Κατ’ αρχάς θα πρέπει να ευχαριστήσω τον Βαγγέλη Γεωργίου, προσωπικώς και εκ μέρους όλων των συγγραφέων για το άρθρο του, ως προς το συλλογικό μας τόμο «Σοσιαλισμός και Πολιτική Εξουσία» και την εκδήλωση- βιβλιοπαρουσίαση που οργανώθηκε στην Αθήνα. Ακόμα περισσότερο διότι ως άρθρο πηγαίνει πέρα από την παρουσίαση του βιβλίου, συνεχίζοντας μια τόσο αναγκαία, ιδεολογική και προγραμματική συζήτηση.

Ads

Σε αυτό το πλαίσιο, το άρθρο του κου Γεωργίου θέτει δύο κρίσιμα ερωτήματα.

  • Το πρώτο είναι το ακόλουθο:

«Είναι δυνατόν το κοινωνικό σε μια σοσιαλιστική κυβέρνηση να είναι αποκομμένο από το εθνικό;»

Η απάντηση είναι ξεκάθαρα «όχι», τόσο εν γένει, όσο και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την πατρίδα μας. Στην ευρύτερη αριστερά, συμπεριλαμβανομένων και των σοσιαλιστών, τα χρόνια της μεγάλης ήττας και υποχώρησης, μετά την αποσύνθεση της ΕΣΣΔ- τα οποία μας στοιχειώνουν ακόμα- κατεβλήθησαν διάφορες προσπάθειες για μια από- εθνικοποιημένη προσέγγιση στη σοσιαλιστική υπόθεση. Διάφορα διεθνή for a, κινήματα, κινήσεις πρωτοβουλίες κλπ. Κανένα από αυτά ούτε καν προσέγγισε την ισχύ και την επιρροή των κομμάτων και των σοσιαλιστικών ρευμάτων που είχαν αναπτυχθεί σε παλαιότερες περιόδους, αρθρωνόμενα θεμελιωδώς στο εθνικό επίπεδο και δια αυτού, στο διεθνικό.

Ads

Και τούτο, διότι καλώς ή κακώς, η ταξική πάλη πρωταρχικώς, διεξάγεται τόσο με υλικούς όρους, όσο και με θεσμικούς, τόσο στη βάση, όσο και στο εποικοδόμημα, μέσα στο εθνικό πλαίσιο. Το διεθνές την επηρεάζει. Ενίοτε καταλυτικά. Αλλά σχεδόν πάντα, το διεθνές επηρεάζει το κοινωνικό, έτσι όπως «φιλτράρεται» από το εθνικό. Εργατική πάλη, πάλη του κόσμου της εργασίας εν γένει, ακόμα και κινήματα -εφόσον είναι γειωμένα και πραγματικά- τα οποία δεν θεμελιώνονται στο εθνικό πλαίσιο αγνοούν τους υλικούς όρους τους οποίους επιχειρούν να αλλάξουν, αποτελούν διανοητικές ασκήσεις -καλόπιστες ή κακόπιστες- και ενίοτε ονειρώξεις, της μικροαστικής διανόησης.

Επιπλέον δε, παραγνωρίζουν μια σειρά κρισίμων συνιστωσών της κίνησης των λαών και ειδικότερα των εργατικών τάξεων: όλων εκείνων, οι οποίες παρά την δυσ- προσδιοριστία τους στο ακαδημαϊκό πλαίσιο, με πολύ σαφή τρόπο στην πραγματική ζωή, συνθέτουν την κουλτούρα- ή την «αντί- κουλτούρα»- των εν δυνάμει ή σε εξέλιξη εξεγερμένων, στον συγκεκριμένο ιστορικό χωροχρόνο.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, οι ιστορικές αποδείξεις είναι τόσο προφανείς, ώστε μάλλον ένοχες και κακόπιστες προσεγγίσεις μπορούν να αποσυνδέσουν το κοινωνικό και το εθνικό. Ημιπεριφέρεια, περιφέρεια του κέντρου, η Ελλάδα και ο Ελληνισμός εν γένει, βρίσκεται διαχρονικά στο επίκεντρο τεκτονικών πλακών που συγκρούονται. Αυτή η συνθήκη κυριαρχικώς επικαθορίζει την ταξική πάλη, τον πολιτισμό, τη γέννηση ιδεών, τις κρατικές δομές.

Για να μείνουμε στα πολύ προφανή και ιστορικώς σύγχρονα: γιατί το ενδιαφέρον των μεγάλων θαλασσίων δυνάμεων να ελέγχουν την Ελλάδα; Γιατί το ρωσικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα; Γιατί η εγχώρια αστική τάξη είναι κυρίως μεταπρατική και παρασιτική και γιατί η εφοπλιστική μερίδα της είναι ισχυρότερη και τόσο διεθνοποιημένη; Γιατί ο εμφύλιος, η αποστασία, η χούντα και το Κυπριακό; Γιατί η δεκαετία του ’80 ήταν τόσο σύντομη και ακολουθήθηκε από τον υπερ-25ετή πλέον εκσυγχρονισμό; Γιατί οι εργατικοί αγώνες και οι αγώνες για δημοκρατία συναντούν διαχρονικώς, ένα συμπαγές τείχος αποτελούμενο από την ντόπια ολιγαρχία και την ξένη πατρωνία; Γιατί στην Ελλάδα επιβλήθηκαν τρία μνημόνια και το διεθνοπολιτικό, υπέρ- μνημόνιο;

Φυσικά καπιταλισμό έχουμε και στην Ελλάδα, όπως και αλλού. Οι ειδικοί τρόποι εφαρμογής του καπιταλιστικού μοντέλου ωστόσο, τόσο στο επίπεδο των υλικών, όσο και των θεσμικών σχέσεων, διαφοροποιείται καίρια με βάση το εθνικό. Επομένως, το κοινωνικό ζήτημα χωρίς το εθνικό μπορεί να υπάρχει μόνο στο μυαλό μετρίων συγγραφέων. Όχι μάχιμων πολιτικών και κυρίως επαναστατημένων ανθρώπων και σοσιαλιστών.

  • Το δεύτερο ερώτημα δε, είναι εξίσου αν όχι ακόμα περισσότερο, προκλητικό: 

«Ακόμα λοιπόν και αν αύριο το πρωί, υπάρξει κυβέρνηση που θέλει ειλικρινά να φτιάξει το ΕΣΥ, να αποτινάξει τις νόρμες του ορντολιμπεραλισμού, να βρει μια σοσιαλιστική διέξοδο, να απεξαρτηθεί από την υποτέλεια στον ευρωατλαντισμό, μπορεί να γίνουν αυτά εντός βρυξελλιώτικου ζουρλομανδύα;»

Η απάντηση είναι και πάλι όχι. Εδώ η συζήτηση «καίει». Αυτό ήταν άλλωστε, το άλλοθι της μεγάλης υποχώρησης- για να το θέσουμε πολύ ευγενικά- του καλοκαιριού του 2015. Για ένα μεγάλο μέρος του λαού μας δε, συνιστά ένα πραγματικό όριο, το απόλυτο φόβητρο.

Ο δημοσιονομικός ζουρλομανδύας της ΕΕ και της Ευρωζώνης αποτέλεσε μια πραγματική καταστροφή για τις δύο αυτές εκδοχές απόπειρας ενοποίησης ενός μέρους της Ευρώπης. Βεβαίως διασφάλισε τη γερμανική κυριαρχία εις βάρος της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, όπως και εις βάρος κάθε άλλου πιθανού ανταγωνιστή της μέσα στην Ευρώπη.

Φυσικά, ο βρυξελλιώτικος και στην πραγματικότητα, γερμανικός, ζουρλομανδύας αφού νομιμοποίησε το Brexit- και κάτι μας λέει ότι δεν θα είναι το Ηνωμένο Βασίλειο το μόνο που θα εγκαταλείψει την ΕΕ- και αφού ώθησε σε μακροχρόνια ύφεση έως κατάρρευση μια σειρά περιφερειακών οικονομιών, ακολουθήθηκε από την προσφυγή της ΕΚΤ στο «τύπωμα» ενός πακτωλού χρήματος, προκειμένου -όπως και οι άλλες κεντρικές τράπεζες – να καλύψει τις φούσκες χρέους, με νέες φούσκες. Αυτή η πλημμυρίδα χρημάτων ενθυλακώθηκε από την ολιγαρχία- σπεκουλαδόρους, τραπεζίτες κλπ.- και πλέον ανατινάζεται με ακόμα μεγαλύτερη ένταση εν μέσω σπονδυλωτού, παγκοσμίου πολέμου, επερχόμενης ύφεσης, πληθωρισμού και ενεργειακής κρίσης.

Ο φαινομενικώς πανίσχυρος μέχρι πρότινος ζουρλομανδύας αποδεικνύεται κουρελού μπροστά στα μεγάλα διεθνή γεγονότα: αν με την πανδημία ετέθη σε αναστολή, εν μέσω πολέμου προκαλεί παράνοια: να φτηνύνει ή να ακριβύνει το χρήμα; Να περιοριστούν τα χρέη ή να δοθούν επιδόματα έμμεσης χρηματοδότησης στους ολιγάρχες δια των καταναλωτών; Όσο η ΕΕ και η ΕΚΤ συζητούν για κάποιο «μπαζούκα» το οποίο κανείς δεν έχει δει, η κρίση χρέους στα ομόλογα ξεκινά εκ νέου, ενώ ο βιομηχανικός πυρήνας της ΕΕ ωθείται σε κατάρρευση ελέω αμερικανοκρατίας. 

Δε θα μας εκπλήξουν μάλιστα, καθόλου οι ανόητοι των Βρυξελλών, αν θα ζητήσουν σε λίγους μήνες δημοσιονομική περιστολή και επαναφορά του συμφώνου σταθερότητα- αν έχουμε επιβιώσει μέχρι τότε.

Συνεπώς πρέπει να κρατήσουμε τα εξής: η σοσιαλιστική πολιτική προϋποθέτει κατ’ ελάχιστον να είσαι ένα κακό μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Να έχεις σχέδιο εξόδου. Και φυσικά, σχέδιο δράσης όταν αυτά τα οικοδομήματα θα παρακμάσουν πέραν πάσης αμφιβολίας ή και θα καταρρεύσουν.