διαφορετικό, ως ένα δύσκολο στοίχημα για το μέλλον όταν ο ορίζοντας ανοίξει, αν ανοίξει ποτέ δηλαδή αφού όλα τα άλλα κυοφορούν τον ίδιο σάπιο σπόρο και φυτεύονται σε χέρσα γη. Τα καταφέραμε θαρρώ, το υπόγειο το αντιδημοφιλές, το αληθινά συντροφικό κι αξιόλογο.

Άλλωστε, όπως φαίνεται στις φωτογραφίες ντοκουμέντα της τραγικής περιόδου, η πολυπολιτισμική άλλοτε πόλη είχε νεκρούς από όλες τις πλευρές στην διάρκεια της πολιορκίας. Ως αποτέλεσμα του μεγάλου αριθμού των θυμάτων τεράστια συνήθως αυτοσχέδια νεκροταφεία έγιναν σε όλο το Σεράγεβο και τις γύρω περιοχές, στα οποία ο κόσμος μετέφερε σε αρκετές περιπτώσεις τους νεκρούς κυριολεκτικά τις νυχτερινές ώρες με τα χέρια λόγω έλλειψης λειτουργικών ΙΧ και βενζίνης. Ένας τέτοιος χώρος είναι το Κοιμητήριο που έγινε στις ευρύτερες εγκαταστάσεις του Σταδίου των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1984, έμβλημα των ευτυχισμένων στιγμών μιας άλλης εποχής αλλά και τα νεκροταφεία που έγιναν σε πάρκα για τους Χριστιανούς κατοίκους της πόλης. Μια έκθεση του 1994 ανέφερε ότι η πολιορκία είχε φυσικά βαθύ αντίκτυπο και στους/στις ζωντανούς/ές αφού υπήρξε τεράστια αύξηση των αυτοκτονιών από τους Σαράγεβαν, ενώ οι αμβλώσεις πολλαπλασιάστηκαν, αφού άλλωστε ανάμεσα στα θύματα υπήρξαν και πολλά παιδιά.

Εκείνο το καλοκαίρι ξεκινήσαμε με ένα «αόρατο» βανάκι από Ιταλία τέλη Αυγούστου του 99, άνθρωποι από διαφορετικές χώρες πλυν ελληνορθόδοξης Ελλάδας που τώρα -και σωστά- θρηνεί άλλους κι άλλες. Το ταξίδι περίεργο και κακοτράχαλο σχετικά, στ’ απόνερα του Sarajevo Summit τέλη Ιούλη εκείνης της χρονιάς. Δεν θέλω να πω πολλά, για πολλούς λόγους, για τέτοιες κινήσεις υπόγειων νερών. Αλλά θυμάμαι τους τάφους και την μυρωδιά θανάτου «εκεί», κι ας ήμασταν ασφαλείς κι ας είχαν λήξει πια όλα. Κι ας μην λήγουν στ’ αλήθεια ποτέ, μεταφερόμενα ως θάνατος σε άλλες περιοχές του κόσμου.

Α! είχε και λιακάδα, μια ωραία λιακάδα. «Ο θάνατος διακοπές στο Σαράγιεβο πάει.»