Εγώ, η γυνή, εγώ, δεν μπορώ πια να διεκδικώ
μια μητέρα από σάρκα, έναν πατέρα από οστά
Εγώ η Γυνή, οφείλω να είμαι
το δημιούργημα του εαυτού μου
Pat Parker (αφροαμερικανίδα ποιήτρια και ακτιβίστρια)

Ads

Το φαινόμενο της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών, κομμάτι της ευρύτερης κοινωνικής βίας όπως αυτή συνδιαλέγεται με πολιτιστικές, κοινωνικές, και οικονομικές παραμέτρους, έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικό με τα τραγικά περιστατικά να προστίθενται το ένα στο άλλο.

Η έμφυλη βία που έχουν δεχθεί και δέχονται οι γυναίκες, με κορωνίδα τους βιασμούς και τις γυναικοκτονίες, σε σπίτια γηγενών ή σε στρατόπεδα προσφύγων, σε φτωχογειτονιές και μέγαρα, αντιμετωπίστηκε για αιώνες, παρά την σημαντικότητα της, με νομιμοποίηση, υποτίμηση και σιωπή. Συχνά και με πολιτική χειραγώγηση που προτεραιοποιούσε την φετιχοποίηση ‘σημαντικότερων στόχων’ περί τιμής ή ατιμίας, περί οικογένειας, λαού ή έθνους εις βάρος των σωμάτων των γυναικών. Πάντοτε το έμφυλο, συνδεδεμένο με το γεννετήσιο κι άρα με το προνεωτερικό (με αυτό που δεν ρετουσαρίστηκε αρκετά από τον ‘πολιτισμό’ μας), ξυπνά έναν βαθύτερο τρόμο για την αληθινή φύση μας που προσπαθεί να κρυφτεί βαρύγδουπα, και γι’ αυτό πρόχειρα, πίσω από τις κυρίαρχες πολιτικές ρητορικές και τις ‘μεγάλες τους αφηγήσεις’.

Εναλλακτική και συχνά σε αντίθεση, όταν δεν προσπορίζεται από το σύστημα των κυρίαρχων ή των πολλών λειτουργώντας ως κατευναστικό προφίλ ενός πάντοτε υπό αίρεση ανθρωπισμού, η τέχνη, και μέσα της η ποίηση, λειτουργώντας ως κοινωνικός σεισμογράφος, έδωσε φωνή, -όποτε συναντήθηκε μαζί του- με το αλλότριο ή το ‘εξημερωμένο’ που αφηνόταν, και αφήνεται, έξω από τις κυρίαρχες αφηγήσεις και ρητορικές.

Ads

Η κεντροποίηση του ζητήματος μετά από αγώνες δεκαετιών, και η πασιφανής τραγικότητά του, δεν θα μπορούσε λοιπόν να αφήσει ανεπηρέαστη την λογοτεχνική γραφή, ακόμη και σε εποχές που δεν είχαν ανακύψει, ως κοινωνική και πολιτική ανάγκη, σχετικοί όροι. Όροι όπως ‘γυναικοκτονία’ που τέμνουν τους ‘πολιτιστικούς πολέμους’ της εποχής μας κι ό,τι οι τελευταίοι περιέχουν σε σχέση με το εξελισσόμενο σκάκι κυριαρχίας και πειθάρχησης, φαίνεται σήμερα ότι εγγράφονται και καταγράφονται πρώτα στην μάχιμη πράξη και (κάθε είδους) γραφή κι αργότερα απασχολούν το κράτος με τα πιο αργά αντανακλαστικά του.

Εάν όμως οι όροι αυτοί (έμφυλο, γυναικοκτονία, θηλυκοποίηση, ετεροκανονικότητα), γεννήματα της ζωντανής γλώσσας που εξελίσσεται πάντα παράλληλα με τους υπόγειους ή φωναχτούς κοινωνικούς αγώνες φώτισαν (κάποιοι ήδη από το 1960 κυρίως και μετά) το ζήτημα, κι αρπάζοντας από τον γιακά την κοινωνία και φέρνοντάς την μπροστά στον κοινωνικοπολιτικό και ηθικό της καθρέφτη, απαιτούν μεταβολές και προσαρμογές τόσο στις κυρίαρχες αφηγήσεις όσο και σε βασικούς θεσμούς του κράτους, θα είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς καταγράφονται από τον χώρο της φεμινιστικής (και σιγά σιγά όχι μόνο) ποίησης.

Άλλωστε, καμιά μετάβαση στο υλικό πεδίο της κοινωνίας δε συντελείται δίχως να εγγραφεί στο ιδεολογικό και στο συμβολικό πεδίο (βλ. Weber, M. 1968 Gramsci, A. 1970, Bauman, Z. 1992), αφού «η αναζήτηση νοήματος δε γίνεται… ποτέ δίχως κόστος: συγκροτείται μέσα από επιλογές και συσχετισμούς» (Todorov, Tz., 2003, σελ. 14). Αυτό όχι μόνο επηρεάζει επιφανειακά τη μορφή, αλλά, όπως επισημαίνει ο Lucats στην κοινωνιολογία της λογοτεχνίας (1971, στο Ανθογαλίδου, Θ. 2001, σελ. 71), αυτό συμβαίνει επειδή «η πραγματικά προξενούμενη επίδραση φαίνεται κοινωνικά».

Σε σταχυολογημένα δείγματα ποίησης που θα παρουσιάσουμε με κριτήριο όχι την ποιητική τους αποτίμηση (πώς και γιατί άλλωστε;) αλλά την συνάφεια με το θέμα, φαίνεται ότι ο όρος εισάγεται πρωτόλεια ως ξέχωρο θέμα αλλά δυναμικά, αντικατοπτρίζοντας γενικότερα την δημιουργική τριβή μεταξύ ορολογίας και κοινωνικής μεταβολής, αλλά κυρίως την προσωπική και κοινωνική ανάγκη αντιπαράθεσης με το διαρκώς τραγικό θέμα.

Σε ποίημα της Καλλιόπης Μπαγουλή που δημοσιεύτηκε στο Περί Ου της Π. Παμπούδη με τίτλο Γυναικοκτονία διαβάζουμε:

τα χέρια του ανηλεή
έσφιξαν το λαιμό της
ήσυχος θάνατος, βουβός
να μην ξυπνήσουν τα παιδιά

II
Οι γείτονες είπαν ότι τους άκουγαν για 30 λεπτά να καβγαδίζουν
Οι γείτονες είπαν ότι ήταν εξαρτημένος από το αλκοόλ
Οι γείτονες είπαν ότι ήταν οξύθυμος
Οι γείτονες είπαν ότι ήταν βίαιος
Οι γείτονες είπαν ότι την άκουσαν να τον παρακαλά
Οι γείτονες είπαν ότι την άκουσαν να λέει: “Μη με σκοτώσεις”
Οι γείτονες είπαν ότι άκουσαν γδούπους και χτυπήματα
Οι γείτονες είπαν ότι την άκουσαν να βαριανασαίνει
Οι γείτονες είπαν ότι τον είδαν να φεύγει με αιματοβαμμένα ρούχα και χέρια
Οι γείτονες είπαν.

ΙΙΙ
ήταν διεξοδικός
δεν άφησε τίποτα να του ξεφύγει
της τράβηξε τα μαλλιά που τόσο του άρεσε να τα βλέπει λυτά
της χτύπησε τα χείλη που τον φιλούσαν
τα μάτια που τον κοίταζαν
την κοιλιά απ’ την οποία βγήκαν τα τρία του παιδιά
τα στήθη που τα θήλαζαν
τα πόδια της που αναδεικνύονταν με εκείνο το φόρεμα που της είχε πάρει
ήταν διεξοδικός
δεν άφησε τίποτα να του ξεφύγει
τέσσερα χειρουργεία
δε φτάσανε

ΙV
οκτώ μήνες ήταν αυτοί
πώς μπόρεσε να τον χωρίσει;
οκτώ μήνες ήταν αυτοί
δίχως εκείνη πώς να ζήσει;
δίχως εκείνη πώς να πεθάνει;
οκτώ μήνες ήταν αυτοί.

V
το μωρό καθόλου δεν το πείραξε
όλα κι όλα
κακός σύζυγος μπορεί να ήταν
μα ήταν καλός πατέρας
όχι, καθόλου δεν το πείραξε
μωρό ήταν άλλωστε
δε θα θυμόταν τίποτα
(μόνο θα ένιωθε)
(που και που)
(ανεξήγητα)
(βασανιστικά)
(κείνη την έλλειψη οξυγόνου)
(της ύστατης στιγμής της μαμάς του)

Μια ποίηση σε συνομιλία με την επικαιρότητα και την δημοσιογραφική κάλυψή της αφού όπως επισημαίνει η ποιήτρια το ποίημα είναι: «Εμπνευσμένο/Τραυματισμένο από γυναικοκτονίες που συνέβησαν μέσα στο 2021.»

Ενδιαφέρον είναι πως η οπτική γωνία αφορά τον δράστη και τις σκέψεις του, ενώ στο δεύτερο ποίημα εκείνο το ‘οι γείτονες είπαν’ αναδεικνύει μια μικροκοινωνία που πάντα μιλά εκ των υστέρων.

Ενώ σε ποίημα με ίδιο τίτλο της Ελένης Βασιλείου που δημοσιεύτηκε στην διαδικτυακή Ανοιχτή Βιβλιοθήκη η γράφουσα καταγράφει τις σκέψεις της για την εποχή γενικά που ‘επιτρέπει’ τέτοια φαινόμενα:

Ζούμε στην εποχή του παραλογισμού
στου μέσα μας έντονου θυμού-
Στην εποχή του ‘‘ελεύθερα σκοτώνω‘‘
σε ό,τι σου δόθηκε, σου παραδόθηκε
που όταν μπαίνουν όρια
ξυπνούν τα τέρατα, μέσα σου, αθόρυβα-
και οι φωνές σου λένε:
‘‘χτύπα αλύπητα‘‘
κι ύστερα πες :
‘‘η κακιά ώρα‘‘
και τώρα;
Ποια ποινή θα σε λυτρώσει;
Ποια ουσία θα βρεθεί να σε ναρκώσει;
Ποια ζωή θα σε εξιλεώσει;
ΠΟΙΑ ΜΑΝΑ ΘΑ ΝΤΡΑΠΕΙ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΘΑ ΣΕ ΣΤΑΥΡΩΣΕΙ ………….

Επίσης βλέπουμε ότι η οπτική επικεντρώνεται στον δράστη, προσπαθώντας να τον εγκαλέσει και να τον ‘ξεκλειδώσει’, λες και υφέρπει μια ανδροκεντρική φεμινιστική ποίηση.

Ενώ στο ποίημα του Αποστόλη Ζυμβραγάκη Γυναικοκτονίες (αν και υπάρχει και με μια άλλη εκδοχή τίτλου «για την Ελένη» ‘σσ Τοπαλούδη), – το πρώτο που βάζει τον όρο στον πληθυντικό υποβάλλοντας την πρόσληψή του ως κοινωνικό και όχι εξατομικευμένο φαινόμενο- και που δημοσιεύτηκε στην Ηλεκτρονική Διδασκαλία, διαβάζουμε:

Μεγάλωσαν οι “άντρες”
με πρότυπο σκληρού αρσενικού
κάθε φορά που τύχαινε ν’ αγγίξουν μία κούκλα
δέχονταν τη σφαλιάρα του πατέρα τους
και την απόρριψη της μάνας τους.
Μεγάλωσαν οι “άντρες”
με πρότυπο αμείλικτου επιβήτορα
βομβαρδισμένοι από βίντεο πορνό
που παρουσιάζουν τον αμοιβαίο έρωτα
σαν αποτρόπαιο βιασμό.
Μεγάλωσαν οι “άντρες”
μέσα σ’ ένα σχολείο τεχνοκρατικό, σκληρού ανταγωνισμού
μέσα σ’ ένα κράτος δειλό να ψελλίσει τον όρο “γυναικοκτονία”
μέσα σε μία κοινωνία ατομικιστική με έλλειμμα ενσυναίσθησης
που όταν ακούει κραυγές απόγνωσης, κλείνει τα αυτιά της
όταν βλέπει σημάδια βίας, αποστρέφει το βλέμμα
όταν την αγγίζει χέρι βοηθείας, γυρίζει αλλού την πλάτη
όταν μυρίζει θάνατο, σκορπά στον αέρα άρωμα αναισθησίας
όταν μιλάει για “πατριαρχία”, ψιθυριστά κραυγάζει την υποκρισία της.
Έτσι μεγάλωσαν οι “άντρες”
με απόθεμα βίας και πλεόνασμα ζωωδών ενστίκτων
κι έτσι χρησιμοποιούνται για αυτούς μόνο εισαγωγικά
αφού οι άντρες οι πραγματικοί φέρονται στις γυναίκες
όπως θα ήθελαν να φερθούν οι άλλοι
στις ίδιες τους τις αδερφές, τις μάνες και τις κόρες.
Απολογισμός γυναικοκτονιών.

Το ποίημα φαίνεται αρχικά να κεντροποιεί τους άνδρες αλλά ο κύριος στόχος του είναι το σύστημα της πατριαρχίας, όπως καθρεφτίζεται σε διαρκώς παρόντα θραύσματα μιας λανθάνουσας ‘κακής παιδαγωγικής’ (για να μνημονεύσουμε τον Αλμοδοβάρ) και η κριτική του ποιητή σύντομα τρέπεται, μέσα από αιχμηρές μα κι ευαίσθητες στροφές, σε καταγγελτικό μανιφέστο ενάντια στο σύστημα που δημιουργεί το (ή συμβάλλει στο) φαινόμενο.

Σύμφωνα με έναν κλασικό κοινωνιολογικό ορισμό, ο άνθρωπος είναι το πλάσμα εκείνο που έχει διττή σχέση με τα σύμβολα. Μπορεί να τα χειριστεί, αλλά μπορεί και να τα δημιουργήσει (Bauman, Z. 1992). Ο «μύθος» της λογοτεχνίας άλλωστε συνίσταται σε πολλές παραμέτρους, αλλά η σημαντικότερη ίσως είναι ότι το συνειδητό (η κοινωνία) συγκρούεται με το υποσυνείδητο (τον εσωτερικό κόσμο του συγγραφέα) και τα λογοτεχνικά γεννήματα εμφανίζουν αυτή τη σύγκρουση, την παρατηρούν, όμως δεν την ερμηνεύουν ποτέ.

Η προσέγγιση της «ερμηνείας» αποτελεί αντικείμενο διαφόρων θεωρητικών προσεγγίσεων (κοινωνιολογικών, ψυχολογικών, λογοτεχνικών), που αναδεικνύουν τη λογοτεχνία ως έναν μεστό συνδυασμό κοινωνιολογικής καταγραφής και ψυχογραφήματος.

Γιατί «ο καλλιτέχνης τείνει να εκφράσει το ασυνείδητο της δικής του ψυχής σε όλες τις δυνατές εκδοχές και του παρέχει καλλιτεχνική έκφραση» (Baudry, J.L., 1990 σελ. 69). Αλλά μια διαδοχή λέξεων δε σημαίνει κάτι συγκεκριμένο.

Δεν υπάρχει «μαγική χώρα νοημάτων» έξω από την ανθρώπινη συνείδηση. Και η συνείδηση διαμορφώνεται πάντα από το κοινωνικό ‘περικείμενο’ που κεντροποιεί από μόνο του την έμφυλη βία και τις γυναικοκτονίες. Οι ποιήτριες, πρώτα και κύρια, αλλά και οι ποιητές που πρωτοπορώντας έθεσαν το ζήτημα εδώ και χρόνια στο εξωτερικό, με εξαιρετικά αξιόλογη ποίηση (για την οποία αξίζει μία τουλάχιστον μελέτη) φέρνουν στην επιφάνεια όχι μόνο τις προσωπικές φωνές τους, αλλά το ίδιο το περικείμενο ως χρόνο και ως ιστορία, δηλαδή ως συλλογικό βίωμα, οικοδομώντας έτσι, όπως λέει ο Proust στο Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο, το μύθο μιας «πολιτείας» (Μ. Proust, 2008). Καθώς το θέμα ως ποιητικό λήμμα βρίσκεται στα σπάργανά του στην χώρα μας, οι ποιήτριες και ο ποιητής συνομιλούν και με αυτούς και με άλλους όπως θα δούμε τρόπους με την συνείδησή τους και την δική μας, φωτίζοντας τις σκοτεινές γωνιές της πολιτείας που δεν θα φωτιστεί ποτέ στ’ αλήθεια δίχως την απελευθέρωση (και) των γυναικών της.

Ακολουθεί 2ο μέρος